Στὸν Βασίλη
Καὶ ξαφνικὰ μὲς στὴ ζωή σου
ὅπως σ’ ἕνα ξεφάντωμα πανήγυρης
ὕστερα ὅλα σιωποῦν
ἔτσι μιὰ ἀφθονία ἤχων
(λαχανιασμένα “σ’ἀγαπῶ”
τριγμοὶ ἐπίπλων, νερὰ
νὰ τρέχουν πάντοτε νερὰ
κι ἀνάμεσά τους εὐλογημένα κλάματα
παράφοροι ἐφηβικοὶ παλμοὶ)
ἡσύχασε ὁριστικά.
Κι ὅπως δειλὰ ἀναμετρᾶς
μνῆμες τῆς ἀκοῆς σου μακρινὲς
μ’ εὐλάβεια σταματᾶς
σχεδὸν σὰν νὰ προσεύχεσαι
νὰ θυμηθεῖς, ν’ ἀφουγκραστεῖς ξανὰ
τὸν πιὸ ἀνεπαίσθητο
τὸν πιὸ ἀγαπημένο ἀπ’ ὅλους θόρυβο:
τὸν ἦχο τοῦ κλειδιοῦ στὴν πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου