δ’
Ξύπνησα,
με μιαν αφή αλαφριά στο πρόσωπο
από χέρι ανθρώπινο.
Σχίζαμε τον κάμπο,
ένα ύφασμα γεμάτο μπαλώματα
– του ήρωα η ψυχή.
Με σταλαγμένη στα μάτια μου τη στάλα
του κήπου.
Με δυο λόγους που μόχλευαν το μάγμα στα σωθικά μου·
κι αν δέ στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
θα γείρει το κεφάλι,
θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή αγρυπνά
και ταξιδεύει.
Να μη φοβάσαι τα σκυλιά που αλυχτάνε
στη λάμψη ενός ξοδεμένου φεγγαριού,
να μη φοβάσαι τα σκυλιά που γρυλίζουν
απ’ τα βάθη του στέρφου πηγαδιού,
να μη φοβάσαι τα σκυλιά που ξεσχίζουν
κάθε αφανέρωτου λογισμού τις σάρκες.
Ταξίδι άγιο
απάνω στα σίδερα σπινθηρίζοντας φωτιά,
άγιο ταξίδι, ταξίδι της Γυναίκας με
τα ραγισμένα μάτια, που όλο θέλει να τραγουδά·
γυρνώντας στ’ οκτώ των βουνοσειρών
με το σημάδι του απείρου,
σκορπώντας μέθη
ενός αλλόκοτου μύρου.
Όνειρο άγιο, όνειρο του τόπου που δεν υπάρχουν όνειρα,
λάγιασε.
Κι αν δέ στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
θα γείρει το κεφάλι,
θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή αγρυπνά
και ταξιδεύει.
Γιώργος Φιλιππίδης
Από την μοναδική του ποιητική συλλογή Γαλάζια Μηχανή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου