Κι από το Μάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη
στην κάμαρα που μίλαγε με πείσμα ο Φίλιππος.
Το πάτωμα παλιό σανίδι σε παλιό σανίδι. Απάνου στο
τραπέζι ένα κερί. Και τα χαρτιά του σα φτερά πουλιών.
Κοίτα να καταλάβεις φώναξε. Τίποτα δεν είχαμε.
Μήτε κρεβάτι μήτε κάθισμα. Το σπίτι ένα παλιό
σαράβαλο. Παντού αέρας φύσαγε σε θέριζε.
Η μάνα μου στα κάρβουνα. Κακό χειμώνα θα ‘χουμε
είπε ο πατέρας μια μαύρη συλλογή το μούτρο του.
Από την τρύπα αυτή κοιτάζαμε τον ουρανό. Και το πρωί
πηγαίναμε στα δέντρα. Εδώ γεννήθηκα.
Εδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται
για την οργή μου και την περηφάνεια μου.
Για να κρατήσω και να κρατηθώ.
Δεν έχω θεούς. Και δε φοβάμαι.
Συλλογή: Το χρονικό, Αθήνα: Κέδρος 1990, σ. 9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου