Α´
Στὶς φλέβες μου ἡ ἀρρώστια τοῦ ἐπερχόμενου
Οἱ ρίζες τῶν μαλλιῶν μου ἄκρη στὰ δάχτυλα τοῦ ῾Ηνίοχου
῾Ο αὐχένας μου ξαναμετράει τὰ σεῖστρα τοῦ Ταλμούδ
Κατάγομαι ἀναμφίβολα ἀπ᾿ τὶς ἄδειες γειτονιὲς
Τῶν φίλων ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν Νὰ θήτευα ἂχ
Σὲ τέχνη ἀλλιώτικη ὥστε νὰ τοὺς χάριζα
Τὴν τέρψη ἀπ᾿ τὴν εὐρεία συμμετοχή!
Β´
Γυρνοβολάω σὰν ἄπευθο αἷμα
Καὶ πλάι σ᾿ ἐτοῦτο τὸ κορίτσι ἀξήγητα
Κλώθω ἕναν ὕπουλο καημό
Κι ὅμως
δὲν πάει καιρὸς ποὺ ἐγὼ ἐξατμίστηκα
Ποὺ καλοκαίριασα καλά δὲν πάει καιρὸς
Ποὺ τράβηξα ἀπὸ πάνω μου τὴν ἀνεξάντλητη ἐφηβεία
Σὰν τὸν χιτώνα τοῦ κενταύρου
Χτὲς μόλις μπῆκα στὸ σινάφι
Καὶ μέτρησαν τὰ ὀστάρια μου κάτω ἀπὸ τὸ πετσί.
Γ´
Αὐτόχθων τῆς Ποιήσεως
Σὲ ποιόν νὰ πῶ τὸν πόνο μου;
Αὐτὸς ὁ Αὔγουστος τόσο ἐποπτικός.
Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου