Ἀγνάντευε ἀπ᾿ τὸ κάσσαρο τὴ θάλασσα ὁ «Πυθέας»
κι ὅλο δεξιὰ κι ἀριστερὰ σκουντούφλαγε βαριά.
Κι ἀπάνω στὸ ἄρμπουρο, ὁ μουγγός, ὁ γιὸς τῆς Δωροθέας,
εἶχε κιαλάρει δύο γυμνὲς γυναῖκες στὴ στεριά.
Τότε στὴν Πίντα κλέψαμε τοῦ Ἀζτέκου τὴν κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα τὸ κορμὶ καὶ μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια καὶ σκορπιοὶ τσιφάρι, στὰ πανιόλα.
Στὸ Πάλος κουβαλήσαμε τὸ ἀγιάτρευτο σπυρί.
Καὶ προσκυνώντας τοῦ μεγάλου Χάνου τ᾿ ἀποκεῖνα
καβάλα στὶς μικρόσωμες Κινέζες στὶς πιρόγες,
-μετάξι ἀνάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρῶγες-
φέραμε κεῖνον τὸν κλεμμένο μπούσουλα ἀπ᾿ τὴν Κίνα.
Δεμένα τὰ ποδάρια μας στοῦ Πάπα τὶς γαλέρες
κουρσεύαμε τοῦ ὠκεανοῦ τὰ πόρτα ἢ τὰ μεσόγεια.
Σπέρναμε ὅπου περνούσαμε πανούκλα καὶ χολέρα
μπερδεύοντας μὲ τὸ τρελό μας σπέρμα ὅλα τὰ σόγια.
Ὅπου γυναίκα, σὲ ναούς, καλύβα ἢ σὲ παλάτι,
σὲ κάσες μὲ μπαχαρικὰ ἢ πίσω ἀπὸ βαρέλια,
μᾶς καθαρίζαν τὶς παλιὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ ἁλάτι,
πότε ντυμένες στὰ χρυσὰ καὶ πότε στὰ κουρέλια.
Ἀπίκου πάντα οἱ ἄγκυρες καὶ οἱ κάβοι πάντα ντούκια.
Ὀρθοὶ πάντα κι ἀλύγιστοι στὴν ἀνεμορριπή,
μασώντας, σὰν τὰ ζωντανά, μπανάνες καὶ φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: ἁμάρτημα ἡ ντροπή.
Στὰ ὄρτσα νὰ προλάβουμε. Τραβέρσο καὶ προχώρα.
Νὰ πᾶμε νὰ προλάβουμε τὴν τελευταία ριξιὰ
σὲ κείνη τὴν ἀπίθανη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο χώρα
ποὺ τὰ κορίτσια τό ῾χουνε στὰ δίπλα ἢ καὶ λοξά.
19.01.1975
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου