Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

Canto General, Pablo Neruda, Mikis Theodorakis

La United Fruit Co.

Cuando sonó la trompeta, estuvo todo preparado en la tierra, y Jehová repartió el mundo a Coca-Cola Inc., Anaconda, Ford Motors y otras entidades: la Compañía Frutera Inc. se reservó lo mas jugoso, la costa central de mi tierra, la dulce cintura de América. Bautizó de nuevo sus tierras como «Repúblicas Bananas», y sobre los muertos dormidos, sobre los héroes inquietos que conquistaron la grandeza, la libertad y las banderas, estableció la ópera bufa: enajenó los albedríos, regaló coronas de César, desenvainó la envidia, atrajo la dictatura de las moscas, moscas Trujillos, moscas Tachos, moscas Carías, moscas Martínez, moscas Ubico, moscas húmedas de sangre humilde y mermelada, moscas borrachas que zumban cubre las tumbas populares, moscas de circo, sabias moscas entendidas en tiranía.
Entre las moscas sanguinarias la Frutera desembarca, arrasando el café y las frutas, en sus barcos que deslizaron como bandejas el tesoro de nuestras tierras sumergidas.
Mientras tanto, por los abismos azucarados de los puertos, caían indios sepultados en el vapor de la mañana: un cuerpo rueda, una cosa sin nombre, un número caído, un racimo de fruta muerta derramada en el pudridero.

Η United Fruit Co.

Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, όλα είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη, κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο σε Coca Cola Inc., Ανακόντα, Ford Motors και σε άλλες μονάδες: Η Εταιρεία Φρούτων Inc. κράτησε γι῾ αυτήν το πιο ζουμερό: το κεντρικό παράλιο της γης μου, τη γλυκιά μέση της Αμερικής. Της ξαναβάφτισε τα χώματά της, «Δημοκρατίες της Μπανάνας», και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς πάνω στους ταραγμένους ήρωες που καταχτήσανε το μεγαλείο, τη λεφτεριά και τις σημαίες, ίδρυσε την «Όπερα Μπούφα» της: αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις, πρόσφερε καισαρικά στέμματα, εξαπέλυσε τον φθόνο, κουβάλησε τη διχτατορία «της Μύγας», μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος, μύγα Καρίας, μύγα Μαρτίνες, μύγα Ουβίκο, μύγες ποτισμένες με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα, μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία, μύγες τσίρκου, σοφές μύγες ειδικευμένες στην τυραννία.
Μέσα στις αιμόχαρες μύγες ξεμπαρκάρει η «Φρούτων», ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα τα καράβια της που ξεγλιστράνε σαν νταβάδες με θησαυρούς απ’ τα στραγγαλισμένα μας χώματα.
Και την ίδια ώρα, απ’ τις ζαχαρωτές αβύσσους των λιμανιών, οι ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν μέσα στην πάχνη του πρωινού: κυλάει ένα κορμί, ένα πράμα χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο, ένα κλαδί νεκρή οπώρα λιωμένη στα σαπιστήρια.

Vegetaciones

A las tierras sin nombres y sin números bajaba el viento desde otros dominios, traía la lluvia hilos celestes, y el dios de los altares impregnados devolvía las flores y las vidas.
En la fertilidad crecía el tiempo.
El jacarandá elevaba espuma hecha de resplandores transmarinos, la araucaria de lanzas erizadas era la magnitud contra la nieve, el primordial árbol caoba desde su copa destilaba sangre, y al Sur de los alerces, el árbol trueno, el árbol rojo, el árbol de la espina, el árbol madre, el ceibo bermellón, el árbol caucho, eran volumen terrenal, sonido, eran territoriales existencias. Un nuevo aroma propagado llenaba, por sos intersticios de la tierra, las respiraciones convertidas en humo y fragancia: el tabaco silvestre alzaba su rosal de aire imaginario…

AQUÍ viene el árbol, el árbol
de la tormenta, el árbol del pueblo.
De la tierra suben sus héroes
como las hojas por la savia,
y el viento estrella los follajes
de muchedumbre rumorosa,
hasta que cae la semilla
del pan otra vez a la tierra.
Aquí viene el árbol, el árbol
nutrido por muertos desnudos,
muertos azotados y heridos,
muertos de rostros imposibles,
empalados sobre una lanza,
desmenuzados en la hoguera,
decapitados por el hacha,
descuartizados a caballo,
crucificados en la iglesia.
Aquí viene el árbol, el árbol
cuyas raíces están vivas,
sacó salitre del martirio,
sus raíces comieron sangre
y extrajo lágrimas del suelo:
las elevó por sus ramajes,
las repartió en su arquitectura.
Fueron flores invisibles,
a veces, flores enterradas,
otras veces iluminaron
sus pétalos, como planetas.
Y el hombre recogió en las ramas
las caracolas endurecidas,
las entregó de mano en mano
como magnolias o granadas
y de pronto, abrieron la tierra,
crecieron hasta las estrellas.
Éste es el árbol de los libres.
El árbol tierra, el árbol nube,
el árbol pan, el árbol flecha,
el árbol puño, el árbol fuego.
Lo ahoga el agua tormentosa
de nuestra época nocturna,
pero su mástil balancea
el ruedo de su poderío.
Otras veces, de nuevo caen
las ramas rotas por la cólera
y una ceniza amenazante
cubre su antigua majestad:
así pasó desde otros tiempos,
así salió de la agonía
hasta que una mano secreta,
unos brazos innumerables,
el pueblo, guardó los fragmentos,
escondió troncos invariables,
y sus labios eran las hojas
del inmenso árbol repartido,
diseminado en todas partes,
caminando con sus raíces.
Éste es el árbol, el árbol
del pueblo, de todos los pueblos
de la libertad, de la lucha.
Asómate a su cabellera:
toca sus rayos renovados:
hunde la mano en las usinas
donde su fruto palpitante
propaga su luz cada día.
Levanta esta tierra en tus manos,
participa de este esplendor,
toma tu pan y tu manzana,
tu corazón y tu caballo
y monta guardia en la frontera,
en el límite de sus hojas.
Defiende el fin de sus corolas,
comparte las noches hostiles,
vigila el ciclo de la aurora,
respira la altura estrellada,
sosteniendo el árbol, el árbol
que crece en medio de la tierra.

Βλαστησεις

Στα χώματα που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από επικράτειες άλλες. Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών ο υγρός Θεός ξανάδινε τα λουλούδια και τις ζωές.
Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός.
Το χακαραντά έσκαγε αφρό από φωτοβολήματα γαλάζια, η αραουκάρια με τις εχθρικές της λόγχες ήτανε η μεγαλοπρέπεια αντικρύ στο χιόνι, το αρχέγονο δένδρο καόβα διύλιζε στην κορφή το αίμα, κι εκεί στο Νότο των αλέρσε, το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο, το δέντρο-αγκάθι και το δέντρο-μάνα, το πορφυρό σέιβο, το δέντρο κάουτσο, ήτανε χθόνιοι όγκοι, ήτανε ήχος, υπάρξεις ήταν του χώρου τούτου. Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα πλημμύριζε, απ΄ τις ρωγμές της γης, ανάσες που άλλαζαν σε μύρο και καπνό: ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του…

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
της καταιγίδας, το δέντρο του λαού.
Απ’ τη γη ανεβαίνουν οι ήρωες του
όπως τα φύλλο απ’ το χυμό,
κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα
της βουερής ανθρωποθάλασσας
ώσπου πέφτει στη γη ξανά.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς,
νεκρούς μαστιγωμένους
και πληγωμένους,
νεκρούς με απίθανη όψη.
παλουκωμένους σε κοντάρια,
κομματιασμένους στην πυρά,
αποκεφαλισμένους με τσεκούρια,
πετσοκομμένους απ" τα τέσσερα άλογα,
σταυρωμένους μες στην εκκλησιά.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που `ναι οι ρίζες του ζωντανές,
πήρε μαρτυρικό νίτρο,
φάγαν οι ρίζες του αίμα,
ρούφηξε δάκρυα απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε με τα κλαδιά του,
τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του.
Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλού-
δια θαμμένα
κι άλλοτε τα πέταλα τους
φωτίσαν σαν πλανήτες.
Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ’ τους κλώνους
τα δεμένα μπουμπουκάκια,
χέρι χέρι τα παράδωσε
τα ρόδια ή μαγνόλιες,
και κείνα ευθύς τη γη ανοίξαν,
κι έφτασαν ψηλά ως τ `αστέρια.
Αυτό το δέντρο των ελεύτερων.
Το δέντρο γη, το δέντρο ούννεφο,
το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο,
το δέντρο γροθιά, το δέντρο φωτιά.
Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά
του νύχτιου καιρού μας,
μα στο κατάρτι ζυγιάζεται
της εξουσίας του ο τροχός.
Άλλοτε πάλι ξαναπέφτουν
τα κλαδιά σπασμένα απο την οργή
και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του:
έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς,
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό,
ώσπου ένα χέρι μυστικό,
κάποια μπράτσα αναρίθμητα,
ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια,
έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς,
και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα
του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σ’ όλες τις μεριές,
που ταξίδεψε μ" όλες του τις ρίζες.
Αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο
του λαού, όλων των λαών
της λευτεριάς, του αγώνα.
Έλα ως τη χαίτη του,
άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες,
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια
όπου ο παλλόμενος καρπός του
το φως του διαδίδει καθημερινά.
Σήκωσε τη γη τούτη οτα χέρια σου,
μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα,
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου,
την καρδιά σου και το άτι σου
και στήσε φρούριο στο σύνορο,
στη μεθόριο της φυλλωσιάς του.
Υπερασπίσου τα χείλη
κάθε στεφάνης του,
μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες,
άγρυπνα για το τόξο της αυγής,
στηρίζοντας το δέντρο, το δέντρο
που μεστώνει καταμεσής στη γη




Maria Farantouri-Vegetaciones (1974)
Πέτρος Πανδής - La United Fruit Co. (Canto General)

Μαρία Φαραντούρη-Los Libertadores

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου