Κλειδώνομαι στο δωμάτιό μου, για να ανάψω τη φωτιά μου και, καθισμένος ανακούρκουδα κοντά στη θερμάστρα, αναρριπίζω τη φλόγα της, δουλεύοντας με δύναμη το φυσερό· όμως υπάρχει πάντα κάποιος που ακουμπάει το χέρι του στον ώμο μου και λέει: «Προς τι;»
Ανασηκώνομαι μ’ ένα πήδημα, μα είναι πια πολύ αργά· τίποτα δεν έχει μείνει παρά ο ήχος μιας φωνής και η ζωντανή πίεση ενός χεριού. Για ποιο λόγο θα ‘λεγα στον εαυτό μου προς τι; Ποιος είναι αυτός ο δειλός, ποιος είναι αυτός ο φυγάς που δε φανερώνεται;
Σήμερα κλειδώνομαι μαζί με το σκύλο μου και, καθώς γυρίζω την πλάτη μου κι ετοιμάζομαι ν’ ανάψω ένα σπίρτο, να τον που αρχίζει να γαυγίζει. Χυμάει πρώτα στην πόρτα, ύστερα ξαναγυρίζει σιγά-σιγά σ’ εμένα, πηδώντας γύρω από κάποιον που είναι αόρατος. Έρχεται ακόμα πιο κοντά, είναι μπροστά μου, με αφρούς στη μουσούδα του και με τις χειλάρες του ανασηκωτές, να δείχνουν απειλητικά τα δόντια του. Έρχεται αντιμέτωπος με τον εχθρό. Και τότε, ακούω στ’ αυτί μου τη φωνή να ψιθυρίζει: «Δε θα ξανάρθω πια».
Πάει, τέλειωσε. Δε χρειάζεται στο εξής να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου· όμως νιώθω ολομόναχος. Γιατί, λοιπόν, δεν προσέφερα ένα κάθισμα σ’ αυτόν τον παράξενο επισκέπτη, που δε θα ξανάρθει ποτέ;
Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου