Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Δεκαοχτώ ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου στο περιοδικό Διαγώνιος


ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ
Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.
Έκλαψα-χόρτασε η ψυχή μου.
Σ’ έφερα πιο κοντά.
Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.

Χαράζει τώρα στις μηλιές
κείνο σου το χαμόγελο.
--
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ
Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο.
Σού ζήτησα μια πρόχειρη φωτογραφία.
Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.
Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρα.

Αγάπη μου,
αγάπη μου χωρίς ελπίδα.
--
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,
όμως ποτέ τον έρωτα ΄
την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,
όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική
και κόβονται γλυκά τα γόνατα.

Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου.
--
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΘΑΡΘΕΙ
Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα
και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.
Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.
Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.
Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας ΄ ο τελευταίος σεισμός.

Τ’ όνειρο που θαρθεί κι απόψε να φαντάζεται.
Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί
στο  δρόμο της καρδιάς που τρίζει μες στην κούραση.
Ξανθά παιδιά πού πήρε ο ύπνος με τα ρούχα τους
καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.
Και δυό μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.
--
ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΡΔΙΑ
Θέλησε να χορέψει,
στέρεψαν γι’ αυτόν τα τραγούδια.

Τώρα βέβαια ο ήλιος τον παρακαλεί.
Το φεγγάρι ανεβαίνει-κατεβαίνει ΄
μελαγχολεί, πάσχει δήθεν μαζί του.
Όλους τους διώχνει ΄ όλα τα κλωτσά.
Τάφρους θα σκάψει με νερά,
φωτιές θ’ ανάψει γύρω.
Να μη ζυγώνουν τα θηρία ΄ να μην ακούονται.
--
ΜΙΑ ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Πίσω απ’ τ’ ανύπαρχτα τρέχει  τις νύχτες.
Με σάρκα ασύλληπτη, σάρκα φανταστική
τρέφει την αίσθησή του. Και δεν υπάρχει πιά
περίπτωση για να τον βρίσουν, φόβος
για να τον δείξουν, αντίο να μην του πούν,
ή και να τον προδώσουν.

Μές στο κελλί ζωγράφισε μια Σταύρωση.
Κι ό,τι δε μπόρεσε να κάνει πράξη.
το πέτυχε πιστεύοντας. Ζωγράφισε κυνήγι ΄
λιοντάρι πίσω απ’ το λιοντάρι σέρνεται.
Γυναίκα στρογγυλή που όλα αυτά τα βλέπει
-ακόμα πιο απελπισμένη σταύρωση.
Ζωγράφισε έναν άγιο με κάτι σαν πηρούνι
-τα μάτια των ανθρώπων πλέον έδυσαν.

Ώ, πόσο σας μισεί, πόσο σας μίσησε, αναίσθητοι.
--
ΣΕ ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΑΚΡΥΝΗ
Σε επαρχία μακρυνή δημόσιος υπάλληλος.
Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του η κραυγή
«Ζήτω η Ελευθερία» ΄ γιατί κι αυτή καλή
όμως γλυκό και το ψωμί-πράγματα
τόσο για την ώρα ασυμβίβαστα.

Διάφοροι κι απίθανοι επαγρυπνούν τριγύρω του.
Η ευτυχία ονομάζεται εδώ «εφημερίς»
-του κυβερνώντος, εννοείται, κόμματος.
Κάθε καφές κ’ ένα καινούργιο όνειρο
προορισμένο σε μιάν ώρα να στεγνώσει.

Και μόνο τις αργίες όταν κρύβεται
στο ξένο του δωμάτιο κάπως σά να ξεχνιέται ΄
ίσως να ξαναζεί.
--
ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ
Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά.
Θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου ΄
το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.
--
ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά
-να μη με  βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.
--
ΞΕΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ
Έκαψα πρώτα τη μορφή μου.
Γράμματα και φωτογραφίες ύστερα.
Πώς με φωνάζαν πλέον το λησμόνησα ΄
όνομα ή επίθετο δε με στολίζει.
Ασχήμισε φριχτά το πρόσωπό μου ΄
της αμαρτίας τους καθρέφτες έσβησα.

Νύχια δεν έχω, δάχτυλα-χέρια δε νιώθω.
Πάλεψα μ’ αετούς, αγγέλους πέταξα
για τούτο το κελλί ΄ κ’ έκοψα όλα τα σκοινιά.

Όμως κ’ εδώ σκαρφάλωσες,
με τα φτερά της Άνοιξης, με τ’ άνθη ΄
κι όλη τη νύχτα το χαμόγελό σου μου μιλά.
Άς κατεβούμε γρήγορα ΄ ξέρει ο Θεός τι κάνει.
--
ΗΡΘΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΙ
Περπατώ – φεύγουν τα περιστέρια·
τρομάζουν τα πουλιά,
πετούν με τρόπο πλάγιο.

Ήρθε τη νύχτα πάλι ο Τειρεσίας·
με τ’ άλλο μ’ έκραξε το όνομα
που είναι στου κόσμου τα χαρτιά.
Την ιστορία της ζωής μου
ύστερα τραγούδησε
από το τέλος μέχρι την αρχή.
Χτυπούσε το ραβδί του νευρικά,
στο τέλος το έμπηξε στον τοίχο
και με μάτωσε.

Τυφλός, αθάνατος·
και μέσα σπαρταρούσα.
--
ΤΟ ΦΩΣ ΣΒΗΝΕΙ
Στ’ αστέρια πάλι φόβος ΄
στα δέντρα νυχτερίδες-θάνατος.
Φυσάει βαθιά μές στο σκοτάδι.
Μυρίζει προδοσία, εγκατάλειψη.

Δέντρο δεν είμαι, ούτε σπίτι ψηλό,
γάτα με μαύρο τρίχωμα ηλεκτρισμένο.
Κι όμως σα δέντρο υψηλό και σαν αλεξικέραυνο
με λιώνουν οι κεραυνοί.

Δαγκάνω την καρδιά μου-το φως σβήνει.
Διπλώνομαι στις μαχαιριές χωρίς ανάσα.
Αυτοί πού πήγα να φωνάξω,
αυτοί φταίνε.
--
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
Έρχεται και με σείει κάθε νύχτα
ώσπου τα φύλλα πέφτουν,
τ’ άνθη απ’ τα χέρια μου πετούν.
Ουράνια μυστικά αναζητάει.

Με είδε τώρα από την άλλη όψη
κ’ έγινε μαύρος, έγινε καπνός.

Τους τρέμω τους νεκρούς, τα βλέπουν όλα ΄
πετούν παντού, παρίστανται και φρίττουν.
Αυτούς δεν τους γελάς, δεν το γλυτώνεις.
--
ΩΣ ΤΟ ΛΑΙΜΟ
Δανείστηκα τη φωνή ΄ μιμήθηκα το βάδισμα.
Μπήκα ως το λαιμό μέσα στην επιτήδευση.
Ποτέ σα νέος δεν τραγούδησα στους δρόμους.
Πήρα τους δρόμους νύχτα μόνο για την καρδιά,
για την καρδιά την τέλεια της νύχτας.

Τώρα γυρίζω για να βρώ τον εαυτό μου.
--
ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΦΩΝΗ
Θέλω να σκάψω και δεν έχω γη.
Να φυτέψω-χώμα δεν υπάρχει ΄
ούτε φυτά, ούτε κάν ένα φτυάρι.
Θέλω να φωνάξω, δε βρίσκω φωνή.
Η ομορφιά δε μ’ αγγίζει
και τόσο θέλω ν’ αγαπήσω.
--
ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΙΜΑ
Βοηθώ μονάχος τη φωτιά για να με κάψει.
Κλονίζω την υγεία μου, προκαλώ το θάνατο.

Τι να την κάνω πιά τη σιγουριά;

Κι απόψε οι ώρες μου θα γίνουν βήματα.
Και το πρωί άς έχει κι άς μην έχει ήλιο,
άς μην έχει ζωή-σταγόνα αίμα.
--
ΠΑΝΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ
Σα να έχω χάσει την πατρίδα μου
-παντού ξεριζωμένος.
Σα να μην έχω πιά μητέρα,
έτοιμος πάντοτε να κλάψω,
να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρκτες,
να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

Και μέσα μου να λυώνω από αγάπη,
να είμαι βέβαιος-αλίμονο-για την ψευτιά.
--
ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΧΕΡΙΑ
Με τις παλάμες μου τις ένοχες στο πρόσωπο,
ούτε μπορώ να κρύβομαι, ούτε και να βαδίζω.
Αυτά τα άσπρα χέρια εξίσου είναι γνωστά.

Κ’ έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία.
Τι νάγιναν οι τόσες προσευχές;
Πού είναι ο άγγελός μου;
Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτή τη νύχτα;
……………………………………………..
Πηγή: https://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/11/blog-post_16.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου