Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,μηδέ η ριπή μ’ εχτύπησε του ωκεανίου ανέμου.Σκλάβο πουλί, τ’ ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτεράκαι δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου. Μα πάντα, ω φύση, αλίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινήλάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή,το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!
Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς, με το χρυσό χαμόγελο του μαραμένου βρύου,μ’ ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής,που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου. Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,ω φύση, θά ’ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου. Θα ’ναι το χώμα σου ελαφρό, και θα ’ναι πάντα ονειρευτήη ώρα με τ’ αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου! ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ (1927) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου