Σάλπαρε απ’ την Σουραμπάγια μ’ έβενους και κεχριμπάρια
πεντακάταρτη άσπρη σκούνα γι’ άλλο πόρτο αλαργινό·
κι είχε τσούρμο διαλεγμένο πάλλευκο άνθος βορεινό,
έφηβους θαρρείς φκειαγμένους στ’ Απολλώνια πάνω αχνάρια.
Και σ’ αυτούς, ωχ, χάρμα ο Γιάνσεν! Σπέρμα αγέρινης αγκάλης
ελουλούδιζε όμοια σάμπως κάμπος νά’ταν εαρινός·
μες τα μάτια του όλος θάμπος λάμπιζε ο Αυγερινός
κι’ ηρεμούσε στην θωρηά τους ως κι’ ο κόρφος της Μπεγκάλης.
Τόσο, που κι’ ο κάπταιν Γιάλμαρ μ’ όλη την μισανθρωπία,
έτρεφε γι’ αυτόν μεγάλη μια παράξενη στοργή·
κι’ όπως λένε στο Όσλο τού ήταν ότι κι’ ο άξονας στην γη
και των σκότιων λογισμών του μία ηλιοφώτεινη θωπεία.
Με τον κόσμον της γιομάτο πόθους, έξαλλους κι’ ελπίδες,
πέρναγε απ’ ωκεανούς και κόρφους με χαρούμενην ιαχή·
και σκαρί σφιχτοδεμένο με ακατάβλητη ψυχή,
κυριαρχούσε ως και στου Χόρνου τις μαγγιόρες καταιγίδες.
Κι’ έτσι οι ημέρες της κυλούσαν ζήσης όμοιας με των θρύλων,
λάσκα γάμπια, παπαφίγγο, βράδυ, νύχτα και πρωινό·
και χαρούμενη ως τα μπούνια διάβηκε Ισημερινό,
παραλλάζοντας σαν γλάρος τις γραμμές των παραλλήλων.
Μα όπως ξέγνοιαστη αρμενούσε μες την τροπική ατμοσφαίρα
μόλλησε στα ξάφνου η φύση ξώφρενο κατακλυσμό·
κι’ αφού πάλαιψε – λες – τίγρις κόντρα σ’ άγριο εξοργισμό
πήγε σύψυχη στον πάτο δίπλα στου Σαίν Πωλ την ξέρα.
Απ’ τα μέρη της ξακλήρειας τα νερά τ’ αφορεσμένα,
διάβηκε ένα μπάρκο μπέστια μ’ άπνοια κάποιο δειλινό·
κι έγραψε στο ημερολόγιο: «Πλάτος πέμπτο βορεινό,
επιπλέουνε δυο κουφάρια, σαν σε πόθο αγκαλιασμένα»...
Αλέξανδρος Μοντεσάντος (1898 - 1965)
(από την «Ουράκας»)
πεντακάταρτη άσπρη σκούνα γι’ άλλο πόρτο αλαργινό·
κι είχε τσούρμο διαλεγμένο πάλλευκο άνθος βορεινό,
έφηβους θαρρείς φκειαγμένους στ’ Απολλώνια πάνω αχνάρια.
Και σ’ αυτούς, ωχ, χάρμα ο Γιάνσεν! Σπέρμα αγέρινης αγκάλης
ελουλούδιζε όμοια σάμπως κάμπος νά’ταν εαρινός·
μες τα μάτια του όλος θάμπος λάμπιζε ο Αυγερινός
κι’ ηρεμούσε στην θωρηά τους ως κι’ ο κόρφος της Μπεγκάλης.
Τόσο, που κι’ ο κάπταιν Γιάλμαρ μ’ όλη την μισανθρωπία,
έτρεφε γι’ αυτόν μεγάλη μια παράξενη στοργή·
κι’ όπως λένε στο Όσλο τού ήταν ότι κι’ ο άξονας στην γη
και των σκότιων λογισμών του μία ηλιοφώτεινη θωπεία.
Με τον κόσμον της γιομάτο πόθους, έξαλλους κι’ ελπίδες,
πέρναγε απ’ ωκεανούς και κόρφους με χαρούμενην ιαχή·
και σκαρί σφιχτοδεμένο με ακατάβλητη ψυχή,
κυριαρχούσε ως και στου Χόρνου τις μαγγιόρες καταιγίδες.
Κι’ έτσι οι ημέρες της κυλούσαν ζήσης όμοιας με των θρύλων,
λάσκα γάμπια, παπαφίγγο, βράδυ, νύχτα και πρωινό·
και χαρούμενη ως τα μπούνια διάβηκε Ισημερινό,
παραλλάζοντας σαν γλάρος τις γραμμές των παραλλήλων.
Μα όπως ξέγνοιαστη αρμενούσε μες την τροπική ατμοσφαίρα
μόλλησε στα ξάφνου η φύση ξώφρενο κατακλυσμό·
κι’ αφού πάλαιψε – λες – τίγρις κόντρα σ’ άγριο εξοργισμό
πήγε σύψυχη στον πάτο δίπλα στου Σαίν Πωλ την ξέρα.
Απ’ τα μέρη της ξακλήρειας τα νερά τ’ αφορεσμένα,
διάβηκε ένα μπάρκο μπέστια μ’ άπνοια κάποιο δειλινό·
κι έγραψε στο ημερολόγιο: «Πλάτος πέμπτο βορεινό,
επιπλέουνε δυο κουφάρια, σαν σε πόθο αγκαλιασμένα»...
Αλέξανδρος Μοντεσάντος (1898 - 1965)
(από την «Ουράκας»)
Πηγή: https://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/blog-post_27.html?m=1
Το ποίημα του Αλέξανδρου Μοντεσάντου σε μουσική Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου