Με αστραπόβροντα και στρίγγλιο φυσομάνι του Γαρμπή, πασεντζέρικο της Μπώρμας τρισπελώριο άσπρο βαπόρι, σαν καβάτζαρε τον Ρόκα 'πα στις Σκύλες ρίχνει πλώρη, και με φόρτε σκαμπανέβα στην Μπισκάγια πια έχει μπει.
Μα από τα έγκατά του ο κόρφος όπως έχει αφηνιαστεί, με τα βάραθρα που ανοίγει στ' άγρια, ξορκισμένα μέρη, βολοδέρνει όλο το τσούρμο ξεψυχούν οι πασεντζέροι και το πλεούμενο μουντάρει από καρίνα ως κουπαστή. Τριακόσια εξήντα μίλια περαντζάδα κοντινή, μα όσες μέρες στο ουραγκάνι κόντρα νάχε ορθοπλωρίσει και μακάρι σ' έρμη σπιάτζα με ζημιές νάχε ποδίσει, πα στις ξέρες τώρα, ο γίγας, θα 'πρεπε νάχε φανεί. Κι ως κυλούν τα μερονύχτια και το ατρόμητο σκαρί, ρυμουλκά δεν το αγναντέψαν μήτε σε λιμάνι μπήκε, κι όπως ίχνος στον αιθέρα με το σύρμα δεν αφήκε, πάλε ο κόσμος τέτοιο σκάφος του χαμού δεν το θαρρεί. Κι όμως τώρα κάποιο πόρτο πούταν πάντα γελαστό, πασεντζέρους και πραμάτειες άλλο πλιό δεν περιμένει, μα πνιγμένο μες τον πόνο κι όπως μόλις κι' ανασαίνει, τις παντιέρες του μεσίστιες κατεβάζει στον ιστό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου