Ο δάσκαλος που γέρασε στην τάξη,
είν’ όλο νεύρα κι όλο φασαρία.
Όλα τού φταιν: Το τζάμι το σπασμένο
κ’ εκείνη η αμελέτητη η Μαρία.
Φτερνίζεται και βήχει το χειμώνα,
το καλοκαίρι πάλι όλο καψώνει.
Σαν έρθει στολισμένη στο σχολείο
αρπάζει απ’ τα μαλλιά την Αντιγόνη.
Σκύβει, τα ματογυάλια του γλιστράνε,;
σιγά-σιγά τού πέφτουν απ’ τη μύτη.
Τότες ακόμα πιο πολύ νευριάζει,
τα βάζει με την άταχτη Αφροδίτη.
Το βράδυ μες στην άθλια κάμαρά του
μαζεύεται νωρίς-νωρίς κι αρχίζει
εξήντα δυο τετράδια να διορθιώνει.
Το κάθε λάθος πόσο τόν φουρκίζει!
Δουλεύει στο τραπέζι του σκυμμένος
αργά τη νύχτα, κάποτε ως τη μια.
Χαρά μέσα στην άχαρη ζωή του
ως τώρα δεν εγνώρισε καμμία.
Στον ύπνο του κ’ εκεί δεν ησυχάζει.
Έρχονται και τόν ζώνουν σαν δαιμόνοι
και χαχανίζουν γύρω στό κρεβάτι
Μαρία και Αφροδίτη και Αντιγόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου