Υπάρχει ένα κατάμαυρο πουλί, μ’ ένα μοναδικό χρυσό φτερό στην ουρά του.
Όταν προβάλλει η αυγή, κίτρινη, μετανιωμένη, στα περιβόλια πίσω απ’ τις μουσμουλιές, ή όταν αρχίζει το σούρουπο ν’ απλώνει τις γαλαζοκόκκινες σκιές του στις άπατες λαγκαδιές, τότε το πουλί, που φωλιάζει στις πέτρες των έρημων λιβαδιών, βγαίνει απ’ την τρύπα του ξεχύνεται στο δάσος. Είναι το φόβητρο των μυημένων κυνηγών. Στη μουσική των φτερών του υποχωρούν τα βήματά τους.
Δε φεύγει ποτέ μπροστά στον κίνδυνο, δεν αφήνει ποτέ τη θέση του, δεν κρύβεται ποτέ απ’ τα μάτια των εχτρών του ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ’ ένα πράσινο φύλλο, όπως κάνουν όλα τ’ άλλα πουλιά.
Μετριούνται στα δάχτυλα οι κυνηγοί που μπορούνε να παινευτούν ότι το είδαν δυο-τρεις φορές ολάκερη τη ζωή τους. Αλλά ούτε ένας ταριχευτής σπάνιων πουλιών δεν καυχήθηκε ως τα σήμερα πως πλούτισε μ’ αυτό τη συλλογή του.
Αλλοίμονο σ’ εκείνον που χωρίς να ξέρει συναπαντιέται οπλισμένος μαζί του. Τον προσκαλεί να πλησιάσει με τη σοβαρή χάρη του χρωματισμού του, με την ανείπωτη γλύκα της φωνής του, με τις ρυθμικές κινήσεις του χρυσού φτερού του. Ο κυνηγός ανυποψίαστος φτάνει κοντά, σημαδεύοντας πάντα με υψωμένη την καραμπίνα κατά πάνω του και το δάχτυλο σταθερό στη σκανδάλη.
Τη στιγμή που είναι έτοιμος πια να τραβήξει, βλέπει με φρίκη στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου, το ίδιο κατάμαυρο πουλί να τον κοιτάζει, αυτή τη φορά μ’ ένα αλλιώτικο βλέμμα.
Πού τα ξέρει αυτά τα μάτια; Πού τα ’χει ξαναδεί αυτά τα μαλλιά; Πού τα θυμάται αυτά τα πολύ γνώριμα χαρακτηριστικά που είναι αντικρύ του;
Όχι δεν κάνει λάθος.
Στο μαύρο κορμί του πουλιού, στη θέση του κεφαλιού του, βρίσκεται τώρα κολλημένο το μικροσκοπικό ομοίωμα της δικιάς του κεφαλής. Είναι το δικό του πρόσωπο που, σαν μέσα από αναποδογυρισμένο κιάλι που μικραίνει τα πράματα, σημαδεύει στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου.
Ποιος θα τολμήσει να ρίξει το βόλι πάνω στο είδωλό του την ώρα που πάει να χτυπήσει ένα πουλί;
Επαμεινώνδας X. Γονατάς, Η κρύπτη, Αθήνα, Στιγμή 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου