Εμείς οι μεγάλοι λέγαμε πολλά
Κ' εκείνος χαμογελούσε
Γέρνοντας το κεφάλι του πότε στο πλάι
Και πότε σκύβοντας στο πιάτο του
Δεν μας εκοίταζε
Ούτε μας άκουγε
Γιατί δεν ήξευρε να μας ακούει
Χαμογελούσε μόνο
Μ' εκείνη την εξαίσια ομορφιά
Που δεν κοπίασε για να την απιοκτήσει
Η μητέρα του εξηγούσε:
-Ο Ντομινίκ δουλεύει με τον πατέρα του
Για τα πετρέλαια -
Η τηλεόραση γεμίζει από την μαύρη έξαρση
Του Τελόνιους Μονκ
Κι ο Ντομινίκ κοιτάζει εντατικά
Κι αφήνει αδιόρατα το σώμα του
Να κινηθεί
Με τον ρυθμό του Κυρίου Μονκ
Ενώ μια γλώσσα πύρινη ξεχύθηκε απ' το τζάκι
Κ' ενώθηκε με το σώμα του
Και με τα χέρια του Τελόνιους Μονκ
Η μητέρα του εξηγούσε:
-Ο Ντομινίκ δεν ενδιαφέρεται για τα πετρέλαια
Εμείς οι μεγάλοι λέγαμε πολλά
Κι αυτός χαμογελούσε
Η ευγένεια ήταν καλά τοποθετημένη στο αδιάφορο
για όλους μας πρόσωπό του
Και μας χαιρέτησε
-Ντομινίκ μη φεύγεις είναι επικίνδυνο
Ο δρόμος είναι παγωμένος κ' έχει νυχτώσει
Όμως εκείνος συμβουλεύτηκε το ρολόγι του
Και χωρίς να χάνει καιρό
Έβαλε τη μηχανή μπροστά
Και με τ' αυτοκίνητό του
Χάθηκε και το χαμόγελό του
Είπα μέσα μου: Μακάρι να σκοτωθεί
Έτσι θα τον διατηρήσουμε όσο γίνεται
Στη μνήμη μας
Όμως έζησε
Και τον ξεχάσαμε
Μυθολογία, Κεραμεικός, 1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου