Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Αργύρης Χιόνης - Ποιήματα

Α
Μπρος στον καθρέφτη, εγώ. Και μέσα στον καθρέφτη, ποιος είναι αυτός που μου γυρνάει την πλάτη μέσα στον καθρέφτη, που αρνείται να είναι είδωλό μου; Ποιος είναι αυτός που τον φωνάζω και δεν στρέφεται, που όσο πιο πολύ τον πλησιάζω τόσο αυτός απομακρύνεται στο βάθος του γυαλιού, προς μια προοπτική απεριόριστη, άσχετη με τις περιορισμένες διαστάσεις του δωματίου μου; Ή μήπως και δεν είναι το δωμάτιό μου αυτό, αλλά το άυλο σκηνικό ενός ονείρου όπου μέσα του κινούμαι, πρόσωπο ανύπαρκτο, σύμβολο αξεδιάλυτο αυτού του ονείρου που κάποιος άλλος βλέπει και θα σβήσω μόλις αυτός ξυπνήσει;

Β
Μες στα ποιήματά του έδυε συχνά ένας ήλιος, σε κάποια γωνιά τους έπεφτε, ακόμα και το καλοκαίρι, ένα πικρό πυκνό χιόνι, σε κάποια άλλη έβρεχε αδιάκοπα. Άνθρωποι περνούσαν άκρη-άκρη, σχεδόν απαρατήρητοι, σκυφτοί και εύθραυστοι σαν κελύφη, κούφιοι απ’ το σαράκι του ανέκφραστου. Παντού βασίλευε σιωπή κι οι λέξεις βρίσκονταν εκεί μονάχα για να την υπογραμμίζουν.
Πολλές φορές προσπάθησε να φωτίσει τα τοπία του, να τα στεγνώσει, να σηκώσει το κεφάλι των ανθρώπων του προς τον ουρανό, να φουσκώσει τους θώρακές τους με κάποιο τραγούδι. Μάταια. Πάντα σε κάποια γωνιά επέμενε το χιόνι, σε κάποια άλλη η βροχή, και η σιωπή ήταν το ίδιο πάντα μαλακό και γκρίζο χώμα όπου βαδίζανε αθόρυβα οι λέξεις του.

Γ
Η Σιωπή ποτέ δεν τελειώνει, ο ήχος ατέλειωτα. Η Σιωπή είναι δρόμος, ο μόνος δρόμος. Ο ήχος, διαβάτης που περνάει από κει, ηχούν για λίγο τα βήματά του κι εξαφανίζεται. Ο δρόμος μένει!.. Η Σιωπή είναι αιωνιότητα. Είναι η σκηνή όπου η εφήμερη φλυαρία υποδύεται τον αθάνατο λόγο, μέχρι να σβήσει και το τελευταίο της σύμφωνο. Η σκηνή μένει!.. Όποιος βαθιά έχει κατανοήσει την ιδιότητα ετούτη της σιωπής μπουκώνει το στόμα με χώμα, βουλώνει με πηλό τ' αυτιά, κόβει τους χτύπους της καρδιάς, αδιαμαρτύρητα εγκαταλείπεται στην αθόρυβη λαιμαργία των ριζών

ΣΤ
Μα τι γυρεύω τόσα χρόνια μέσα στο κέλυφος αυτό, μέσα σε τούτο τα’ άχρηστο κουκούλι; Δεμένος μ’ άντερα, πίσω από πλέγματα οστών, πίσω από τοίχους αλλεπάλληλους σάρκας και λίπους, τι γυρεύω μέσα σ’ αυτή τη φυλακή;
Αφού δεν ήτανε γραμμένο να ’μαι χρυσαλλίς, νύμφη φωτός, ψυχή που σκίζει το μετάξι και πετά, ας ήμουνα τουλάχιστο νερό σ’ ένα σταμνί, σ’ ένα οποιοδήποτε δοχείο, έστω πλαστικό, κι ας ήτανε τουλάχιστο γραμμένο να χυθώ, να εξατμιστώ, να γίνω αέρας.

Θ
Δεν έχουμε άλλη χώρα έξω απ’ την ενδοχώρα πατρίδα άλλη δεν έχουμε. Οπουδήποτε αλλού, μέτοικοι, ξένοι, αντίγραφα ενός διαβατηρίου, μιας ταυτότητας. Μόνον εντός μας εαυτοί. Μόνον εντός μας ο ακέραιος λόγος, η καίρια πράξη. Εκτός μας, αδέξιο τραύλισμα ψυχής, άκαιρες, ακρωτηριασμένες χειρονομίες.
Κι αν είναι υψηλά και περήφανα τα μέτωπά μας, είναι επειδή νικηφόρα υπερασπίσαμε τα ενδότερα εδάφη. Κι αν είναι βαθιά χαραγμένα τα πρόσωπά μας, είναι γιατί ποτέ  δεν στρέψαμε τη ράχη στις μέσα μας θύελλες. Κι αν είμαστε απόκρημνοι κι απλησίαστοι, είναι επειδή συχνά ακροβατήσαμε στο χείλος του μέσα μας γκρεμού.
Κι ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι κάτοικοι οδών, συνοικιών και πόλεων. Ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι νομοταγείς πολίτες της ανυπαρξίας! Ας έρθουν οι ακατοίκητοι άνθρωποι!!!

Ι
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου, ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή του και το τέλος του. Η αρχή του δρόμου, δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ δεν έφτασε ως εκεί. Το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε από αυτήν.
«Παίρνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.
«Χάνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος!
«Γυναίκα του δρόμου, παιδί του δρόμου», λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος!
Παράξενο, αλήθεια… Αναφερόμαστε σ’ αυτόν σαν να ’ταν κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα… Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;

IΑ
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν στο κουστούμι τους, μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού… Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει

ΙΒ
Α το ποίημα
Το ωραίο ποίημα
Το τέλειο Ποίημα
Το αιώνιο ποίημα
Το Ποίημα που οι επίγονοι
Θα αποκρυπτογραφήσουν με λεξικό
Αυτό το υπέροχο ιδεόγραμμα
Της λησμονιάς

ΙΓ
Ποιήματα γραμμένα στα περιθώρια
Ενός χαρτιού
Μέσα στα όρια
Των στίχων
Με συγκρατημένο βηματισμό
Με ελεγχόμενη ανάσα
Μικρά κελιά της ψυχής μου
Μικρά ανήλιαγα κελιά
Που το επιθεωρεί ένας δεσμοφύλακας
Θεός αραιά και που
Αριά και που περνάει
Και κοιτάει απ τον ελάχιστο φεγγίτη τους
Κι είναι αυτό το σπάνιο βλέμμα του
Το μόνο φως που τα φωτίζει

ΙΔ
Τα παράθυρα είναι κάδρα
Κομματιάζουνε τον κόσμο σε τοπία
Κάνουνε πιο υποφερτή την απεραντοσύνη

Μπρος απ’ τα παράθυρά μας
Περνάνε μερικά πουλιά κάμποσα σύννεφα
Λίγο ηλιοφώς λίγη βροχή
Για να δώσουμε και κάποιο χρώμα στη σκηνή
Βάζουμε κάποτε και καναδυό γεράνια στο περβάζι

Τα ποιήματα είναι κάδρα
Κομματιάζουν την ψυχή μας σε ψιχία
Κάνουνε πιο υποφερτό το ανέκφραστο

Μεσ’ απ’ τα ποιήματά μας
Περνάνε μερικές ανάπηρες χειρονομίες
Λίγος ανεκπλήρωτος έρωτας
Κάμποση επιθυμία των ουρανών
Για να μην είναι και σχεδόν βουβά
Προσθέτουμε κάποτε και καναδυό ηχηρές συνηχήσεις

Η ζωή είναι κάδρο
Κομματιάζει σε ηλικίες την αιωνιότητα
Κάνει πιο υποφερτή την απεραντοσύνη του ανέκφραστου

ΙΕ
Έτρεχε το μολύβι πάνω στο χαρτί
Δαιμονισμένα έτρεχε λαχανιασμένα
Ώσπου το χέρι πιάστηκε
Ώσπου η ανάσα πιάστηκε
Ώσπου το ποίημα γέμισε
Γέμισε ασφυκτικά

Αυτό δεν είναι ποίημα σκέφτηκε
Αυτό είναι μικροαστικό σαλόνι
Αυτό είναι γιουσουρούμ

Πήρε τη γόμα κι άρχισε να σβήνει
Τα σύννεφα να σβήνει και τον άνεμο που τα κινούσε
Τα δένδρα και τα φύλλα τους
Τη φλυαρία των πουλιών και τα πουλιά τα ίδια
Έσβησε τα παιδιά το τόπι τους και τις φωνές τους
Έσβησε τις μανάδες τους που τα μαλώναν
Έσβησε τους διαβάτες τους εμπόρους τους ζητιάνους

Σαν βόμβα νετρονίου η γόμα του
Άφησε μόνο ένα κομμάτι ουρανού
Το φως του ήλιου δίχως ήλιο
Λίγα άδεια σπίτια
Ένα δρόμο έρημο
Τον ίσκιο ενός σκύλου άφαντου

ΙΣΤ
Αυτό το στήθος που ασπαίρει
Αυτό το στήθος που μου καίει το χέρι
Δεν θα το βάλω ποτέ σε ποίημα
Ποτέ δεν θα το μεταφέρω σε χαρτί
Ούτε άθλια παρομοίωση θα το κάνω
Αυτό το στήθος που στα χείλη μου το βάνω
Και ρουφώ τη ρόδινη θηλή του
Ακόμα και θηλιά να μου περάσουν στο λαιμό
Ακόμα κι αν με στήσουνε στον τοίχο
Δεν θα το κάνω στίχο

ΙΖ
Ακούς το θρόισμα των φύλλων στα γυμνά κλαδιά του Δεκεμβρίου
Βάζεις το χέρι αντήλιο και μελετάς στο σκοτεινό ταβάνι σου τον ήλιο
Ταρακουνάς ένα ποτήρι με νερό και νιώθεις ναυαγός
Σπόρια ξερά μασάς  κι ευφραίνουν δροσεροί χυμοί τον ουρανίσκο σου
Με τα σκατά σου ξαναπλάθεις κείνο το μήλο το παλιό
Της ράτσας σου εξαγοράζεις το χαμό

Είσαι ποιητής

Ονομάζεις τα πράγματα και υπάρχουν
Ονομάζεις ακόμα και τις λέξεις
Δίνεις ονόματα στα επίθετα επίθετα στα ονόματα
Μεταθέτεις το ρήμα αλλάζεις τις προτάσεις
Προτείνεις κόσμους νέους ολοκαίνουργιους
Παίζεις με τις φωνές και παύει να στηρίζει η γη τον ουρανό
Κι αρχίζει να στηρίζεται η γη στον ουρανό

Είσαι ποιητής

Μέσα στο όνειρό σου βλέπεις το όνειρο των άλλων
Βλέπεις τους άλλους μέσα στο όνειρό τους
Βλέπεις το μάτι σου να βλέπει
Την άγρια τρέλα έχεις ημερώσει σαν σκυλί
Υποταγμένη τώρα το μυαλό σου γλείφει
Η πιστότερη φίλη της φυλής σου
Είσαι ποιητής και δεν φοβάσαι το θάνατο
Στη φαντασμένη ευγλωττία του αποκρίνεσαι
Μ’ ένα περήφανο σίγμα τελικό

ΙΗ
Το σχετικό κορμί σου δεν μπορεί
Τον ακατάσχετο να σταματήσει καταρράχτη
Των ημερών
Στενό το στέρνο σου αδύναμα τα πόδια
Αδύναμα τα πόδια και ασταθή
Κι όσο κι αν προσπαθεί ν’ αντισταθεί
Η ψυχή σου
Πάντα η ροή των ημερών νικά
Έρμαιο κούτσουρο αφήνεσαι στο ρεύμα
Αφήνεσαι στο ρεύμα και κυλάς
Ώσπου να προσαράξεις στον πυθμένα
Του καιρού
Πυθμένα από άμμο και χαλίκια
Άμμο και χαλίκια που ήταν βράχοι
Κάποτε

ΚΑ
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που σου χαϊδεύει τα μαλλιά
Που μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισό σου
Και τρίβεται ερωτικά στο στήθος σου

Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια
Εκεί που δεν το περιμένεις χώνεται στις σάρκες σου
Και σε αδειάζει από τα μέσα
Και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει
Ούτε καν μεδούλι στα οστά σου
Που δεν σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής
Που γίνεται κοχύλι άδειο ηχείο
Κουκούλι του κενού

Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που πλέκει
Τα δάχτυλά του μες στα δάχτυλά σου
Και με υποσχέσεις για ταξίδια και φτερά σε νανουρίζει
Ο θάνατος είναι η μόνη χώρα που γνωρίζει

Στύλωσε στέρεα τα πόδια σου στη γη
Και τίναξέ τον από πάνω σου τον άνεμο

ΚΓ
Το χέρι που αγγίζει και το χέρι που αγγίζεται
Στήνουν μια στιγμιαία γέφυρα πάνω απ’ το χάος
Όποια αίσθηση προλάβει να περάσει πέρασε:
Στιγμιαία μονάχα στιγμιαία
Η διαταραχή της σκοτεινής αρμονίας

ΚΔ
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Σαν τον τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κουστούμι του
Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή
Σαν τον άσπρο τυφλό που μισεί τους μαύρους
Σαν τον τυφλό που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες
Σαν τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις
Που αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται
Που αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται
Που αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του
Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι χούφτες του γάλα
Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το χέρι του
Σαν τον τυφλό που ψηλαφεί ακόμα και τους εφιάλτες του
Σαν τον τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του, θαρρώντας τον φίλο του, και νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην καρδιά
Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν έτρεξε, ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι κρουνοί του ουρανού, ακόμα κι όταν στίφη οχημάτων χιμούσαν καταπάνω του
Σαν τον τυφλό που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του και γεμίζει λουλούδια το σπίτι του και τις νύχτες ανάβει όλες τις λάμπες
Σαν τον τυφλό που επιμένει να τραγουδά το «φάος ἡελίοιο», αυτό το φως που ποτέ του δεν γνώρισε και ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται σαν μονάκριβο κτήμα του
Τέτοιος εγώ

από την ενότητα «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη». 1986  της συλλογής Λεκτικά τοπία και στη συγκεντρωτική έκδοση Η φωνή της σιωπής: Ποιήματα 1966-2000.


Πηγή: http://ai2avatongar.blogspot.com/2015/12/4.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου