Η γυναίκα θυμήθηκε
Η γυναίκα θυμήθηκε
Η νύχτα τη σταμάτησε
Την έβαλε στο αμάξι
Πήγανε στην άκρη της θάλασσας
Η γυναίκα πλησίασε
Τον χρόνο που κατάπινε κύματα
Γονάτισε
Το νερό έγλειφε το εσωτερικό των μηρών της
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα
Βύθισε τις παλάμες της
Έσκυψε
Γυναίκα τετράποδο
Στην άκρη της θάλασσας
Η νύχτα έβαφε τα νύχια της κόκκινα
Καθισμένη στις άκρες των βράχων
Το σώμα του άντρα το έβλεπε
Ξαπλωμένο στο βυθό, ανάσκελα
Συσπάστηκε
Άνοιξε το στόμα
Κι άδειασε στο νερό τα παιδιά της
Ξέσκισε τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια της
Η νύχτα στις άκρες των βράχων
Κόκκινη
Η γυναίκα γέμισε την κοιλιά της πέτρες
Σύρθηκε μες την θάλασσα
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα
Η γυναίκα θυμήθηκε
Είμαι ο ύπνος του δάσους
Το ελάχιστο των ονείρων του
Οι ματωμένοι ίσκιοι
Το θρόισμα των σιωπών
Το παγωμένο έλατο
Με τα τρελαμένα του φωτάκια
Καρφωμένο στον αφαλό
Δεν ήξερα τι να το κάνω το δάσος
Μέχρι που το θέλησα
Καμένο
Φύσα τις πυγολαμπίδες
Να σβήσουμε
Είναι μόνο του το δωμάτιο κι ο χρόνος
Είναι μόνο του το δωμάτιο κι ο χρόνος
Περπατώ προσεκτικά μη και πατήσω μνήμες
Μπήγονται στα πόδια μου
Κοίτα πως μ’ αναπνέει η κοιλιά μου
Αγάπη κοίτα
Πως με καπνίζουν τα χείλη μου
Πως με χειρονομούν τα χέρια
Είναι οι κινήσεις που με κάνουν να υπάρχω
Αυτές και η αγάπη μου για εσένα
Γιατί προκειμένου να υπάρξω
-σα να το όφειλα καιρό στη φαντασία-
Επινόησα κάποιον να σε αγαπά
Με επινόησα
Σκορπισμένα τα μέλη μας στο δωμάτιο
Χέρια κομμένα, μάτια δεμένα
Αστράγαλοι και ώμοι
Πεταμένοι στο πάτωμα
Θέλουν άλλαγμα τα σεντόνια
Θέλει άλλαγμα ο χρόνος
Κι εγώ δε μπορώ…
Από την άλλη
Μου αρέσει να κάθομαι να μας κοιτώ
Μέσα στην τόση εγκατάλειψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου