Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Κύπρος 20 Ιουλίου 1974 (ανθολόγηση-επιμέλεια:Γιώργος Μύαρης)

 ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (Αμμόχωστος 1914- Λευκωσία 2004)

ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974

Τρέμω όσο πλησιάζω στα περί Θερμοπυλών,
τρέμω όσο πλησιάζω στα περί Σαλαμίνος.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,
τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
μʼ αυτή την έγνοια πίσω μας;
Αναγκαστικώς θα αναβάλουμε.

ΠΡΟΣ ΚΑΛΒΟ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ)

Επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη».
επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη».

ΛΙΑΣΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ (Λύση Αμμοχώστου, 1901 – Λάρνακα, 1985)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ

Τουρτζιά, στην Κύπρον πού ʼρτες τζι έκαμες χωρισμόν,
ποττέ σου εν τζι εννά ʼβρεις μʼ εσού λοαρκασμόν.
Το μούτιν εν το κόβκουν με Τούρτζοι, με Ρωμιοί,
θέλουν να πάσιν πίσω, δά ένʼ ποριξιμιοί.
Ο ξένος βάρκα μοιάζει πόνʼ με χωρίς κουπιά
τζαι των πουλλιών που ζούσιν για πάντα στα κλουβκιά.
Αφήστε μας να πάμεν στους τόπους μας, γιατί
σεισμόν εννά ʼσει πάντα ή γη που μας κρατεί.

μούτιν, το= επιθυμία σφοδρή
ποριξιμιός= εγκαταλειμμένος, παραμελημένος< !

Νεκατωμένοι Αέρηες, Λευκωσία 1979

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926 – Λονδίνο 1979)

Ονήσιλος

Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απʼ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ʼχε απομείνει:
ένα καύκαλο
– το δικό του κρανίο –
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απʼ τον Ονήσιλο.

Κατάθεση, Λευκωσία 1975

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ (Κερύνεια, 1911 – Αθήνα 1997)

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ, ΙΙΙ

Μέσʼ από τις ανταποκρίσεις του Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.

Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.

Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;

Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;

Γενέθλια γη, Αθήνα 1988

ΚΡΑΛΗΣ ΜΑΝΟΣ (Λευκωσία, 1914-1989)

ΓΕΥΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

Χ

Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.

Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σʼ ένα χωράφι τριβόλων.

Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.

Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή, μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα κλαδιά των ευκαλύπτων κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σʼ ένα πυκνό σκοτάδι.

Όμως σʼ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στοιβαγμένα σώματα κομμάτια.

– Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γιʼ αυτό το είδος του θανάτου…

ΧΙΙ

Καθόμαστε πλάι πλάι σε καρέκλες καφενείων
Παίζουμε τάβλι, φυλλομετρούμε τις εφημερίδες
Με τις Γεννήσεις και τους Θανάτους
τους βιασμούς και τις λεηλασίες, πράματα καθημερινά.
Κουβεντιάζουμε, φλυαρούμε σε μια παράξενη γλώσσα
Που κανείς δεν ακούει, δεν την καταλαβαίνουμε και ρωτούμε
Αν φάνηκαν καθόλου τα πανιά
Ας ήτανε και τα ιστία του πένθους.

Γεύση θανάτου, Λευκωσία 1974

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΥΛΙΩΤΗΣ (Ορμήδεια 1923 – Λευκωσία 1998)

ΈΤΣΙ ΘΑ ΖΟΥΜΕ (απόσπ)

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σʼ αυτή τη ρημαγμένη γη
Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,
διπλά και τρίδιπλα προδομένοι –από ξένους και δικούς
[…]
Έτσι θα ζούμε του λοιπού σʼ αυτό τον κατασπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τόσο πόνο
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια
να βρούμε τους δικούς μας
να βρούμε ένα σημάδι τους — ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τʼ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά — πού δύναμη να τους κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά
να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.
(Ύστερα πολύ θα ʼρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι
και τα μνημόσυνα).
[…]

Οκτώβρης 1974

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ (Κάτω Πάφος, 1932)

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974

«ες δάκρυα έπεσε το θέητρον» (Ηρόδοτος)

Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (Άχνα Αμμοχώστου, 1940)

ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ ΙΟΥΛΙΟΥ

Ελευθερία με τα πουλιά στα χέρια,
με ράμφη και φτερά, κοιτά τον αέρα,
μετρά τις τρύπες του κορμιού της, έχει
στον ώμο τη λαχτάρα, στις πατούνες
καβούρια πέντε κι ευνοϊκό χαμόγελο.

Αυτή απελπίζεται, χωρίς να τρέμει
τη σφαίρα που τρυπάει μάγουλο, ψυχή,
κι είναι βεβαία, σαν άστρο και φωνή,
πως αν περάσουν πάλι χίλια χρόνια,
ξάφνω στιγμή, κι ανάψει το τσακμάκι,
θα δει τη σπίθα του θαυμάσιου κόσμου.
Ιούλιος 1974
Αχαιών ακτή, Λευκωσία 1977

ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς. κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα-
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα. μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ʼχαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τηνε γύρσα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

Θόλος, Λευκωσία 1983

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ (Ακανθού, 1929 – Αθήνα, 2007)

ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΙΙ
Να μνημονεύονται

Να μνημονεύονται
Ακάμας, Αίπεια, Σόλοι, Λάμπουσα,
Λάπηθος, Κερύνεια, Χύτροι, Αφροδίσιον,
Ουρανία, Αχαιών Ακτή, Σαλαμίς, Αλάσια.

Να μνημονεύονται
Άγιος Αντιφωνητής, Γλυκιώτισσα, Κανακαριά,
Απόστολος Ανδρέας, Απόστολος Βαρνάβας,
Άγιος Επιφάνιος.

Να μνημονεύονται
προς δόξαν και υπερηφάνειαν
των ενδόξων και πεπολιτισμένων γειτόνων μας
και των ευγενών τέκνων της Εσπερίας
καθώς και των γενναίων τέκνων
του Αγάλματος της Ελευθερίας.

Γραφή οδύνης, Αθήνα 1975

ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ (Λάρνακα, 1938)

προσφυγικό α

Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής
τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές
θάλασσες
μόνοι μέσα στην απλωσιά∙ βόηθα καρδία
αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξια-μας
χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια-μας
που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα,
βόηθα να κρατήσουμε το μάτι καθαρό
για τον εχθρό και για το φίλο,
για την επιβουλή της νύχτας

τη χούφτα τρυφερή φωλιά για το μαχαίρι.

Απομυθοποίηση, Λευκωσία 1978

ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ ΕΛΛΗ (Βάσα Λεμεσού, 1940)

Ψαροπωλείον η Κερύνεια

Τέσσερις φέτες αμιάντου κάθετες
κι απάνω ένα κομμάτι τσίγκος.
Μόσχευμα δίχως ρίζες
εδώ στη Λεμεσό.
Η θάλασσα, πηκτή, κόβεται με μαχαίρι
και τρία ψάρια κρεμασμένα στο ραβδί.
Ψαροπωλείον η Κερύνεια.
Αχ.

Ο κύκλος της Καταγγελίας, Αθήνα 1977

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ (Τσέρι Λευκωσίας, 1941 - Λευκωσία 1 Μαΐου 2021)

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΙ 15.7.74

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού πʼ άναβε τʼ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σʼ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.

Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ

Δεν είνʼ η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε.
Το ʼχετε ξανακάνει, χρόνια πριν, σʼ άλλους αιώνες,
όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες.
Και όμως ζήσαμε. Κι αντέξαμε σκλαβιές και κούρσα,
τα φέραμε δεξά με την αναβροχιά και την ακρίδα.
Είμαστε έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τώρα μας ρίξατε στους Τούρκους
το αίμα πότισε πλούσο τη γη
κι αλυσοδέσανε βαριά τον Πενταδάχτυλο.
Είμαστε έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τίποτα απʼ την Αθήνα. Είμαστε έλληνες,
έλληνες του πικρού καιρού
και της Απελπισίας.

Ο δρόμος της ποίησης Β΄, Κύπρος 2001

ΝΤΙΝΑ ΠΑΓΙΑΣΗ – ΚΑΤΣΟΥΡΗ (Αμμόχωστος, 1941)

Μήνυμα στον Πενταδάχτυλο

Γεια σου.
Ο χώρος ένα επί ένα
ο χρόνος ένα επί ένα
εκμηδενίζονται
μεταστοιχειώνονται
σε μια δική τους διάσταση
σʼ ένα δικό τους διάγραμμα.
Βλέπεις
δεν έχουμε πια χέρια.
Η φωνή μας
επαναλαμβάνει τους ήχους της
και τα περιστέρια σχεδιάστηκαν
-όπως μας είπαν-
από μελάνη αόρατη.

Υπομνήματα, Λευκωσία 1978

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ (Λύση Αμμοχώστου1946)

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΣ

Ο τόπος μας είναι μικρός και γύρω η θάλασσα
τα σύνορα του άλλου κόσμου δεν τα βλέπεις.
Οι βροχές κάνουν πως έρχονται και φεύγουν ξαφνικά
και μένουμε στεγνοί και διψασμένοι.
Οι αγέρηδες φυσούνε απ΄ όλες τις διευθύνσεις
μα ποτέ δεν παίρνουμε μια σωστή κατεύθυνση.

Ο τόπος μας είναι μικρός και μας μικραίνει επικίνδυνα.
Ισορροπούμε για λίγο κι ύστερα πέφτουμε και πάλι.
Φοβισμένοι, πιο πολύ κοιτάζουμε πίσω παρά μπροστά
ξεθάβοντας ξεχασμένους αγίους και ήρωες.

Μικραίνει ο τόπος και πληθαίνουν οι ήρωες,
φτωχαίνουν οι ψυχές μας και πληθαίνουν οι άγιοι.
Σε τις μας ωφέλεσαν και τους επικαλούμαστε
αυτούς που έχουνε με όλα πια ξοφλήσει!

Οι ήρωες έγιναν στρατιά και σκοτώνουν τον άνθρωπο μέσα μας,
οι άγιοι έγιναν στρατιά και σκοτώνουν το θεό μέσα μας.

Ελευθερία! Ελευθερία! Από πού να ΄ρθεις να μας λυτρώσεις!

Από το ελάχιστο, Λευκωσία 2001

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ (Λάρνακα, 1948)

15.7.1974

Οι νεκροί βρομούσαν από ʼνα
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι –
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απʼ την πίσω
πόρτα στον Άη-Γιάννη,
δεν τους φορούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς –πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του– άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ώς το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΠΑΤΗ

ΙΙ

Κύλησε ο καιρός σαν τροχός
ποδηλάτου στην άσφαλτο
κι ο Πάτης ερχόταν
στα μεσοδιαστήματα των αστραπών
οι επίδεσμοι κρέμονταν
απʼ το σπασμένο κεφάλι του
βγαλμένα τα μάτια του
κύκλοι και πίσω άλλοι
κύκλοι και στο βάθος αντηχούσε
η σιωπή όπως πέτρα
σʼ άδειο πηγάδι
στον κάμπο της Παναγιάς
της Πετούντας – κι η μάνα του
τσίριζε – γιε μου!
Τα μαλλιά της πέφτανε στο πρόσωπο
πίσω απʼ τα μαλλιά
δυο μάτια υγρά
οι βολβοί τους έτοιμοι να πεταχτούν
απʼ τις κόχες – τι γύρευε
η τρελή μάνα του Διονύσιου
Σολωμού στους δρόμους
της Λευκωσίας,
γιε μου! τσίριζε κι έτρεχε
πίσω από ‘να σύννεφο
η μορφή του Πάτη τότε
που λεχώνα τής τον έφερναν
στο χαμόσπιτο ― η μπόχα διαπερνούσε
την ατμόσφαιρα κι η λάμπα
στο ξύλινο τραπέζι
έριχνε παράξενες σκιές στο ταβάνι
που σε τρόμαζαν…

Επάλληλοι κύκλοι οι κραυγές της
πάνω απʼ τις πέντε κορφές του βουνού
κι η Κύπρος ασύνορη μνήμη φονικού
στην άκρη της Μεσόγειος.

Σχεδόν μηδίζοντες, Λευκωσία 1977

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ (Λεμεσός, 1948)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ

Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.

Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του σπιτιού μας στην
παραλία της Αμμοχώστου να μας φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες καρέκλες, κλεμμένα
τραπεζομάντηλα, κλεμμένες πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ είναι γραμμένο
το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε από το μέρος που
ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimend,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.

Έκθεση βιβλίου στην Κωνσταντινούπολη, Οκτ. 2005
ganimend: λάφυρο πολέμου

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ (Κυθραία, 1949)

Κερύνεια

Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.

Τα τραγούδια της Περσεφόνης, Λευκωσία 1979

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ (Εφταγώνια Λεμεσού, 1952)

Σʼ όνειρο η πατρίδα

Ύστερα χτύπησε το ρολόι βγήκα
απʼ το όνειρο. Δεν ήμουν στον αυλόγυρο
της Χώρας. Σʼ ένα μικρό δωμάτιο
ήμουν σε πόλη που βυθίζεται στον πάτο
της Ευρώπης. Βιτόρια, πρωτεύουσα
των Βάσκων, βγήκα να περπατήσω σκόνταψα
αέρας μολυσμένος, έως εδώ πώς ήλθαν
τα μαντάτα σκέφτηκα. Ήλθανε με το φαξ
μου είπε ο κύριος πρέσβυς σοβαρός
και μες στο βλέμμα του είδα τον πόνο
καθαρό για τη μικρή πατρίδα.

Δεν είναι τίποτα του είπα υστέρα το βράδυ
σʼ ένα μπαρ εσύ κι εγώ και οι φευγάτοι όλοι
με την καρδιά στεγνή στη δίψα της πατρίδας.
Εσύ κι εγώ κι αυτοί που λείπουν χρόνια
να ταξιδεύουν ψάχνοντας κι έχουν
σαν τίμιο ξύλο μέσα τους το σώμα της.

Το μυθικό του ονείρου.

Όσο για το πραγματικό της σώμα; Αυτό
το τρώνε οι όχεντρες τα φίδια του Βορρά.

Οι ξενικοί της πράκτορες κι οι τοπικοί κοπρίτες.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ (Λιμνάτι Λεμεσού, 1954)

Μάτι γυάλινο

Βγήκε
βρεγμένος ο ήλιος σήμερα.
Παράξενος ήλιος αβυσσαλέος-
όλο μυστήριο και κατάμαυρος,
λες και σερνόταν
σε λαμπερό σκοτάδι.

Την προηγούμενη μέρα
τον είδα που άλλαξε πορεία.
Δεν πήγε να κοιμηθεί
στης θεότρελλης μάνας του.
Κατέβηκε
και έδυσε στο ασάλευτο μάτι
του σκοτωμένου κοριτσιού.
Μάτι γυάλινο, κενό.
Ένα κενό βαθύ σαν πηγάδι
με κατάμαυρο νερό.

Το μαύρο φεγγάρι.
Όλη τη νύχτα
ωωροφύλακες άγγελοι
με φανούς θυέλλης στα χέρια τους
αυλακώναν το απροσπέλαστο σκοτάδι
αλλά πουθενά δεν βρήκαν
το μαύρο φεγγάρι του Ιουλίου.

Πού να φανταστούν
πως στην καρδιά μου ήταν κρυμμένο
το ολόγιομο μαύρο φεγγάρι!

Απόδειξη οι νεκροί
που φεγγοβολούν στα σκοτεινά,
κατασκότεινα τραγούδια μου.

Αποκαθήλωση, Λευκωσία 1995


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου