ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ
Ό,τι ονειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια,
ό,τι πεθύμησα με τόση αλλοφροσύνη,
ό,τι σχεδίασα με τόσο πυρετό,
μόλις σε δω, γλυκιά μου εξουθένωση,
στα μάτια και τα χείλη το αναστέλλω,
για μια στιγμή πιο απελπισμένη το αναβάλλω,
γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν,
η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει.
Ὅσο περνοῦν οἱ μέρες καί μακραίνει
ἡ ἡλικία τῆς σεμνότητας, αἰσθάνομαι
τὶς ἀνεπαίσθητες ραγισματιές ἐντός μου
ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα νὰ πληθαίνουν:
δρόμοι ποὺ πήρα μὲ χαμηλωμένα μάτια
φῶτα ποὺ πέσαν πάνω μου ἀνελέητα
λόγια πιὸ πρόστυχα κι ἀπ' τὶς χειρονομίες -
μὰ πιὸ πολύ, ἡ ὄψη τῆς μητέρας μου
ὄταν γυρνῶ ἀργά τὸ βράδυ καὶ τὴ βρίσκω
μ' ἕνα βιβλίο στὸ χέρι νὰ προσμένει
βουβή ξαγρυπνισμένη καὶ χλωμή
ΒΡΟΧΟΣ
Τώρα ποὺ σ' ἔχω διαγράψει ἀπ' τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾶς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ έπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἓλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Κάθε ποὺ πέφτει ἐπικίνδυνα τὸ βράδυ,
ξυπνάει ἡ φωνή σου μέσα μου καὶ μὲ ρημάζει∙
κι ὅταν ἡ νύχτα ὅλες τὶς γλυκιὲς εἱκόνες διώχνει,
προβάλλει ἐντός μου ἡ βρώμικη ὀμορφιά σου
καὶ σβήνει ἀπὸ τὰ μάτια τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τότε δίνομαι στὸ ἔγκλημα τῆς μοναξιᾶς,
ποὺ χρόνια τώρα μέσα μου τὸ ἑτοιμάζω,
καὶ πιὰ δὲν ἔχει οὐράνιο φεγγοβόλημα,
δὲν ἔχει πιὰ παιδικὲς χορωδίες,
μονάχα μιά προσπάθεια γιὰ σπασμούς,
νυχτερινὰ χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπό λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχά ἡ μοναξιά ὁδηγεί
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεύμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
Ξένοι αὐχένες τώρα ἀντὶ γιὰ τὸν δικό σου,
ξένα λαγόνια, ξένα γόνατα, ὅλα ξένα,
τίποτα πιὰ δέ θὰ μοῦ μείνει ἀπ’ τὴ φωνή σου,
ὡς καὶ τὰ μάτια σου θὰ σβήσουν σ’ ἄλλα μάτια.
Καὶ πιά, μέσα στὴν τόση ἀλλοφροσύνη,
ψυχή μου, ποῦ θὰ βρεῖς τὴ δύναμη
γιὰ νὰ μπορεῖς ἀκόμη νὰ ἐλπίζεις
σὲ κάποιαν ἄλλη ἀγκαλιά πιὸ τρυφερή;
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ξένα γόνατα (1954). Από τον τόμο, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου