[Ομιλία του Μένη Κουμανταρέα στο Κέντρο Λογοτεχνίας της Φινλανδίας, 1984]
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, σε μια πλατεία, κοντά στο κέντρο της πόλης, που τότε ήταν αραιοκατοικημένη, με παλιά νεοκλασικά σπίτια, αρκετά δέντρα και λίγα αυτοκίνητα, έτσι που περισσότερο· έμοιαζε με συνοικία. Κάτω ακριβώς από το πατρικό μου σπίτι, υπήρχε η είσοδος του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου. Τα πρώτα χρόνια, έμενε αχρησιμοποίητη κι έρημη. Θυμάμαι ότι μικρός έπαιζα στα σκαλιά της και έφτανα ως το υπόγειο που ήταν φραγμένο με κιγκλιδώματα. Έμενα κοιτάζοντας το υπόγειο χάος κι απορούσα. Προς τι η τρύπα αυτή στα έγκατα της πόλης; Άραγε, ο Ηλεκτρικός θα έφτανε ποτέ ως εμάς; Ξανανεβαίνοντας στην επιφάνεια, έβλεπα ένα ανθρωπομάζωμα όπου άλλοι πουλούσαν λαχεία, κουλούρια, κι άλλοι γυάλιζαν τα παπούτσια των περαστικών. Ίσαμε σήμερα οι άνθρωποι αυτοί δεν άλλαξαν. Άλλαζε όμως το σκηνικό. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν η Γερμανική κατοχή, και ο Δεκέμβρης του 44: μια ανοιχτή σύγκρουση των δεξιών από τη μια, πού είχαν την ευλογία των Άγγλων, και των Αριστερών από την άλλη. Λίγο έλειψε η Αθήνα τότε, να γνωρίσει τη μοίρα που γνωρίζει σήμερα η Βηρυτός. Η ανοικοδόμηση πού ακολούθησε, βοήθησε να επεκταθεί και το σιδηροδρομικό δίκτυο, πρώτα στην πλατεία μου, κι υστερότερα βορεινά, ως την Κηφισιά. Η είσοδος του Ηλεκτρικού έπαψε να ’ναι μια μαύρη τρύπα. Κάτω από την πόλη κυκλοφορεί τώρα ένα πολύβουο ποτάμι επιβατών, ανανεώνοντας κάθε φορά τις αρτηρίες της με καινούριο αίμα, σαν κάποιος άρρωστος που έχει ανάγκη από συνεχείς μεταγγίσεις.
Η πόλη απέκτησε φώτα, αργόσχολους ή πολυάσχολους, πολλά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, μια σειρά από ψηλούς ευκάλυπτους κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού μου ξεριζώθηκαν, και τα μενεξελιά ηλιοβασιλέματα της Αθήνας βάφτηκαν μαύρα από τα καυσαέρια. Σ’ αυτή την πόλη μεγάλωσα, στην αρχή με τους γονείς μου, που μολονότι διάβαζαν βιβλία, με κανέναν τρόπο δεν παραδέχονταν ότι ο γιος τους μπορούσε να γίνει συγγραφέας. Ήταν κάτι υποτιμητικό για τα τότε δεδομένα της αστικής κοινωνίας. Μεγαλώνοντας, σιγά σιγά απέκτησα παρέες μεγαλύτερων από μένα, οι οποίοι έγραφαν, ζωγράφιζαν ή έκαναν μουσική. Μεγάλωσα έτσι διχασμένος ανάμεσα σ’ έναν κόσμο αστών και σ’ έναν άλλον, καλλιτεχνών. Το πρωί δούλευα ασφαλιστικός υπάλληλος, το βράδυ μιλούσα για ποίηση και μουσική. Νομίζω ότι τόσο ο κόσμος της νύχτας όσο και της μέρας με βοήθησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ο κόσμος των εργαζομένων τα πρωϊνά με έκανε ν’ αντιληφθώ ότι δίπλα στην Τέχνη, υπήρχαν και άλλες αξίες καθημερινές που μ’ αυτές ο περισσότερος κόσμος ζούσε· Παράλληλα, ο κόσμος τής νύχτας μου έμαθε νόμους πού ο μέσος πολίτης περιφρονεί. Ζυγιάστηκα ακροβατώντας ανάμεσα στους δύο, όχι χωρίς ζημιές, αλλά όχι και χωρίς κέρδη. Έτσι, έμαθα σιγά σιγά να γράφω για τούς καθημερινούς ανθρώπους, χωρίς όμως να ξεχνώ τις απαιτήσεις της τέχνης.
Μια πρόχειρη εκτίμηση, με κάνει να αισθάνομαι ότι οτιδήποτε έγραψα ως τώρα, σχετίζεται με την ανικανότητα των ανθρώπων να εξαρθούν πάνω από τη μοίρα τους. Τα όνειρά τους βουλιάζουν, όμως οι ίδιοι μαθαίνουν να είναι καρτερικοί και να ελπίζουν. Ταξιδεύουν με τον ‘Ηλεκτρικό, ζουν σε πολυκατοικίες κι όχι σε νεοκλασικά σπίτια, εργάζονται σε γραφεία ή συντηρούν προβληματικές βιοτεχνίες, Όλοι ζουν στο καζάνι της πόλης και μέσα σ’ αυτό βράζουν καθημερινά.
Λίγο πολύ, όλοι οι σύγχρονοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι κινήθηκαν μέσα στα πλαίσια των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας που είναι οι δύο μεγαλύτερες πόλεις στην Ελλάδα. Σε αντιδιαστολή με τους προπολεμικούς συγγράφεις που έζησαν περισσότερο στα χωριά και στην ύπαιθρο κι έγραψαν γι’ αυτά.
Ένας από αυτούς, ο μεγαλύτερος ίσως νεοέλληνας πεζογράφος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Ι85Ι-Ι911) άντλησε τα θέματά του αποκλειστικά από το μικρό νησί του, τη Σκιάθο, που απέχει πέντε ώρες με το καράβι από τον Πειραιά. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη είναι οι καραβοκύρηδες, τα καΐκια τους, οι παπάδες, οι γερόντισσες, τα μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια κι οι ’ναρίθμητες εκκλησιές, αυτά που εκ των υστέρων έγιναν μύθος καταναλώσιμος για τους τουρίστες.
Μετά τον πόλεμο η χώρα, αλλά και η λογοτεχνία αλλάζει σκηνικό. Το μείζον θέμα της μεταπολεμικής πεζογραφίας γίνεται η κατοχή και ο εμφύλιος, και μόνιμο σκηνικό η πόλη. Ο Δημήτρης Χατζής, ένας άλλος σπουδαίος έλληνας συγγραφέας, σημαδεύει ακριβώς το όριο ανάμεσα στο «Τέλος της μικρής μας πόλης», όπως επιγράφεται ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του και στην μετανάστευση πού με τη σειρά της οδηγεί στον επαναπατρισμό και τον συνωστισμό στις μεγάλες πόλεις. Το βιβλίο αυτό είναι μια σειρά από αλληλένδετες ιστορίες πού περιγράφουν τη φθίνουσα πρόοδο των συντεχνιακών επαγγελμάτων και τον μαρασμό μιας επαρχιακής πόλης.
Αντίθετα ο Στρατής Τσίρκας, αιγυπτιώτης στην καταγωγή, ξεκινά από τις κοσμοπολίτικες πολιτείες της Αλεξάνδρειας, του Κάιρου και των Ιεροσολύμων, για να στήσει με την τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες» το διπλό σκηνικό της πολιτικής και της ερωτικής δράσης. Μυθιστόρημα πολυδαίδαλο, χαρμάνι από τεχνικές που ανανεώνουν τον παραδοσιακό τρόπο γραφής, περιγράφει κατ’ εξοχήν τη ζωή των πόλεων που είναι σταυροδρόμια πληθυσμών και ιδεολογιών. Μυθιστορήματα από τα λίγα που διαθέτει η λογοτεχνία μας πού υπήρξε, και σ’ ένα μέτρο παραμένει, λογοτεχνία διηγηματογράφων. Η σύντομη ζωή των 150 χρόνων σαν ελληνικό κράτος, οι επεμβάσεις της βασιλείας και οι αλλεπάλληλες δικτατορίες εμπόδισαν την φυσιολογική ανάπτυξη τής κοινωνίας, Κι ας μην ξεχνάμε ότι μυθιστόρημα είναι πρώτα απ’ όλα ο καθρέφτης μιας κοινωνίας, γι’ αυτό και η μεγάλη επίδοση σ’ αυτό κοινωνιών όπως είναι η γαλλική, η ρωσσική ή η άγγλοσαξωνική.
Και ο Τσίρκας και ο Χατζής υπήρξαν πολιτικά ενταγμένοι στην αριστερά. Ένας άλλος συγγραφέας από τον ίδιο χώρο είναι ο Ανδρέας Φραγκιάς που έγραψε τρία σημαντικά μυθιστορήματα. Στην «Καγκελόπορτα» ο Φραγκιάς περιγράφει με εξαιρετική τέχνη τις επιπτώσεις του εμφυλίου στην Αθήνα, βάζοντας τον ήρωά του, τον Άγγελο, να κρύβεται σε μια αυλή όπου ζουν πολλές οικογένειες. Μέσα σ’ αυτή την αυλή παρελαύνει ένα πλατύ δειγματολόγιο, από τον ιδεολόγο αγωνιστή, ως τον μαυραγορίτη χαφιέ. Έχουμε εδώ το τελευταίο τυπικό δείγμα μιας ζωής κοινοτικής, με την έννοια της αυλής και της γειτονιάς, προτού γκρεμιστούν τα παλιά σπίτια και υψωθούν οι τσιμεντένιες πολυκατοικίες με αντιπαροχή, και η πόλη πάρει τη σημερινή απρόσωπη, οργανωμένη μορφή της. Ένα άλλο μυθιστόρημα, του Φραγκιά, ο «Λιμός» εξελίσσεται στη Μακρόνησο, ένα νησί στο οποίο το δεξιό καθεστώς εξόριζε και βασάνιζε τους αριστερούς αντιφρονούντες. Το ίδιο σκηνικό με άλλα μέσα χρησιμοποιεί και ο Νίκος Κάσδαγλης σε μια συγκινητική νουβέλα του που έχει τον βιβλικό τίτλο , «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται».
Ο Κάσδαγλης είναι πιστωμένος και μ’ ένα άλλο βιβλίο αποκαλυπτικό για το στρατό, τους «Κεκαρμένους». Υπάρχει μια ισχυρή αντιμιλιταριστική παράδοση στη λογοτεχνία μας. Ξεκινά από το βιβλίο του Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω» που κυκλοφόρησε το 1930 με πανελλήνια απήχηση και στο οποίο αναφέρονται οι συνθήκες διαβίωσης στο μέτωπο κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Συνεχίζεται με το «Πλατύ Ποτάμι» του Μπεράτη που υποτίθεται ότι είναι το έπος του Αλβανικού πολέμου όταν οι Ιταλοί μας επετέθησαν το 1940 αλλά που στην ουσία είναι ένα ψυχογράφημα τού ηθικού των στρατιωτών στο μέτωπο με απόγειο την ηθική καταρράκωση στην υποχώρηση που καμιά επίσημη ιστορία δεν αναφέρει. Το πνεύμα αυτό κυριαρχεί ως σήμερα φτάνοντας στο «Αγγέλιασμα» του Βασίλη Βασιλικού, που είναι μια ποιητική όσο και καυστική αλληγορία γύρω στις συνθήκες στράτευσης των νέων γύρω στο 60.
Το 60 ακριβώς, βγαίνει μια νέα φουρνιά πεζογράφων. Ο Βασιλικός έρχεται με τα βιβλία του ν’ αμφισβητήσει άξιες όπως η οικογένεια, η κοινωνία, το κράτος, Ο Βασιλικός είναι γνωστός από έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό βιβλίων και είναι διεθνώς γνωστός από το «Ζ» που είναι η ιστορία της δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963. Σήμερα, ο Βασιλικός είναι διευθυντής στην τηλεόραση.
Ο Κώστας Ταχτσής με το «Τρίτο Στεφάνι» έρχεται να γράψει ένα από τα πιο ιδιότυπα και σημαντικά μυθιστορήματα. Το «Τρίτο Στεφάνι» μοιάζει να συνοψίζει τις συνθήκες ζωής, τον τρόπο ζωής και την ιδιαίτερη γλώσσα που έχει η μικροαστική τάξη μετά τον πόλεμο στην Ελλάδα, με τα άγχη της, τις κωμικές πλευρές της, το τραγικό υπόβαθρό της. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή, καθομιλουμένη, σε αντίθεση με το φιλολογικό ύφος και τα πολλά επίθετα που πολλοί προπολεμικοί συγγράφεις συνήθιζαν να γράφουν. Έχει ακόμα την πυκνότητα γραφής [δυσανάγνωστο].
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσω το πόσο η αμερικάνικη πεζογραφία του αιώνα μας, μας έχει επηρεάσει. Αν οι πατεράδες μας ζούσαν κάτω από το άστρο·του Τολστόη ή του Φλωμπέρ, οι δικές μας γενιές υιοθέτησαν πεζογράφους όπως ο Χέμινγουαίη και ο Στάιμπεκ. Ο Τσίρκας χρησιμοποίησε ελεύθερα τον εσωτερικό μονόλογο από τον Φώκνερ, κι ο Βασιλικός το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ από τον Νόρμαν Μαίηλερ. Εγώ ο ίδιος έχοντας μεταφράσει Μέλβιλ, Φώκνερ και Φιντζέραλντ, κάπου θα πρέπει να έχω επηρεαστεί. Είναι, πάντως χαρακτηριστικό ότι ένα βιβλίο όπως το «Catcher in the tye» του Σάλιντζερ που μιλάει για έναν απροσάρμοστο έφηβο της δεκαετίας του 50 στη Νέα Υόρκη, μεταφράστηκε στην Ελλάδα πριν από τρία περίπου χρόνια και πούλησε μέσα σ’ έναν χρόνο κάπου 15.000 αντίτυπα, αριθμό σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα. Γεγονός που επιτρέπει συγκρίσεις και ομοιότητες ανάμεσα στις συνθήκες ζωής στη Νέα Υόρκη πριν 30 χρόνια και στις συνθήκες ζωής στην Ελλάδα σήμερα. Μια από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους της νεότερης γενιάς, η Μάρω Δούκα, ομολογεί ότι γράφοντας το βιβλίο της η «Αρχαιά Σκουριά», επηρεάστηκε από την αντισυμβατικότητα και τη δροσιά που αποπνέει το βιβλίο του Σάλιντζερ. Εδώ, βέβαια σταματούν οι ομοιότητες. Η Δούκα ανήκει στη γενιά που μεγάλωσε μέσα στη δικτατορία και το έργο της ζει κάτω από τη σκιά των γεγονότων του Πολυτεχνείου.
Η δικτατορία που κράτησε στον τόπο μας εφτάμιση χρόνια, από το 1967 ως το 1974, αν εξαιρέσει κανείς τον Εμφύλιο, ήταν το γεγονός που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, καθόρισε τη ζωή μας κι επομένως τη λογοτεχνία.
Ήταν εφτάμιση χρόνια σκοταδισμού, πίεσης και εθνικής ντροπής που φάνηκαν για μια στιγμή να ενώνουν τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις και τους συγγραφείς μας, και που άφησε ανεξίτηλα ίχνη. Ένας πεζογράφος μας, ο Σπύρος Πλασκοβίτης που έχει γράψει το «Φράγμα» ένα μυθιστόρημα γύρω από την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού έργου που συμβολίζει τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στον ολοκληρωτισμό της τεχνολογίας, φυλακίστηκε. Σήμερα είναι ευρωβουλευτής του κυβερνώντος σοσιαλιστικού κόμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Παύλος Ζάννας, σήμερα διευθυντής του Κέντρου Κινηματογράφου, αποφάσισε να καταπιαστεί με την μετάφραση του κολοσσιαίου έργου του Προυστ όντας φυλακισμένος. Σήμερα συνεχίζει τη μετάφρασή του.
Μίλησα για τις ξένες καταβολές στη λογοτεχνία μας, κι εδώ πρέπει να πω ότι ένας από τους λίγους σύγχρονους συγγράφεις μας που δε φαίνεται επηρεασμένος από τη Δύση, είναι ο Γιώργος Ιωάννου. Επηρεασμένος από τους Συναξαριστές, τα Πατερικά Κείμενα, τον Παπαδιαμάντη, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και τα βιβλία του μιλούν για καταπιεσμένες μειονότητες όπως είναι οι πρόσφυγες, οι εβραίοι κι οι ομοφυλόφιλοι. Η φόρμα πού χρησιμοποιεί είναι το σύντομο πεζογράφημα που συχνά εκφεύγει από το κύριο θέμα του για να βρει τρόπους να θυμηθεί το παρελθόν. Ο Ιωάννου είναι ένας μάστορας της υπεκφυγής και του υπονοούμενου. Σήμερα ζει στην Αθήνα, αλλά τα θέματά του δεν άλλαξαν πολύ. Οπωσδήποτε, και σ’ αυτόν η πόλη κατέχει ένα μεγάλο μέρος της πεζογραφίας του. Είναι από τους λίγους που έχουν ασχοληθεί με την Ομόνοια, που είναι ο ομφαλός της επαρχιακής Ελλάδας στην Αθήνα και το κέντρο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου.
Υπάρχουν ακόμα νεώτατοι πεζογράφοι που σήμερα είναι μόλις είκοσι πέντε χρονών και που τα βιβλία τους αποτελούν ήδη μια κατάκτηση, γεγονός αξιοσημείωτο αν λάβει κανείς υπόψη ότι η πεζογραφία είναι μια τέχνη που συχνά περισσότερο ακόμα κι απ’ το ταλέντο απαιτεί μια κοινωνική πείρα. Οι συγγράφεις αυτοί έχουν για θέμα τους τους συνομήλικούς τους, η δράση των βιβλίων γίνεται αποκλειστικά στην πόλη, κι έχουν μια εντελώς καινούργια αντίληψη του αστείου που τους απομακρύνει από τη σοβαροφάνεια που πολλές φορές χαρακτήριζε παλιότερες γενιές. Αναφέρω ενδεικτικά τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο με τα «Διόδια» όπου οι νεολαίοι του ασχολούνται με τη ροκ και ερασιτεχνικούς σταθμούς, και τον Πέτρο Τατσόπουλο με το «Παυσίπονο».
Αυτός είναι ένας πολύ πρόχειρος απολογισμός με πολλές παραλείψεις της πεζογραφίας μας μετά τον πόλεμο. Μετά από αυτόν τον περίπατο νιώθω την ανάγκη να ξαναγυρίσω στην πλατεία μου και τον ηλεκτρικό και να σας πω δυο λόγια και για τα δικά μου γραφτά.
Το πρώτο μου βιβλίο με διηγήματα, «Τα μηχανάκια» έχει ανάμεσα σ’ άλλους κι έναν ήρωα, τον Αναστάση, που είναι ένας απροσάρμοστος κι ευαίσθητος έφηβος του 60 που για να ξεφύγει την πραγματικότητα του σπιτιού του και τη σύγκρουση με τον πατέρα του, καταφεύγει στους κινηματογράφους και στο καφενείο της γειτονιάς του. Στο καφενείο αυτό θα γνωριστεί μ’ ένα μεγαλύτερο παιδί που επιχειρεί να τον μυήσει σε μια χριστιανική οργάνωση. Αντί για την οργάνωση αυτή, ο Ανάστασης θα προτιμήσει να παίξει στα φλίπερ του καφενείου -αυτά ονομάζω μηχανάκια- τα όποια μόλις έφτασαν από την Αμερική να δαιμονίσουν τον τόπο με τους αριθμούς και τα μυστήριά τους. Ο Αναστάσης δίνει μια πρώτη μάχη μ’ αυτά και κερδίζει μια πρόσκαιρη νίκη που θα του επιτρέψει να βγει βόλτα μ’ ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο, μερικούς φίλους και κάτι μεταχειρισμένες κοπέλες. Ο Αναστάσης στο τέλος κάνει εμετό. Το διήγημα τελειώνει καθώς ο Αναστάσης βλέπει τον ουρανό σαν μια τεράστια οθόνη που πάνω της κυλούν οι τίτλοι μιας ταινίας. Μαζί κυλά, φεύγει κι αυτός. Ακόμα και σήμερα, πολλοί αναγνώστες με ρωτούν: τι απέγινε ο Αναστάσης, πέθανε ή αναλήφθηκε;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα κυκλοφορεί το 1974 κι έχει τον τίτλο «Βιοτεχνία Υαλικών». Καθώς η Ελλάδα βγαίνει μέσα από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, παρακολουθούμε την ιστορία ενός αντρόγυνου που διατηρεί μια μικρή βιοτεχνία φωτιστικών. Η γυναίκα είναι δυναμική, παλιό στέλεχος της αριστερής νεολαίας, και προσπαθεί να εφεύρει νέους τρόπους για να προωθήσει την επιχείρηση και να συναγωνιστεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο άντρας άβουλος και ψυχικά ασθενής της παραστέκεται, αδιάφορος κατά βάση για την επιχείρηση. Σε κάποια φάση, η γυναίκα γνωρίζεται μ’ έναν νεαρό αξιωματικό και για ένα διάστημα φεύγει μαζί του. Στο διάστημα αυτό ο άντρας νοσηλεύεται σε κλινική, την επιχείρηση την παίρνουν στα χέρια τους δύο φίλοι του ζευγαριού, εργένηδες και προσπαθούν σπασμωδικά να την περισώσουν. Το κωμικοτραγικό αυτό ντουέτο άλλο δεν καταφέρνει παρά να φέρει τη βιοτεχνία στο χείλος της καταστροφής. Η γυναίκα γυρίζει και ξαναπαίρνει τα ηνία. Ο άντρας της πεθαίνει. Οι δύο φίλοι φυτοζωούν Εκείνη με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, αντίθετα με την παλιά ιδεολογία της δε διστάζει να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να σώσει τη βιοτεχνία. Το τέλος του βιβλίου τη βρίσκει καθισμένη σε μια πάνινη πολυθρόνα παρέα μ’ ένα σκυλί στο 10ο χιλιόμετρο μιας λεωφόρου έξω από την Αθήνα όπου έχει μεταφέρει το μαγαζί, μόνη με τα φαντάσματά της και τις αναμνήσεις της. Μέσα απ’ αυτή την υπόθεση προσπάθησα να δώσω το δράμα των ανθρώπων που κάποτε πίστεψαν σε μια ιδέα και που αναγκασμένοι από τη ζωή, αργότερα την προδίδουν. Το βιβλίο μου αυτό είχε μια άμεση απήχηση στο κοινό, που μπορεί μεν να το βρήκε ζοφερό, ομολόγησε όμως την πικρή αλήθεια που περιέχει.
Στο επόμενο βιβλίο μου, «Η κυρία Κούλα» (1978) ξαναγυρίζω στα γνωστά λημέρια μου του Ηλεκτρικού. Πρόκειται για τη σύντομη συνάντηση μιας αστής μέσης ηλικίας μ’ έναν τρελούτσικο νεαρό φοιτητή. Γνωρίζονται στις μονότονες διαδρομές του τραίνου, καθώς ο καθένας πηγαίνει στη δουλειά του, κτίζουν με ένταση όσον καιρό κρατήσει το πάθος του ενός για τον άλλον. Πρώτη αυτή, ξαναγυρίζει στον χώρο πού φυσικά της ανήκει, στον άντρα της και στα παιδιά της. Από δω και πέρα, αισθανόμαστε όμως, ότι δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Μ’ αυτόν τον τρόπο συνδύασα μια αταίριαστη σχέση μ’ ένα μεταφορικό μέσο πολύ συνηθισμένο. Πέρυσι, η σύντομη αυτή νουβέλα μου, έγινε ταινία για την τηλεόραση, με όλα τα συν και τα πλην που έχουν οι μεταφορές των βιβλίων μας στις οθόνες.
Μερικά χρόνια αργότερα, στην ίδια πλατεία, ένας σαραντάρης λογιστής καταλαμβάνεται από ένα σφοδρό πάθος για μια νέα, όμορφη όσο κι ανεξιχνίαστη μανικιουρίστα, την ίδια στιγμή που μια άλλη γυναίκα, απλή και γήινη, τον θέλει δικό της. Το βιβλίο επιγράφεται «Το κουρείο» και είναι ίσως το πιο απαισιόδοξο βιβλίο που έχω γράψει. Πολλοί αναγνώστες, πάντως, μου λένε ότι μπορεί να μη θυμούνται με ακρίβεια τα γεγονότα του βιβλίου, αλλά μένουν ζωηρά με την εντύπωση της νυχτωμένης πλατείας με τις καφετέριες και τους έρημους τηλεφωνικούς θαλάμους, όπου κάποιος αθεράπευτα ερωτομανής και αθεράπευτα μόνος, κλεισμένος στους θαλάμους τηλεφωνεί.
Με το προτελευταίο βιβλίο μου, τα «Σεραφείμ και Χερουβείμ» (1980) ξαναγυρίζω στην πλατεία όπως ήταν πριν είκοσι χρόνια ή αν θέλετε, όπως τη φαντάζομαι τώρα ότι ήταν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια σειρά από μικρά αυτοβιογραφικά ως επί το πλείστον διηγήματα. Στο πρώτο, ο Σεραφείμ, ένα παιδί της επαρχίας που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, γνωρίζεται με την υπηρέτρια που είχαμε τότε στο σπίτι και τα φτιάχνει μαζί της. Ο πατέρας μου φροντίζει να του βρει μια δουλειά σιδηροδρομικού στον Ηλεκτρικό. Μόλις ο Σεραφείμ εξασφαλίσει τη δουλειά και απολυθεί, σπεύδει να εξαφανιστεί από τη ζωή της απαρηγόρητης κοπέλας. Δεν είναι ένας ελεεινός τύπος, όπως πολύ πιθανόν να φαντάζεσθε. Αντίθετα, είναι ένας εξαιρετικά συμπαθής και χαρακτηριστικός τύπος νεοέλληνα, ο όποιος ποτέ δεν ξεχνά την εξυπηρέτηση που του έκανε ο πατέρας μου. Κάθε χρόνο ανελλιπώς στη γιορτή του, του στέλνει μια τούρτα. Εκείνος το μόνο που επεδίωξε ήταν να βρει μια διέξοδο στο σεξουαλικό και βιωτικό πρόβλημά του. Ο Σεραφείμ, καλομαθημένος και καλοπερασάκιας, θα βρει στο τέλος του βιβλίου το ταίρι του, τον Χερουβείμ. Αυτός είναι ένας φουκαράς από την επαρχία που δεν έχει που την κεφαλήν κλείναι. Απέτυχε στη ζωή του συστηματικά. Αλλά δεν είχε και κανέναν να τον βοηθήσει. Στέκουν τώρα κι οι δύο στα εκδοτήρια εισιτηρίων του Ηλεκτρικού, ενώ ο αφηγητής μαζί και άλλοι ήρωες του βιβλίου, κατεβαίνοντας από το τραίνο, δίνουν τα εισιτήριά τους σ’ αυτούς τους δύο φύλακες άγγελους, που καθώς μάλιστα έχουν και ονόματα αγγέλων, μοιάζουν πρόσωπα συμβολικά. Το βιβλίο τελειώνει μ’ ένα σιωπητήριο, έναν αποχαιρετισμό στα όνειρα της εφηβείας μου
Το τελευταίο μυθιστόρημα πού έγραψα, ο «Ωραίος Λοχαγός», διαδραματίζεται σε έναν ιδιαίτερα νευραλγικό χώρο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μέσα στο ίδιο κτίριο πού στεγάζει και το Κοινοβούλιο. Είναι η περίπτωση Ενός αξιωματικού του Ελληνικού στρατού πού κρίνεται από το στράτευμα στην αρχή στάσιμος και στη συνέχεια τον αποστρατεύουν, Ύστερα από αλλεπάλληλες προσφυγές, το δικαστήριο τον δικαιώνει, αλλά ο στρατός ακυρώνει τις δικαστικές αποφάσεις. Ο ωραίος και αισιόδοξος νέος καταντά η σκιά ταυ εαυτού του. Ύστερα από δέκα χρόνια που κρατά η ιστορία, περιφέρεται στους διαδρόμους του Δικαστηρίου προσπαθώντας να πείσει τους υπαλλήλους ότι κάποια παλιά δική του υπόθεση εκκρεμεί ακόμα. Την ιστορία αφηγείται στις μέρες μας ένας συνταξιούχος Σύμβουλος τής Επικράτειας σε έναν νεώτερο αξιωματικό πού προφανώς έχει τα ίδια προβλήματα με τον ωραίο Λοχαγό. Παράλληλα με την προσωπική σχέση πού αναπτύσσεται ανάμεσα στον Δικαστή και στον Στρατιωτικό, περνά ένα μεγάλο κομμάτι τής πολιτικής ιστορίας τού τόπου, από το1959 ως στην Δικτατορία. Η είσοδος στην δικτατορία δεν γίνεται τυχαία, και δίνω το προσωπικό δράμα σε αντίστιξη με τη γενικότερη τραγωδία του τόπου. Ωστόσο, είναι μια Ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε, εφ’ όσον δ στρατός εξακολουθεί να έχει δύναμη και να μειώνει την ανωτάτη δικαστική αρχή.
Είναι δύσκολο για Έναν συγγραφέα να διηγείται τα βιβλία του και να τα εξηγεί. ‘Όλα τούτα τα χρόνια, προσπάθησα και νομίζω έμαθα να βλέπω μ’ ένα κριτικό μάτι τη δουλειά μου, μετρώντας τούς βαθμούς τής επιτυχίας ή της αποτυχίας, όπως γίνεται σε ένα αθλητικό παιχνίδι. Όσο το παιχνίδι διαρκεί είναι δύσκολο να προδικάσεις το αποτέλεσμα, άπαξ όμως και το παιχνίδι τελείωσε, μαθαίνεις να βγάζεις συμπεράσματα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν και […]
Αν κάτι πέτυχα σ’ αυτά τα οκτώ Βιβλία πού έχω γράψει ως τώρα, είναι να έχω μια προσωπική άποψη πάνω σε θέματα πού τυραννούν τον καθημερινό άνθρωπο. Μπορεί τα βιβλία μου σαν υπόθεση να μην εντυπωσιάζουν, όμως αν έχουν κάποια σημασία, αυτή φαντάζομαι έγκειται στις λεπτομέρειες και τις αποχρώσεις πού κατάφερα να δώσω και στην Ατμόσφαιρα που τα περιβάλει. Επέμεινα ιδιαίτερα στις σχέσεις πού έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους γιατί αυτό θεωρώ βασικό μέλημα για έναν πεζογράφο. Είναι μέσα από τις σχέσεις που μαθαίνουμε τη ζωή.
Οι κριτικοί μου, πολλές φορές κι οι αναγνώστες, επιμένουν σε μια κινηματογραφική τεχνική πού υποτίθεται ότι διαθέτω. Πρέπει να τούς διαβεβαιώσω ότι δεν επεδίωξα αυτή την τεχνική, ούτε καμιάν άλλη. Πιστεύω γενικότερα για τα βιβλία πού γράφονται στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, ότι ηθελημένα ή όχι, είναι επηρεασμένα από την εικόνα τόσο του κινηματογράφου, όσο και της τηλεόρασης, ακόμα και των κόμικς πού διαβάζουν τα παιδιά. Όσο για μένα, γράφω με λέξεις πού αναπόφευκτα, εφ’ όσον είναι ζωντανές, γίνονται εικόνες.
Αισθάνομαι τη γλώσσα σαν ένα εργαλείο κι όχι ως αυτοσκοπό. Όταν πρωτοξεκίνησα, ήμουν μεθυσμένος μ’ αυτήν, όπως κάποιος που ανακαλύπτει για πρώτη φορά το δυνατό κρασί και τις γυναίκες. Ήθελα να χρησιμοποιώ όσο γίνεται, περισσότερα επίθετα και παρομοιώσεις. Ακόμα μου αρέσουν. Ιδίως οι παρομοιώσεις. Τώρα όμως έμαθα πια ότι κάθε παραπανίσιο επίθετο αδυνατίζει το ουσιαστικό, κι έτσι κάθε παρομοίωση που δεν έχει οργανική σχέση με το θέμα, αποδυναμώνει το κείμενο. Ο κόσμος του Προυστ, χτισμένος ολόκληρος πάνω στην παρομοίωση και στη μεταφορά, μ’ όλο πού τον θαυμάζω απεριόριστα, δεν είναι σήμερα και δικός μας κόσμος. Μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, τη φρίκη των στρατοπέδων, την ατομική βόμβα και τα πυρηνικά, ένα μέρος των παρομοιώσεων, μαζί και της αθωότητάς μας αναπόφευκτα χάθηκε.
Δεν ανήκω σ’ αυτούς πού κραυγάζουν ότι η λογοτεχνία πέθανε ή ότι το μυθιστόρημα δεν είναι πιά δυνατό στις μέρες μας. Οι άνθρωποι πού τα λεν αυτά δεν έχουν θάρρος ή δεν έχουν και φαντασία. Βλέπω ήρεμα τις τεχνολογικές ανακαλύψεις και με μερικές απ’ αυτές διαβιώ συμφιλιωμένος. Πιστεύω ότι η ανάγκη να υπάρχει λογοτεχνία σήμερα δεν είναι μεγαλύτερη αλλά ούτε και μικρότερη απ’ όση υπήρξε πριν στον κόσμο, και το γεγονός ότι υπάρχουμε εμείς, τα μικρά παράσιτα που λέγονται συγγράφεις, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Μπορεί να θαυμάζω ένα βιβλίο όπως είναι ο «Οδυσσέας» του Τζόυς, παράλληλα όμως έχω την αίσθηση ότι η εποχή μας σήμερα έχει πάλι ανάγκη από μια ισορροπία και μια παρηγοριά πού ξαναφέρνουν οι παλιοί ξεχασμένοι τρόποι διήγησης, που τους φαντάζομαι όχι σαν μια μίμηση των παλαιών, αλλά σαν ανανέωσή τους. Κατά τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα μας οφείλει να είναι, μια απλή, κατανοητή γλώσσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έχει περάσει μέσα από τα μαγικά φίλτρα πού μόνο εμείς, οι λογοτέχνες, κατέχουμε το μυστικό τους.
Στη χώρα μας ζήσαμε έναν τρομερό διχασμό με τη γλώσσα. Παλιά οι συγγραφείς μάς έγραφαν στην καθαρεύουσα, δηλαδή σ’ ένα απαρχαιωμένο κλασσικίζον ύφος, αργότερα έγραφαν σε μια νεορωμαντική δημοτική με πάμπολλες υπερβολές. Σήμερα η γλώσσα έχει ισορροπήσει σ’ έναν ρεαλισμό που αποδίνει τη γλώσσα φυσικά όπως μιλιέται, ακόμα και με τα ενδεχόμενα λάθη της, όχι αναγκαστικά τα πιο χοντρά. Δεν είναι, βέβαια, ένας φωτογραφικές ρεαλισμός, αλλά μια πράξη αποδοχής της πραγματικότητας και της καθημερινότητας. Βρισκόμαστε σε μια εποχή πού οι άνθρωποι υποφέρουν κρυφά, ο καθένας μόνος, όπως γινόταν στα έργα του Τσέχωφ. Περιμένουν κάτι ν’ αλλάξει στη ζωή τους, κι ελπίζουν σαν τις τρεις αδελφές κι αυτοί, ότι μια μέρα θα μετακομίσουν στη Μόσχα.
Στο μεταξύ, παίζουν φλίπερς όπως ο ήρωάς μου στα «Μηχανάκια», ανοίγονται σε μάχες με το παράλογο όπως ο Πλασκοβίτης στο «Φράγμα», καταφεύγουν σε σενάρια φρίκης, όπως ο Βασιλικός ή έρημοι περπατούν μέσα στην πόλη αναμηρυκάζοντας τα πάθη τους, όπως στον Ιωάννου. Έτσι τα βιβλία μας σήμερα γεμίζουν από μηχανήματα, πολυκατοικίες, τηλέφωνα, δρόμους με πολύχρωμες επιγραφές και καταστήματα πού πουλούν άχρηστα είδη, και βέβαια με πολύ μοναξιά. Φέτος το χειμώνα διαπιστώνω στην πατρίδα μου ένα φαινόμενο. Οι πάντες γλεντούν, πηγαίνουν σε ταβέρνες, μασκαρεύονται στις Απόκριες, ξοδεύουν σίγουρα περισσότερα απ’ όσα κερδίζουν. Είναι σα να πρόκειται από τη μια στιγμή στην άλλη, ο κόσμος να καταστραφεί. Πρόκειται για μια κοινωνία που έχασε τίς άξιες της, τον Χριστιανισμό και τον Ανθρωπισμό, που δύσκολα πιστεύει πια σε πολιτικούς και κόμματα, και που ο Μαρξισμός δεν απέδωσε τόσο όσο είχαν ελπίσει.
Ωστόσο εγώ, μαζί με άλλους συγγράφεις της πατρίδας μου, επιμένουμε να γράφουμε για τους λίγους που μας διαβάζουν, ελπίζοντας ότι αυτοί ίσως γίνουν περισσότεροι, κι εμείς με τη σειρά μας καλύτεροι. Κάπου είμαι βέβαιος ότι η λογοτεχνία στη σημερινή κοινωνία ενεργεί σαν φάρμακο εναντίον του καρκίνου.
Έτσι κάθε καινούριο βιβλίο μου το ξεκινώ σαν να πρωτογράφω, κρατώντας όσο γίνεται την αθωότητα του παιδιού, μαζί και το ψύχραιμο χέρι ενός χειρουργού. Παύοντας να γράφω, σημαίνει ότι έπαψα και να ελπίζω.
Πηγή: https://www.literature.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου