Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Θωμάς Γκόρπας - Ποιήματα


Το πατάρι

Στον Τέο Σαλαπασίδη

Ο Λουμίδης τω καρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζέυαμει ήλιους και φεγγάρια μέσα απ’ τα τζάμια του και τα μελλοντικά τραγούδια μέσα απ τα σπλάχνα μας. Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα ταπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης χαμογελούσε. Χαμογελούσε για όλους μας μας πίστωνε μας έφερνε στη ζούλα και καμιά σοκολάτα κανένα μπισκότο.

Αλήθεια τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; πως απεστατεύθη ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά χαίτες μαύρες μπλούζες πανταλόνια φανέλα γρι ή μαύρη μαύρα ή καφέ μοκασέν κάλτσες γκρι γκρενά ή μαύρες λετιασμένα γοητευτικά τρενς κοτ… Οι ποιηταί και οι ζωγράφοι. Οι περισσότεροι κάτι έπαθαν λίγο πριν τα τριάντα λίγο πριν τα σαράντα. Ό, τι παθαίνουν τόσοι και τόσοι με το χωριό τους με το ξενύχτι με το φόβο της ζωής που το λένε φόβο του θανάτου με τα ποιήματα με το μαρξισμό – με την επανάσταση. Το πατάρι ήταν δικό μας κι όλα τα άλλα στην Αθήνα ξένα. Κι απ’ τους παλιούς μόνο ένας Βάρναλης ή ένας Εμπειρίκος άντεχαν ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου.

Περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι φωνές θόλωναν τα μάτια το Πατάρι και ο Τάκης του δεν πάθαιναν τίποτε. Άλλοι παντρεύονταν βλαχοπούλες άλλοι χάνονταν στα πέρατα άλλοι στις νευρολογικές κλινικές άλλοι επέστρεφαν στο κόμμα άλλοι άρχιζαν ν’ ασχολούνται με αμερικάνικες δουλειές άλλοι άρχιζαν να συχνάζουν στου κ. Ελύτη και στου κ. Ρίτσου άλλοι το γύριζαν στο πεζό άλλοι στο καλαματιανό άλλοι πήγαιναν να φάνε μαζί με το κ. Θεοδωράκη άλλοι πήγαιναν στο συσσίτιο της Χρήστου Λαδά άλλοι το’ ριχναν στο πιοτό άλλοι έπεφταν στα σκατά κι άλλοι την κοπάναγαν στα Παρίσια για σπουδές τάχα.

Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός όταν το ποίημα για τους για τους χαμένους ήταν κι αυτός ένας χαμένος ήδη.

Μετά τις φωτιές του 1965 μερικοί που απεδείχθησαν ατάλαντοι ή εξ επαγγέλματος πεινασμένοι και καλλοί με όλους άρχισαν να βάζουν χέρι και στο θρύλο του Παταριού. Κι όταν έφεξε η 21 Απριλίου για πρώην και νυν αριστερούς το Πατάρι του Λουμίδη ήταν προ πολλού ένα ακόμα κωλάδικο ένα ακόμα πουτανάδικο κι ο Τάκης τους είχε πάψει να πιστεύει να πιστώνει να φέρνει να χαμογελάει.

Που λέτε παιδιά ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να φωτογραφίζεσαι με στο ομαδικό χνότο ωραίος μεγαλειώδης πεινασμένος πικρός – όχι πικραμένος – καταραμένος καταραμένος καταραμένος. Έξω απ’’ τα μαντριά μακριά απ΄τις γλυκές της εποχής μαθαίνουμε τη μοναξιά της επιστροφής εμείς είκοσι τριάντα ένδοξοι καταναλωταί μακεδονικών τσιγάρων και καφέ εσπρέσο.

Εγώ που ήμουνα ο πιο νέος και ο πιο χωριάτης απεδείχθη πως ήμουνα το πιο γέρο κόκαλο το πιο βαθύ μάτι. Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο. Ήμουν και λίγο πονηρός μίλαγα τελευταίος ή δεν μίλαγα καθόλου. Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διανυκερεύοντα της Ομόνοιας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνιά ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα αναμνήσεις ξερονησιών για όλη την παρέακαι τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας.

Θυμάμαι χωρίς να κατεβάζω τα μάτια χωρίς να μπερδεύω τα πράγματα. Εσύ Μεγάλη Μικρά μπορείς να χαμογελάς και να σκέφτεσαι τα δικά σου εγώ πάντως τώρα είμαι πάλι δεκαεννιά είκοσι και είκοσι πέντε χρονώ πάλι ονειρεύομαι τα ίδια και τα ίδια μόνο που έχω σταματήσει νισάφι να κουβαλάω νερό…

Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν είκοσι και πριν δέκα χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο για τη φιλία και για τον έρωτα για… και για… στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για.. μέσα της έβαζα και βάζω όλα αυτά που οι άλλοι λένε χωρίς να το πιστεύουν ότι δεν μπαίνουν μέσα.

Η Ποίηση περ’ απ’ τα βιβλία και τις εποχές περ’ απ’ τους γαμπρίζοντες και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει.

Τα κόκαλα του θρύλου της παρέας μου τώρα τα γλείφουν σκυλιά και κοπρόσκυλα. Που λέτε παιδιά τα ράσα δεν κάνουν το παπά ο παπάς κάνει τα ράσα. Θυμάμαι πως λειτούργησα πριν τυπώσω στίχους μου. Τώρα μερικοί δεν ξέρουν που να με βάλουν άλλοι με ανακαλύπτουν με μαύρη ευχαρίστηση άλλοι με τρόμο άλλοι λένε πως και τότε μ’ αγαπούσαν άλλοι πως και τώρα μ’ αγαπάνε και ας μην τους αγαπάω εγώ πια άλλοι που το ‘ κοψαν το γράψιμο με ρωτούν αν γράφω ακόμα άλλοι που το ξανάρχισαν αποκαταστημένοι στην κοινωνία με ρωτάν γιατί δεν τυπώνω τα’ αριστουργήματά μου κι αυτοί που έκοψαν και το γράψιμο και τη γλώσσα τους και το πουλί τους Δε μου λένε τίποτε με νοήματα τα θέλουν πάλι.

Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω που να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας. .. αν όντως θάβω ζωγράφους ποιητές και φίλους μου καθώς λένε καμπόσοι αποτυχημένοι ζωγράφοι ποιητές και φίλοι μου φαίνεται πως υπάρχουν πεθαμένοι
Και
Σκατά στο λάκκο τους.

Αθήνα 1972

ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΣ ΑΓΩΝ

Μπαρ Ω Ρεβουάρ μπαρ Μπαρίν μπαρ Μουν Σουάρ μπαρ Τετ α Τετ μπαρ μπαρ μπαρ αλονύχτια ψιλή βροχή ταξί γνωστοί ουίσκυ κ’ εγγλέζικα τσιγάρα.

Ήμαστε τρείς ο ένας κατετρύχετο απ΄την ιδέα ότι ξημερώνοντας έπρεπε να καταλήξουμε σπίτι του να βρει κάτι στίχους του Μαγιακόφσκυ που τους αγαπάει πολύνα μας τους διαβάσει ενώ θα πίνουμε το τελευταίο μας ουίσκυ μας αλλά φευ δεν θκμάται που τους έχει και τους έχει ξέχασει κι αυτό του τη δίνει σχεδόν κλαίει δεν αντέχι να ξημερωθεί παρά στο δρόμο…

Τα μαγαζιά έχουν αλλάξει κ’ η παρέα ακόμα κ’ η μεταμεσονύχτια ψιλή βροχή της Αθήνας είναι διαφορετική…

Εμείς ήμαστε στο μπαρ το μπαρ το πηγαίνουμε όπου θέλαμε στα χωριά της νιότης μας σε πλατεία καλοκαιρινή σε ακροθαλασσιά σε δρόμο εξοχικό σε προαύλιο εξωκκλησιού στο κάστρο κάτω από τσίγκο παλαιού παντοπωλείου ενώ βρέχει.
Κάθε τόσο ερχόνταν κύματα κύματα τσάι του βουνού φλισκούνι και ρίγανη σύκα καρύδια μύγδαλα ψωμί και τυρί κρασί και τσιγάρα Χυμόπουλος.
Άγνωστον αν τα λουλούδια του άλγους που παίζουν το γύρω γύρω όλοι με τα μαλλιά μας έρχονταν από ‘ να βαθύ σιωπηλό παρελθόν ή από ένα μεθυσμένο φωωνακλάδικο μέλλον…

Καιρός να ξαναγίνουμε χωρικοί έλεγε και ξανάλεγε ο ένας. Να τα μαζέψουμε κάποτε και να πάμε πάλι στο χωριό μας… άλλαξε κοπέλα μου την μουσική μη μου τη δίνεις και εσύ νυχτιάτικα άλλαξε ταμπλώ. Όλα τα τραγούδια σου λένε για θάλασσα πουλιά και δέντρα δάκρυα κι αγάπες φιλιά και της μάνας τους το κέρατο άλλαξε σε παρακαλώ κοριτσάκι μου ταμπλώ Δε μας βλέπεις που είμαστε χτισμένοι με τσιγάρα πιοτά και καφέδες και της Παναγιάς τα μάτια…
Λοιπόν ήταν μια που την είχε πατήσει είπε ο δεύτερος. Εγώ σ’ αγαπώ μου έλεγε δεν είμαι σαν τις άλλες που γνώρισες και σε κατέστρεψαν! Σ’ αγαπάω και θα σ’ αλλάξω! Θα σε κάνω άλλον άνθρωπο! Θα σου μετριάσω το τσιγάρο θα σου μετριάσω το πιοτό θα σου μετριάσω τους καφέδες. Θα σου δένω την γραβάτα σου πουλάκι μου! Θα σου αγοράζω βιβλία ωραία βιβλία αισιόδοξα όχι αυτά τα μαύρα και άραχλα που διαβάζεις… Θ’ ακούμε μουσική… Θα σου γνωρίσω και τα’ άλλα παιδιά θα πηγαίνουμε όλοι μαζί. Εγώ σ’ αγαπώ αγάπη μου και θα…
Θα… θα… θα… όταν ξανασυνάντησα τη Θα δυό χρόνια μετά το τραγικό τέλος του αισιόδοξου ειδυλλίου μας ήταν παντρεμένη μ’ έναν εφοριακό. Βλέπω που λέτε μια κύρια Θα θλιμμένη να πίνει και να καπνίζει και να φυσάει τον καπνό… Ήταν «βιαστική» θλιμμένη και ωραιότερη όσο ποτέ και μου μιλούσε «πληγωμένη» χαδιάρικα καταπίνοντας και μερικά δάκρύα… Δε φταιω εγώ εσύ φταις που δεν μ’ αγάπησες ούτε τοσοδά τότε πάντως Δε σου κρατάω κακία έτσι είναι η ζωή εσύ τραβούσες ένα δρόμο που δεν ήταν για μένα…. Αχ αχ αχ αχ να ‘ ξέρες τι τραβάω Θοδωρή μου…

Ξέρετε μάγκες είπε ο πρώτος. Ο Μαγιακόφσκυ δεν αυτοκτόνησε δεν αυτοκτόνησε ακριβώς δηλαδή… δεν … τελοσπάντων δεν είναι αυτή η κουβέντα γι’ αυτό το κωλοχανείο.
Ο δεύτερος έτρεξε να προλάβει ήταν βλέπετε ηθοποιός. Τον έχετε διαβάσει τον «Κοριό». Λοιπόν να βρούμε ένα υπόγειο μια μεγάλη υπόγα στα πέριξ της Πλάκας οι υπόγες είναι σχετικά φτηνές. Πενήντα θέσεις εκατό θέσεις Δε θέλουμε περισσότερες…
Θοδωρή κοφ’ το! Ανάβει ο πρώτος. Μόνο μες στα ουισκάδικα σου έρχονται οι καλές ιδέες για το θέατρο. Κοφ’ το γιατί θα κάνω εμετό!
Ο Θοδωρής το έκοψε κ’ εγώ τον ρώτησα. Την ξέρεις καλά την Έρση; Την Έρση; Ναι την ξέρω. Απ’ την καλύτερη στρόφα. Και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος. Γι’ αυτό πεινάει…
Να πάει να πηδηχτεί για να μην πεινάει είπε ανόρεχτα ο πρώτος και σωπάσαμε κι’ οι τρεις. Ύστερα λέω: σαν πολύ καθίσαμε εδώ μέσα. Άρχισαν να μπαίνουν ψυγειάδες και μπακάληδες. ..
Να πάρουμε τηλέφωνο το Στρατή. Να πάρουμε πρώτα τηλέφωνο το Στρατή να τον χέσουμε και φεύγουμε είπε ο πρώτος. Πήρε πάλι βραβείο ο κόπανος… Α σιχτίρ! Εσύ Θωμά με το Στρατή μοιάζεις σε πολλά σου το έχω ξαναπεί. Εκείνος είναι βέβαια υποτονικός. Διαφορά ταμπεραμέντου. Χεσ’ τον τον πούστη δεν τον παίρνουμε πάμε να φύγουμε.

Ταξί! Ας το μου λεει ο πρώτος. Να το περπατήσουμε λιγάκι. Ρε κωλοκαλλιτέχνες Δε νοσταλγήσατε λιγάκι την αθηναϊκή βροχή; αν δεν έχετε καμιά ιδέα να σας πάω εγώ σ’ ένα καταπληκτικό μαγαζί αλλά εκεί μάγκες θα είμαστε σεμνοί είναι και λίγο πουτανάδικο.

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.

Η ΠΟΙΗΣΗ
Μνήμη Δημήτρη Χριστοδούλου

Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια…
                                 Πατάρι

Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
……………………………………………………………..

κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη
πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…

ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου

Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είανι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μνήμη Νίκου Καρούζου

Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.

ΒΡΟΧΗ ΕΙΚΟΝΩΝ
Στο Ζακ Πρεβέρ

Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγία αρνιά το βέλασμά τους γίνεται χάδι για
Την καρδιά. Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω δεν
Έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.

Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά έξον απ’ τα τραγούδια και
Μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.

Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο τα τελευταία
Λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και ή μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα εσύ χτυπάς το στήθος σου κ' εγώ
καπνίζω…

ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Η τέντα του καλοκαιρινού κινηματογράφου είναι σαν μεγάλο ατλαζωτό φυσερό κάνει ήχο όταν ανοίγει ή κλείνει. Σαν το ήχο που κάνουν τα καράβια μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το λιμάνι.
Το ίδιο ήχο κάνουν και πάμπολλα ποιήματα του Εμπειρίκου οι βεντάλιες κάποτε των γυναικών.

Πηγαίνουμε στα δάση πηγαίνουμε στα έρημα λιμάνια πηγαίνουμε πηγαίνουμε σε καλοκάγαθα νοικοκυρεμένα μαγαζιά σε άκρα της πολέως για να κάνουμε επαφή με το μακρινό το μέλλον το μέλλον μας τα’ ανώνυμα σουραύλια του παρελθόντος τα επώνυμα προσκλητήρια.

Η μισή τραγουδάει η άλλη μισή μελαγχολεί περιμένοντας ολόκληρη. Από τα παιδικά μου χρόνια στη σημερινή καρδιά μου εισελαύνουν φράχτες νυχτερινή και της μέρας χαρμόσυνα κουδουνίσματα.

Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.

Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ. Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.

Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή. Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό. Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.

Πλάγια διαλεγμένη από καουμπόυς μια κατακίτρινη από το κακό της αγκαλιά πλάγιά διαλεγμένη για το φετινό καλοκαίρι – που σε γέμισε άνθη δακρύων και πληγών κ’ επικίνδυνη νοσταλγία λυσσασμένη.
Έχουμε μιαν ακρογιαλιά μα δεν έχουμε καρδιά για πέταμα έχουμε γένια μα δεν έχουμε χτένια μας τα φέρνουν άλλοι.
Σ’ ορισμένες περιοχές της νύχτας μας ενοχλούσε ΙΧ φτωχοπουτάνες φυματικά μπαρ κομψοί και χαμογελαστοί ρουφιάνοι.

Έρημες ομορφιές έρημες γυναίκες έρημες ιδεολογίες στον τόπο τους πια δεν φυτρώνει τίποτε και μόνο ταινίες αστυνομικές μας ξεκουράζουν.

Χρειάζονται πια έργα μνημειακά για το καλό του μέλλοντος για το κακό και για το τίποτε.

Σκοροφαγωμένες ιστορίες βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες τους και δίνουν στους σύγχρονους φουκαράδες λίγη χαρά:
Το παιδάκι μου… Οι καλοί συνάδελφοι… Ο κουμπάρος… Η κουμπάρα… Το αμάξι μου… Το διαβατήριο μου…
Τα κέρατά σας τα τράγια τα κρέατα σας το σάντουίτς σας στις 11 το πρωί το σήριάλ σας στις 11 το βράδι – τα περασμένα χρόνια τι γρήγορα που περνούν… Δε νομίζω… Δε νομίζω…

Τα’ αγιόκλημα ο δυόσμος και ο βασιλικός της εποχής είναι τα σκουπίδια σας σε σακούλες νάυλον αλλά δεν τα ζωγραφίζει κανείς…

Η πολιτική είναι βρόμικη καθορίζει με αναπόληση παιδικών ιστοριών ή μελλοντικών απορρυπαντικών και μετά χέσ’ την.
Η πραιτωριανοί συλλαμβάνουν για λογαριασμό κάποιου Χ που πρόκειται να συλληφθεί τον άλλο μήνα υποψήφιους ήρωες φαρμακωμένους φοιτητές και καμουφλαρισμένους πράκτορες.
Ύστερα από λίγες μέρες οι μεν ξεχνάν τα ποιήματα και τα ουίσκια της καρδιάς υποτίθεται οι Δε μένουν με ενάμισι πόδι ή τρώγονται στο σκοτάδι και οι άλλοι παρατάν τα προσχήματα.
Κάποτε τελειώνουν τα λόγια και το ξινισμένο σεξ και τα μασκοφόρα όνειρα γατί εμφανίζονται επιτέλους οι αναμενόμενοι πιστολάδες – ούτε άργησαν ούτε μας ξέχασαν ήρθαν στην ώρα τους που αποδείχθη η ώρα μας.

Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι.
Όταν χάνονται όλα τα κλειδιά ασφαλείας γεμίζουμε Ασφάλειες.

Χόρτασα λεμονιές κατσίκια τα Χριστούγεννα στα χωριά. Οι χωριάτες έχουν τηλεοράσεις μοντέλα αλλά παλιά τσαπιά. Οι παλιοί χωματένιοι δάσκαλοι χάθηκαν. Οι καινούργιοι αδυνατίζουν με τη ρόδα.

Αυτοεξόριστοι Κενυάτες υποψήφιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας στα τζουκ μποξ της Αθήνας βάζουν «Το 13 το κελλί» του Λαύκα. Στις ταβέρνες μπεκρήδες της αναμονής οι μαιτρ της παγκόσμιας απελπισίας κλείνουν το ξενύχτι με χαλβά του μπακάλη – με κανέλα και λεμόνι.

Αράπικο φιστίκι
Αράπικο λουλούδι
Αράπικο άλογο
Αράπικο πετρέλαιο…

Πηγή:  Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα, Κέδρος 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου