Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Πάνος Β. Ξένος - Ὁ σκύλος

  

 

ΠΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ στὴν προ­ε­φη­βι­κή τους ἡ­λι­κί­α, ἔ­τσι κι αὐ­τὸς εἶ­χε μα­νί­α μὲ τὰ γεν­νη­τι­κά του ὄρ­γα­να. Βι­α­ζό­ταν. Βι­α­ζό­ταν νὰ με­γα­λώ­σει. Ἤ­θε­λε νὰ νι­ώ­σει ἄν­τρας, ἄν­τρας ὅ­πως τὸν ἤ­θε­λε ἡ μά­να, ὅ­πως τὸν ἤ­θε­λε ὁ πα­τέ­ρας, ὅ­πως τὸν ἤ­θε­λε ἡ πα­τρί­δα. «Τὸ ἔ­θνος χρει­ά­ζε­ται ἄν­τρες!» τοῦ τσαμ­πού­να­γε ἕ­ξι χρό­νια ὁ Μπι­γι­ό­της ὁ δά­σκα­λος, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας τοῦ δη­μο­τι­κοῦ. «Νά! Ἐ­κεί­νου νὰ μοιά­σεις», τοῦ ἔ­δει­χνε μὲ τὸ ρο­ζι­α­σμέ­νο, σκέ­το μα­δέ­ρι, δά­χτυ­λο ὁ πα­τέ­ρας, τὴ λι­θο­γρα­φί­α τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη στὸν ἀσβε­στω­μένο τοῖ­χο. «Νὰ γί­νει ἄν­τρας ρέ!» τὸν ὁρ­μή­νευ­ε κι ἡ μά­να, «νὰ φέ­ρεις μιὰ κα­λὴ νύ­φη μὲ προί­κα, νὰ κά­νει παι­διὰ γε­ρά, γε­ρὰ τ’ ἀ­κοῦς, ἄν­τρες, νὰ κοι­τά­ξου­νε τὰ γε­ρά­μα­τά σου, νά ‘­χεις νὰ στη­ρι­χτεῖς, νὰ μὴν πᾶς σκυ­λὶ στ’ ἀμ­πέ­λι!». Νὰ γί­νει ἄν­τρας, νὰ βγά­λεις σκλη­ρὲς τρί­χες στὰ μά­γου­λα, σὰν τὸν πα­τέ­ρα, ποὺ ξου­ρί­ζε­ται πρω­ί-πρω­ὶ καὶ χα­σκογε­λά­ει μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες ποὺ τὸν ζα­χα­ρώ­νου­νε! «Ἄν­τρας!» Εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ φο­βᾶ­ται κά­πως μὲ τού­τη τὴ λέ­ξη. Πρό­φε­ραν ὅ­λοι γύ­ρω του τὴ λέ­ξη «ἄν­τρας», σὰ νὰ κρε­μό­ταν ἡ ζω­ὴ μο­νά­χα ἀ­π’ αὐ­τὴ τὴ λέ­ξη. Θυ­μό­ταν τὴν ἱ­στο­ρί­α στὸ δη­μο­τι­κό, τὸν Ἡ­ρα­κλή, τὸν Θη­σέ­α, τὸν Λε­ω­νί­δα, τὸν Γκού­ρα, τὸν Μα­κρυ­γιάν­νη, τὸ λή­σταρ­χο Ντα­βέ­λη, ναί, θυ­μό­ταν μὲ τί με­γα­λο­πρε­πῆ θαυ­μα­σμὸ τοὺς τύ­λι­γε ἡ ἱ­στο­ρί­α. Θυ­μό­ταν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ μὲ κεῖ­νο τὸν αἱ­μο­βό­ρο Θεό, ποὺ ὅ­λο δι­α­τα­γὲς ἦ­ταν, σφα­γές, φό­νους καὶ ἄν­τρες στὴν Πα­λαι­ὰ Ἱ­στο­ρί­α. Θυ­μό­ταν τοὺς γραμ­μέ­νους πο­λέ­μους μὲ τὰ παλ­λη­κά­ρια μας, τὰ λι­ον­τά­ρια, νὰ κον­ταρο­χτυ­πι­οῦν­ται πά­νω στοὺς λό­φους καὶ τὶς βου­νο­κορ­φές. Ἄ­κου­γε τὶς γυ­ναῖ­κες νὰ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται στὸν ὕ­πνο καὶ τὸν ξύ­πνιο τους τὸν ἄν­τρα, μο­να­χὰ τὸν ἄν­τρα. Ὅ­ταν τὰ δού­λευ­ε ὅ­λα τοῦ­τα στὸ μυα­λό του, μπερ­δευ­ό­ταν, πε­λά­γω­νε, φο­βό­ταν, τὰ σά­στι­ζε καὶ βι­α­ζό­ταν. Νὰ γί­νει ἄν­τρας!

       Ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νὰ μαλ­λιά­ζει, ἄρ­χι­σαν καὶ τὴ μά­να του νὰ τὴ ζώ­νουν φί­δια.

       — Μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες! τοῦ ‘­λε­γε. Ἅ­μα σὲ μπλέ­ξου­νε γυ­ναῖ­κες χά­θη­κες! Πῦρ, γυ­νὴ καὶ θά­λασ­σα!

       Κι ὁ πα­τέ­ρας του, ἦ­ταν δὲν ἦ­ταν τεσ­σά­ρων, πέν­τε χρό­νων, τὸν ἔ­βα­ζε νὰ ση­κώ­νει ἄ­ξαφ­να τὰ φου­στά­νια τῶν γυ­ναι­κῶν. «Νὰ γί­νεις ἄν­τρας ρέ!»

       Στὰ δε­κα­τρί­α του, ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­τρω­γαν σι­ω­πη­λὰ οἱ τρεῖς τους στὸ τρα­πέ­ζι, βού­τη­ξε ἄ­ξαφ­να ὁ πα­τέ­ρας τὸ μπου­κά­λι τὸ κρα­σί, τὸ βρόν­τη­ξε στὸ μου­σα­μὰ καὶ εἶ­πε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά:

       — Τὸ ἀ­πό­γευ­μα θὰ σὲ πά­ω στὴ Χώ­ρα στὶς γυ­ναῖ­κες!

       Στά­θη­κε ὁ κόμ­πος τὸ φα­ῒ στὸ λά­ρυγ­γά του, τὰ σά­στι­σε, ἄρ­χι­σε ἀ­πό­το­μα νὰ τρέ­μει κι εὐ­τυ­χῶς ἡ μά­να ποὺ σή­κω­σε ἠ­λε­κτρι­σμέ­νο τὸ χέ­ρι κι ἄ­στρα­ψε μιὰ μπού­φλα στὰ μοῦ­τρα τοῦ πα­τέ­ρα, γουρ­λώ­νον­τας τὰ μά­τια, κα­τα­κόκ­κι­νη ἀ­πὸ θυ­μό, χει­ρο­βομ­βί­δα θά ‘­λε­γες ποὺ πή­γαι­νε νὰ σκά­σει.

       — Πρό­στυ­χε! Πα­λι­άν­θρω­πε! οὔρ­λια­ξε.

       Πι­α­στή­κα­νε στὰ χέ­ρια καὶ τὸ παι­δὶ τό ‘­βα­λε στὰ πό­δια, ἴ­σια κα­τὰ τὸν κάμ­πο, κυ­νη­γη­μέ­νο λὲς ἀ­πὸ μιὰ κα­τα­στρο­φή, ποὺ πα­ρὰ λί­γο νὰ τὸ ἀ­φα­νί­σει. Ἀ­πὸ κον­τὰ κι ὁ σκύ­λος του, ὁ μό­νος φί­λος του, ὁ προ­στά­της του, ὁ γνώ­στης ὅ­λων τῶν μυ­στι­κῶν του. Κα­θή­σα­νε λα­χα­νι­α­σμέ­νοι στὸν κορ­μὸ μιᾶς ἀ­χλα­διᾶς. Τί ἦ­ταν ὅ­λο τοῦ­το, δὲν μπο­ροῦ­σε κα­λά-κα­λὰ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ παι­δί. Αὐ­τὸς ἀ­γα­ποῦ­σε νὰ κλω­τσά­ει τοὺς ντε­νε­κέ­δες, νὰ κρε­μι­έ­ται στὰ κλα­διὰ τῶν δέν­τρων, νὰ τρέ­χει μὲ τὸ σκύ­λο του, νὰ λέ­ει τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ψέ­μα­τα μὲ τοὺς συμ­μα­θη­τές του, ν’ ἀ­κού­ει ἱ­στο­ρί­ες καὶ πα­ρα­μύ­θια. Κι ὅ­λοι τοῦ­τοι θέ­λα­νε μὲ τὸ ζό­ρι νὰ τοῦ τὰ στα­μα­τή­σουν ὅ­λα αὐ­τά, νὰ βά­λουν τέρ­μα σ’ ὅ­λα καὶ νὰ τὸν χώ­σουν ἀ­πό­το­μα στὸ χῶ­ρο τῶν ἀν­τρῶν, μὲ τὸ ἔ­τσι θέ­λω, μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες νὰ τοῦ ρί­χνον­ται καὶ νὰ τὸν μπλέ­κουν, μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες στὴ Χώ­ρα, μὲ μιὰ κα­λὴ νύ­φη ποὺ νὰ κά­νει παι­διὰ-ἄντρες, μὲ κεῖ­νον τὸ μου­στα­κα­λὴ προ­πά­το­ρα στὸν ἀσβε­στω­μένο τοῖ­χο, ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ τοῦ μοιά­σει. Τί ἦ­ταν ἐ­τοῦ­τοι, ποὺ θέ­λα­νε νὰ τοῦ ἁρ­πά­ξουν, νὰ τοῦ λη­στέ­ψουν τὸν κό­σμο του μ’ αὐ­τὰ τὰ μέ­σα, δὲν μπο­ροῦ­σε, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κα­τα­λά­βει. Σμπα­ράλια­σε τὸ μυα­λό του ἀ­π’ τὴ σκέ­ψη. Εἶ­δε ὅ­λα νὰ μπερ­δεύ­ον­ται, νὰ μὴ μπο­ρεῖ νὰ τὰ ξε­χω­ρί­σει. 

       Τὸ βρά­δυ, πε­ρί­με­νε νὰ νυ­χτώ­σει κα­λὰ-κα­λὰ γιὰ νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι. Κι ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ἡμέρα ἄρ­χι­σε νὰ φο­βᾶ­ται τὸν πα­τέ­ρα πι­ό­τε­ρο καὶ πιὸ βα­θιά. Μὰ ὁ πα­τέ­ρας, με­τὰ ἀ­πὸ τὴν τα­πεί­νω­ση, ἀ­γρί­ε­ψε, ὧ­ρες-ὧ­ρες μούγ­κρι­ζε σὰν ταῦ­ρος, ἔ­τσι γιὰ τὸ τί­πο­τα, κι ἄρ­χι­σε μί­α σκέ­ψη βδέλ­λα νὰ καρ­φώ­νε­ται σι­γὰ-σι­γὰ μέ­σ’ τὸ μυα­λό του. «Μω­ρὲ μή­πως καὶ δὲν εἶ­ναι ἄν­τρας;»

       Ἡ μά­να τὸ κα­νά­κευ­ε τ’ ἀ­γό­ρι της, «τὸ στή­ριγ­μά μου, ποὺ θὰ μοῦ κά­νει ἀγ­γόνια νὰ κα­να­κεύ­ω μιὰ ζω­ή!» Κι εἶ­χε τὸ μά­τι ἄ­γρυ­πνο μή­πως κα­μιὰ τσιμ­περ­δό­να μπλέ­ξει τὸν γιὸ καὶ ξε­στρα­τί­σει ἀ­π’ τὸν ἴ­σιο δρό­μο. Κι ὅ­σο ὁ πα­τέ­ρας ἔ­βλε­πε τὴ μά­να νὰ χα­ϊ­δο­λο­γά­ει τὸν γιὸ κι ὅ­σο ἔ­βλε­πε τὸ γιὸ νὰ μέ­νει ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πὸ τὸ σκύ­λο, νὰ τρέ­χει καὶ νὰ χο­ρο­πη­δᾶ, χω­ρὶς ἔ­γνοι­α γιὰ γυ­ναί­κα, χω­ρὶς κα­μί­α ἀν­τρίκια πρά­ξη γιὰ τὴν ὥ­ρα, μπάφια­ζε καὶ σκαρ­φι­ζό­ταν χι­λιά­δες κόλ­πα, νὰ μπά­σει τὸ παι­δὶ στὸ δρό­μο ποὺ συ­νε­χί­ζε­ται αἰ­ῶ­νες τώ­ρα ἀ­πὸ γιὸ σὲ γιό, ἀ­πὸ ἐγ­γό­νι σὲ ἐγ­γό­νι.

       — Εἶ­σαι ἄν­τρας ρέ;

       Τὸ ἤ­ξε­ρε, τὸ κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι ἦ­ταν ἄν­τρας, τὸ ἄλ­λο ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει. Ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ μα­νί­α ποὺ τοὺς εἶ­χε πιά­σει ὅ­λους, ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ βιά­ση, νὰ τὸν μπά­σουν ἄ­ρον-ἄ­ρον καὶ ἀ­τό­φια μέ­σα στὴ ζω­ὴ καὶ στὸν κό­σμο τῶν ἀν­τρῶν.

       Εἶ­δε καὶ ἀ­πό­ει­δε ὁ πα­τέ­ρας πὼς μὲ τὶς σο­φι­στεῖες του τί­πο­τα δὲν γι­νό­ταν, ὅ­τι δὲν πιά­νουν μπά­ζα οἱ λά­γνες ἡ­δο­νὲς καὶ τ’ «ἀ­πο­τέ­τοι­α» τῶν ἀν­τρῶν κι ἡ σκέ­ψη βδέλ­λα πῆ­ρε νὰ φουν­τώ­νει πυρ­κα­ϊ­ά. Ἔ­πρε­πε ὁ γιὸς νὰ κά­νει κά­τι δυ­να­μι­κό, κά­τι τραν­τα­χτό, κά­τι ποὺ ν’ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι εἶ­ναι ἄν­τρας. Ἀ­κό­νι­σε τὸ μα­χαί­ρι τὸ μυ­τε­ρό, τὸ μα­κρυ­μά­νι­κο. Τὸ εἶ­δε νὰ γυ­α­λί­ζει καὶ ν’ ἀ­στρά­φτει, γυ­α­λί­σα­νε τὰ μά­τια στὸ σκο­τά­δι.

       — Πιά­στο!

       Γαν­τζώ­θη­κε ὁ γιὸς ἀ­πὸ τὴ ρά­χη τοῦ σκυ­λιοῦ, γουρ­λώ­νον­τας τὰ μά­τια.

       — Πιά­στο!

       Ἅρ­πα­ξε τὸ χέ­ρι τοῦ παι­διοῦ, τοῦ ‘­χω­σε στὴν πα­λά­μη τὴ λαβή.

       — Σή­κω τὸ χέ­ρι σου ψη­λά! Πῆ­ρε νὰ τρέ­μει τὸ παι­δί.

       — Σφάχτον!

       Τοῦ κό­πη­σε ἡ πνο­ή.

       — Μα­χαί­ρω­σέ τον!

       Ἕ­νας λυγ­μὸς ἀ­νέ­βη­κε στὰ χεί­λη του.

       — Μα­χαί­ρω­σέ τον! οὔρ­λια­ξε ὁ πα­τέ­ρας. Κρύ­ος ἱ­δρὼς τὸ ἔ­λου­σε.

       — Μα­χαί­ρω­σέ τον!

       Κι ἄρ­χι­σε νὰ κλω­τσά­ει μὲ λύσ­σα τὸ παι­δί. Ἔ­κα­νε κεῖ­νο νὰ λα­κί­σει, τὸ ἅρ­πα­ξε ἀ­π’ τὸ σβέρ­κο.

       — Σφάχτον! Μα­χαί­ρω­σέ τον! Σφά­χτον!

       Κα­τέ­βα­σε μὲ δύ­να­μη τὸ χέ­ρι, μπή­γον­τας τὸ μα­χαί­ρι στὸ σκυ­λί, βγά­ζον­τας ἕ­να οὐρ­λια­χτὸ σὰ λα­βω­μέ­νο ἀ­γρί­μι καὶ βάλ­θη­κε νὰ τρέ­χει, παίρ­νον­τας μα­ζί του τὴ λα­βω­μα­τιά.

       Κι ὁ πα­τέ­ρας πῆ­ρε νὰ γε­λά­ει, νὰ γε­λά­ει, νὰ γε­λά­ει, ἴ­διος τρελ­λὸς ἀ­πὸ χα­ρά.

       — Εἶ­ναι ἄν­τρας μω­ρή! Τρέ­ξε νὰ δεῖς! Εἶν’ ἄν­τρας!!

       Κι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ γε­λά­ει, νὰ γε­λά­ει, νὰ γε­λά­ει, μπρὸς στὸ μα­χαι­ρω­μέ­νο σκύλο ποὺ σπαρ­τά­ρα­γε.          

 

 

Πη­γή: Πά­νος Β. Ξέ­νος, Ἐκτρο­φεῖο θη­ρί­ων (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Ἀστρο­λά­βος/Εὐθύ­νη, Ἀθή­να, 1990).


Αναδημοσίευση από:  https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%cf%80%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%b2-%ce%be%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου