ΠΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ στὴν προεφηβική τους ἡλικία, ἔτσι κι αὐτὸς εἶχε μανία μὲ τὰ γεννητικά του ὄργανα. Βιαζόταν. Βιαζόταν νὰ μεγαλώσει. Ἤθελε νὰ νιώσει ἄντρας, ἄντρας ὅπως τὸν ἤθελε ἡ μάνα, ὅπως τὸν ἤθελε ὁ πατέρας, ὅπως τὸν ἤθελε ἡ πατρίδα. «Τὸ ἔθνος χρειάζεται ἄντρες!» τοῦ τσαμπούναγε ἕξι χρόνια ὁ Μπιγιότης ὁ δάσκαλος, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας τοῦ δημοτικοῦ. «Νά! Ἐκείνου νὰ μοιάσεις», τοῦ ἔδειχνε μὲ τὸ ροζιασμένο, σκέτο μαδέρι, δάχτυλο ὁ πατέρας, τὴ λιθογραφία τοῦ Κολοκοτρώνη στὸν ἀσβεστωμένο τοῖχο. «Νὰ γίνει ἄντρας ρέ!» τὸν ὁρμήνευε κι ἡ μάνα, «νὰ φέρεις μιὰ καλὴ νύφη μὲ προίκα, νὰ κάνει παιδιὰ γερά, γερὰ τ’ ἀκοῦς, ἄντρες, νὰ κοιτάξουνε τὰ γεράματά σου, νά ‘χεις νὰ στηριχτεῖς, νὰ μὴν πᾶς σκυλὶ στ’ ἀμπέλι!». Νὰ γίνει ἄντρας, νὰ βγάλεις σκληρὲς τρίχες στὰ μάγουλα, σὰν τὸν πατέρα, ποὺ ξουρίζεται πρωί-πρωὶ καὶ χασκογελάει μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ τὸν ζαχαρώνουνε! «Ἄντρας!» Εἶχε ἀρχίσει νὰ φοβᾶται κάπως μὲ τούτη τὴ λέξη. Πρόφεραν ὅλοι γύρω του τὴ λέξη «ἄντρας», σὰ νὰ κρεμόταν ἡ ζωὴ μονάχα ἀπ’ αὐτὴ τὴ λέξη. Θυμόταν τὴν ἱστορία στὸ δημοτικό, τὸν Ἡρακλή, τὸν Θησέα, τὸν Λεωνίδα, τὸν Γκούρα, τὸν Μακρυγιάννη, τὸ λήσταρχο Νταβέλη, ναί, θυμόταν μὲ τί μεγαλοπρεπῆ θαυμασμὸ τοὺς τύλιγε ἡ ἱστορία. Θυμόταν τὰ θρησκευτικὰ μὲ κεῖνο τὸν αἱμοβόρο Θεό, ποὺ ὅλο διαταγὲς ἦταν, σφαγές, φόνους καὶ ἄντρες στὴν Παλαιὰ Ἱστορία. Θυμόταν τοὺς γραμμένους πολέμους μὲ τὰ παλληκάρια μας, τὰ λιοντάρια, νὰ κονταροχτυπιοῦνται πάνω στοὺς λόφους καὶ τὶς βουνοκορφές. Ἄκουγε τὶς γυναῖκες νὰ ὀνειρεύονται στὸν ὕπνο καὶ τὸν ξύπνιο τους τὸν ἄντρα, μοναχὰ τὸν ἄντρα. Ὅταν τὰ δούλευε ὅλα τοῦτα στὸ μυαλό του, μπερδευόταν, πελάγωνε, φοβόταν, τὰ σάστιζε καὶ βιαζόταν. Νὰ γίνει ἄντρας!
Ὅταν ἄρχισε νὰ μαλλιάζει, ἄρχισαν καὶ τὴ μάνα του νὰ τὴ ζώνουν φίδια.
— Μακρυὰ ἀπὸ γυναῖκες! τοῦ ‘λεγε. Ἅμα σὲ μπλέξουνε γυναῖκες χάθηκες! Πῦρ, γυνὴ καὶ θάλασσα!
Κι ὁ πατέρας του, ἦταν δὲν ἦταν τεσσάρων, πέντε χρόνων, τὸν ἔβαζε νὰ σηκώνει ἄξαφνα τὰ φουστάνια τῶν γυναικῶν. «Νὰ γίνεις ἄντρας ρέ!»
Στὰ δεκατρία του, ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν σιωπηλὰ οἱ τρεῖς τους στὸ τραπέζι, βούτηξε ἄξαφνα ὁ πατέρας τὸ μπουκάλι τὸ κρασί, τὸ βρόντηξε στὸ μουσαμὰ καὶ εἶπε ἀποφασιστικά:
— Τὸ ἀπόγευμα θὰ σὲ πάω στὴ Χώρα στὶς γυναῖκες!
Στάθηκε ὁ κόμπος τὸ φαῒ στὸ λάρυγγά του, τὰ σάστισε, ἄρχισε ἀπότομα νὰ τρέμει κι εὐτυχῶς ἡ μάνα ποὺ σήκωσε ἠλεκτρισμένο τὸ χέρι κι ἄστραψε μιὰ μπούφλα στὰ μοῦτρα τοῦ πατέρα, γουρλώνοντας τὰ μάτια, κατακόκκινη ἀπὸ θυμό, χειροβομβίδα θά ‘λεγες ποὺ πήγαινε νὰ σκάσει.
— Πρόστυχε! Παλιάνθρωπε! οὔρλιαξε.
Πιαστήκανε στὰ χέρια καὶ τὸ παιδὶ τό ‘βαλε στὰ πόδια, ἴσια κατὰ τὸν κάμπο, κυνηγημένο λὲς ἀπὸ μιὰ καταστροφή, ποὺ παρὰ λίγο νὰ τὸ ἀφανίσει. Ἀπὸ κοντὰ κι ὁ σκύλος του, ὁ μόνος φίλος του, ὁ προστάτης του, ὁ γνώστης ὅλων τῶν μυστικῶν του. Καθήσανε λαχανιασμένοι στὸν κορμὸ μιᾶς ἀχλαδιᾶς. Τί ἦταν ὅλο τοῦτο, δὲν μποροῦσε καλά-καλὰ νὰ καταλάβει τὸ παιδί. Αὐτὸς ἀγαποῦσε νὰ κλωτσάει τοὺς ντενεκέδες, νὰ κρεμιέται στὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων, νὰ τρέχει μὲ τὸ σκύλο του, νὰ λέει τὰ μεγαλύτερα ψέματα μὲ τοὺς συμμαθητές του, ν’ ἀκούει ἱστορίες καὶ παραμύθια. Κι ὅλοι τοῦτοι θέλανε μὲ τὸ ζόρι νὰ τοῦ τὰ σταματήσουν ὅλα αὐτά, νὰ βάλουν τέρμα σ’ ὅλα καὶ νὰ τὸν χώσουν ἀπότομα στὸ χῶρο τῶν ἀντρῶν, μὲ τὸ ἔτσι θέλω, μὲ τὶς γυναῖκες νὰ τοῦ ρίχνονται καὶ νὰ τὸν μπλέκουν, μὲ τὶς γυναῖκες στὴ Χώρα, μὲ μιὰ καλὴ νύφη ποὺ νὰ κάνει παιδιὰ-ἄντρες, μὲ κεῖνον τὸ μουστακαλὴ προπάτορα στὸν ἀσβεστωμένο τοῖχο, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοῦ μοιάσει. Τί ἦταν ἐτοῦτοι, ποὺ θέλανε νὰ τοῦ ἁρπάξουν, νὰ τοῦ ληστέψουν τὸν κόσμο του μ’ αὐτὰ τὰ μέσα, δὲν μποροῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβει. Σμπαράλιασε τὸ μυαλό του ἀπ’ τὴ σκέψη. Εἶδε ὅλα νὰ μπερδεύονται, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὰ ξεχωρίσει.
Τὸ βράδυ, περίμενε νὰ νυχτώσει καλὰ-καλὰ γιὰ νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Κι ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ἄρχισε νὰ φοβᾶται τὸν πατέρα πιότερο καὶ πιὸ βαθιά. Μὰ ὁ πατέρας, μετὰ ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ἀγρίεψε, ὧρες-ὧρες μούγκριζε σὰν ταῦρος, ἔτσι γιὰ τὸ τίποτα, κι ἄρχισε μία σκέψη βδέλλα νὰ καρφώνεται σιγὰ-σιγὰ μέσ’ τὸ μυαλό του. «Μωρὲ μήπως καὶ δὲν εἶναι ἄντρας;»
Ἡ μάνα τὸ κανάκευε τ’ ἀγόρι της, «τὸ στήριγμά μου, ποὺ θὰ μοῦ κάνει ἀγγόνια νὰ κανακεύω μιὰ ζωή!» Κι εἶχε τὸ μάτι ἄγρυπνο μήπως καμιὰ τσιμπερδόνα μπλέξει τὸν γιὸ καὶ ξεστρατίσει ἀπ’ τὸν ἴσιο δρόμο. Κι ὅσο ὁ πατέρας ἔβλεπε τὴ μάνα νὰ χαϊδολογάει τὸν γιὸ κι ὅσο ἔβλεπε τὸ γιὸ νὰ μένει ἀχώριστος ἀπὸ τὸ σκύλο, νὰ τρέχει καὶ νὰ χοροπηδᾶ, χωρὶς ἔγνοια γιὰ γυναίκα, χωρὶς καμία ἀντρίκια πράξη γιὰ τὴν ὥρα, μπάφιαζε καὶ σκαρφιζόταν χιλιάδες κόλπα, νὰ μπάσει τὸ παιδὶ στὸ δρόμο ποὺ συνεχίζεται αἰῶνες τώρα ἀπὸ γιὸ σὲ γιό, ἀπὸ ἐγγόνι σὲ ἐγγόνι.
— Εἶσαι ἄντρας ρέ;
Τὸ ἤξερε, τὸ καταλάβαινε ὅτι ἦταν ἄντρας, τὸ ἄλλο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει. Ὅλη αὐτὴ τὴ μανία ποὺ τοὺς εἶχε πιάσει ὅλους, ὅλη αὐτὴ τὴ βιάση, νὰ τὸν μπάσουν ἄρον-ἄρον καὶ ἀτόφια μέσα στὴ ζωὴ καὶ στὸν κόσμο τῶν ἀντρῶν.
Εἶδε καὶ ἀπόειδε ὁ πατέρας πὼς μὲ τὶς σοφιστεῖες του τίποτα δὲν γινόταν, ὅτι δὲν πιάνουν μπάζα οἱ λάγνες ἡδονὲς καὶ τ’ «ἀποτέτοια» τῶν ἀντρῶν κι ἡ σκέψη βδέλλα πῆρε νὰ φουντώνει πυρκαϊά. Ἔπρεπε ὁ γιὸς νὰ κάνει κάτι δυναμικό, κάτι τρανταχτό, κάτι ποὺ ν’ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἄντρας. Ἀκόνισε τὸ μαχαίρι τὸ μυτερό, τὸ μακρυμάνικο. Τὸ εἶδε νὰ γυαλίζει καὶ ν’ ἀστράφτει, γυαλίσανε τὰ μάτια στὸ σκοτάδι.
— Πιάστο!
Γαντζώθηκε ὁ γιὸς ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ σκυλιοῦ, γουρλώνοντας τὰ μάτια.
— Πιάστο!
Ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ‘χωσε στὴν παλάμη τὴ λαβή.
— Σήκω τὸ χέρι σου ψηλά! Πῆρε νὰ τρέμει τὸ παιδί.
— Σφάχτον!
Τοῦ κόπησε ἡ πνοή.
— Μαχαίρωσέ τον!
Ἕνας λυγμὸς ἀνέβηκε στὰ χείλη του.
— Μαχαίρωσέ τον! οὔρλιαξε ὁ πατέρας. Κρύος ἱδρὼς τὸ ἔλουσε.
— Μαχαίρωσέ τον!
Κι ἄρχισε νὰ κλωτσάει μὲ λύσσα τὸ παιδί. Ἔκανε κεῖνο νὰ λακίσει, τὸ ἅρπαξε ἀπ’ τὸ σβέρκο.
— Σφάχτον! Μαχαίρωσέ τον! Σφάχτον!
Κατέβασε μὲ δύναμη τὸ χέρι, μπήγοντας τὸ μαχαίρι στὸ σκυλί, βγάζοντας ἕνα οὐρλιαχτὸ σὰ λαβωμένο ἀγρίμι καὶ βάλθηκε νὰ τρέχει, παίρνοντας μαζί του τὴ λαβωματιά.
Κι ὁ πατέρας πῆρε νὰ γελάει, νὰ γελάει, νὰ γελάει, ἴδιος τρελλὸς ἀπὸ χαρά.
— Εἶναι ἄντρας μωρή! Τρέξε νὰ δεῖς! Εἶν’ ἄντρας!!
Κι ἐξακολουθοῦσε νὰ γελάει, νὰ γελάει, νὰ γελάει, μπρὸς στὸ μαχαιρωμένο σκύλο ποὺ σπαρτάραγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου