Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Νίκος Καρούζος - Χρονικό της αταραξίας


Ο δασόβιος ερημίτης οδηγούσε μ’ αόρατη

λεπτή κλωστή τον ήχο μιας μέλισσας όταν ολόγυρα

παίζοντας το σουραύλι της η σαύρα

δυνάμωνε το πράσινο και η σκέψη

δρασκέλιζε την ακέραστη μόνωση

που δεν απείλησε ποτέ τα λουλούδια.

Τα τείχη του έαρος άραγε τ’ αρώματα

τ’ αρίφνητα μύρα διανοίγονται;

Στοχάσου λιγάκι δίχως ανταλλάγματα:

δίχως αλήθεια και ψέμα.

Στοχάσου πως όλα τα ζώπυρα

κοιμούνται σ’ εγρήγορση δίχως εκτόπισμα

στην άνθηση που ξεραίνει το βιος της ώστε να ξανάρθει.

Πάσα πνοή και πάσα νύχτα δε γνώρισε

μητέρα και μάμμη και προμάμμη –

την προέλευση τη θέλει το μυαλό μας και χανόμαστε

σ’ ανύπαρχτα βάθη και μεγέθη της απουσίας

όταν ακόμη κ’ η φωτιά τεμπελιάζει

μ’ όλα της τα τριξίματα

μ’ όλες τις φλόγες που βγάζει και τ’ αποκαΐδια.

Θα σπάσω σήμερα τις ανέστιες φόρμες

τη στέγη θα ρίξω και θ’ απλώσω περίλυπα

στην ασκέπαστην ενέργεια της αθανασίας

εκεί που λαλούσαν ανέκαθεν οι τυφλές

εικόνες των πλασμάτων την πολυμίλητη βουβαμάρα

την απόδειξη κείνου που δεν αποδείχνεται

την απάρνηση του θριάμβου της γλώσσας.

Ο παρείσαχτος νους οπού χάραξε τραύματα

και τα λέμε φαράγγια

οπού δίδαξε θαύματα και τα λέμε κρημνά της ανάγκης

ήτανε κάποτε κι αυτός ανίκητος απ’ τις νίκες του

τις μεγάλες κι ανθρώπινες τις υπερύμννητες

είχε κι αυτός ολάκερη στα πλήθια μόριά του την ειρήνη

στ’ αμπέλια των κεραυνών εκτοξεύοντας

τη λάμψη της αγάπης.

Η φρόνηση που ’χε κάψει τ’ άστρα κι αφανίστη χαράματα

τον πόνο τον ξεκούμπισε

τον έβαλε στη μαύρη αλυσίδα...

Τεράστιες ώρες αγκαλιάζονταν τότε συναμετάξυ τους

και πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης

καθώς η Παναγ’ια κυλιότανε στα κιτρολέμονα

κ’ είχε δέσει το δαίμονα

στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης.

Τα μονήρη πτηνά ξανανοίγονται σαν αντίφωνα

ξηλώνοντας τώρα και πάλι τους αγέρηδες

οπού βρίθουν από κύκλους και κρέμονται σύψυχα

πάνω στης αγαθότατης αβύσσου τα πικρά ειωθότα

στη λαμπρότερη λευτεριά της Κοιμωμένης

αγνοώντας τους ψεύτικους ήλιους από ρυζόχαρτο

τους ευάλωτους αριθμούς και τα είδωλα

λίγο πιο κάτω στην προκυμαία των άστρων –

ανοίγονται στ’ άγραφο κι αχειροκρότητα

στον αιώνα τον άπαντα κατορθώνουν την πλάση

τιτιβίζοντας ευαγγέλια στην πανέμνοστη

κίνηση του παλαίμαχου σκούληκα

στο αθόρυβο πέσιμο που κάνει το κουκούτσι

και το χώμα τρυφερά το σαβανώνει

για καινούργια λυγερή πραγματικότητα

νέα πρόσωπα φυλλωμάτων ανάγλυφα

ν’ απιθώσει και πάλι ο κότσυφας

τα γύφτικα λιγνοπόδαρα

να σκαλίσει και πάλιν η κότα την άσπιλη μαγάρα

τυλιγμένη μ’ εκείνη τη νευρικότητα

στα πολύχρωμα κουρελάκια του ήλιου

να σκαλίσει και πάλι τον ίσκιο μας

η απόμακρη τόσο κοντά μας!

Ποιος να ’ναι τώρα λοιπόν ο άμουσος, ο ακέραστος

που ’θελε στα καλά καθούμενα ξεφλουδίσει

την καινή διαθήκη τού πόντικα στα νεογνά του,

την κρασωμένη μουσική τού ποπολάρου συνθέτη

που ’χει σταλάξει σε μιαν ακρούλα της οδύνης μας,

την αμύθητη μαγγανεία της χήνας

όπως αγγίζει τα νοσσία και τ’ αγιάζει...

Ποιος είν’ εκείνος που δεν είδε τη θάλασσα

να οφείλει στο πνεύμα τη λάμψη;

Την αλήθεια τούτη ποιος να την παρακάμψει...

Βάλε μέ μου σου την οσιότητα και των τίγρεων ακόμη

που δεν την ξέρει κανένας απ’ τις κηλίδες και τα δόντια

βάλε μέ νου σου τη μεγάλη συναδέλφωση

που δίχως τα ξεδιάντροπα μικροσκόπια μας περιμένει:

παρέες-παρέες οι πεθαμένοι

στα λιγοφώτιστα κοιμητήρια

ταιριάζουν έρημοι μεσ’ στον άκρατο ζόφο που ξεθυμαίνει

στην αχερούσια νύχτα τη μαρμαροτράχηλη

δίχως έθιμα και σπίτια δίχως άλλην ιστορία

δείχνοντας μονάχα τη μαρτυρία

πως ο Χριστός μια μέρα περπάτησε κι αμέσως

φούντωσε το συχώριο στο βαθύ κι αχάλαστο σημάδι

π’ άφησεν η φτέρνα του τ’ αστέρια για ν’ αδράξει

με καταπράσινα κλαδιά τα χέρια των αγίων

και των αγγέλων τα φτερά χιλιάδες ροδοπέταλα...

Βάλε μέ νου σου την αθρυμμάτιστη σύναξη οπού ξεγράφει

και διαιώνιζε το διάλειμμα της αγάπης.


Χορταριασμένα χάσματα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου