Ά ρε μπαμπά, πήγες και πέθανες…
Τέτοια εποχή οι ντοματιές σου ήταν σαν και το μπόι μου.
Έκοβες φύλλα κολοκυθιάς και σκέπαζες τα τσαμπιά τους μη και τα κάψει ο ήλιος
(Να, μια τρυφερότητα, έλεγα)
τις θειάφιζες και τις έδενες πάνω στις καλαμωτές
(Να κι άλλη μια)
κι όταν σουρούπωνε κι έτρεχε το νερό στ’ αυλάκι και
στη βαθιά χωμάτινη ρυτίδα σου μουρμουρίζοντας
και μύριζες πρωτοβρόχι κι ας ήταν κατακαλόκαιρο
πάντα ήταν α υ τ ό που ήθελα να σε ρωτήσω:
Λυπημένος τόσο πού κοίταζες;
Πίσω από την καϊσιά του κήπου μας
που πίσω της ήταν το κυπαρίσσι
που πίσω του ήταν το χωράφι με τις μηλιές
που πίσω του ήταν το μονοπάτι
απ’ όπου μπορούσε κανείς να έρθει
που μπορούσε κανείς να φύγει
που μπορούσε κανείς να φύγει.
Πηγή: Αντίλογος, τεύχος 5, Φθινόπωρο 24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου