Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Θοδωρής Γ. Μπελίτσος-Να πάρει ο δγιάβολος, για πεζικά!


«Έμπλεος ενθουσιασμού ο κ. Λυκειάρχης εκφώνησε μια μνημειώδη ομιλία, μεστή υψηλών νοημάτων», σχολίασε ο απεσταλμένος της τοπικής εφημερίδας, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Αείμνηστε συμπολίτα Μιχαήλο,
Η εχθρική σφαίρα ήτις ανέκοψε προώρως το νήμα του βίου σου, ανύψωσε το όνομά σου εις το πάνθεον των ηρώων υπερασπιστών της πατρίδος. Είμεθα υπερήφανοι δια το απαράμιλλον θάρρος όπερ επέδειξες αγωνιζόμενος τον υπέρ πάντων αγώνα εις το μέτωπον ένθα σε έταξεν το χρέος, υπεραμυνόμενος βωμών και εστιών.

-Επί σκοπόν! Πύρ!, έσκουξε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι φαντάροι της διμοιρίας πυροβόλησαν στον αέρα.
Η τελετή είχε τελειώσει. Ο δήμαρχος, ολόχαρος, έσπευσε να συγχαρεί τον ομιλητή και κάλεσε τους παρευρισκόμενους στο δημοτικό κατάστημα όπου θα προσφέρονταν αναψυκτικά, καφές και τα σχετικά. Ετοιμάζονταν να κατέβουν από την εξέδρα, όταν πλησίασε στο μικρόφωνο ένας ηλικιωμένος ξωμάχος, με ρούχα που φανέρωναν πως μόλις είχε έρθει από κάποιο χωράφι.
-Συγχωρέστε με για τα ρούχα αλλά είχα να αρμέξω και φοβήθηκα ότι δεν θα σας προλάβω, γι’ αυτό δεν άλλαξα, είπε.
Ο τελετάρχης έτρεξε ενοχλημένος, αλλά πριν προλάβει να κλείσει το μικρόφωνο, εκείνος συνέχισε:
-Είμαι ο Χαραλάμπης, με ξέρετε, ο ξάδερφος του Μιχαήλου. Άλλος συγγενής του δεν απόμεινε. Σκέφτηκα να σας διαβάσω το τελευταίο γράμμα που μου έστειλε από το μέτωπο πριν σκοτωθεί. Σαράντα χρόνια το φυλάω και να πού ήρθε η ώρα του.
Ο τελετάρχης έκανε πίσω, υπακούοντας στο νεύμα του δημάρχου. Ως και τα πουλιά στα δέντρα σίγησαν, καθώς ο ξωμάχος ξεδίπλωνε το κιτρινισμένο χαρτί:

Εν Μετώπω τη 24/1/19…

Αγαπητέ εξάδελφε Χαράλαμπε,

Υγίαινε.
Ίδον να με εύχεσαι του χρόνου διπλός, αλλά βλαστήματα. Ο Θεός γνωρίζει εάν θα είμεθα πολίται ή θα μας τρώνε τα όρνια σε αυτά τα άγρια βουνά, διότι τα πεζικά είναι φωτγιά. Μάθε εξάδελφε ότι αυτήν την φοράν είχαμεν πολλά παιδγιά χαμένα και πολλά τραματιζμένα, με κομμένα χέρια, πόδια. Και άστα, είναι φρίκη!
Τους ασπαζμούς μου εις τους γονείς και αδέλφγια σου, εις τους γονείς μου, εις την μανάκα μας και εις όλους τους γνωστούς. Και πες στη Ζαφειρούλα πως δεν την ξεχνώ· μόλις πάρω άδεια θα περάσουμε δαχτυλίδια. Κάνε μου αυτή χάρη εξάδελφε, να πάρει ο δγιάβολος για πεζικά!

Σε χαιρετώ,
Ο εξάδελφος σου
Μιχαήλος Γ.

Θοδωρής Μπελίτσος, Λογισμοί στο σύθαμπο, Νέα Σμύρνη 2019.

Αναδημοσίευση αποσπάσματος από: http://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/01/blog-post_36.html

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Ανδρέας Εμπειρίκος-Ωρίων

Η απροσδιόριστη εποχή με τα λελέκια της
Επέπλευσε στους ογκοπάγους και φέρεται προς δυσμάς
Γυμνά τα κρύσταλλα γυμνά τα χελιδόνια μες στον ήλιο
Και τραγουδούν τη διασταύρωσι στον κατεβασμό
Ριπή της γης
Φαρέτρες της ανοίξεως
Δε δολιχοδρομούν οι πάγοι δίχως κάποιαν ελπίδα
Η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της
Τροπή της εξορμήσεως
Με τα πανίσχυρα λελέκια στον κατεβασμό
Τα πολικά ιριδίσματα ξαναγεννιούνται μες στα σύννεφα
Κι’ από τις χθεσινές σκιές τραβούνε οι συρτές τα ψάρια
Χαίνει ο ουρανός και φτερουγίζουν τα μαμούνια
Η δόσι αυτή είναι της οπτασίας
Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι γλάροι
Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα
Μια κιβωτός εφάνη στο Αραράτ
Κλάδο ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά
Τριάντα χρόνια περιμέναμε στους ογκοπάγους
τη διασταύρωσι με τη σειρήνα
Όταν ακούσθηκε το σφύριγμα του βαποριού
Και φάνηκε η σειρήνα στο μειδίαμά της
Χωρίς αμφιβολία μας περίμενε απ’ το πρωί
Όταν βιάζονται τα λόγια φθάνει η φωνή
Και τα λελέκια περιίπτανται μέσα στο φως της
Ανατολή ανατολή
Τροπή του ήλιου στα χαράματα
Κατεβασμός των ογκοπάγων
Ο θόλος καθενός μας γεμίζει από ρόδινα πούπουλα
Πολλοί από μας καπνίζουν πίπες από γιούσουρι
Άλλοι τσιμπούκια από αφρό θαλάσσης
Και το πλατάγισμα της προσεγγίσεώς μας
Θυμίζει τ’ όνομα μιας παμπάλαιας πόλεως
Όλοι μας τρέχουμε να δούμε αν φανερώθηκε
Αφού ο ορίζων λάμπει
Αφού της μοιάζει τόσο.

Πηγή: Ενδοχώρα

Γιώργος Ιωάννου-Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές (απόσπασμα)

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1943.
Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργος ιωαννου κατοχικο ημερολογιο
 Ο καιρός είναι καλός. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα. Χθες το βράδυ, ενώ η ωχρά σελήνη φώτιζε τα πάντα και ήταν πραγματικώς μαγευτική η βραδιά αντήχησαν αι τρομεραί σειρήναι. Εγώ δεν εσηκώθηκα ποσώς. Σχεδόν μαζί με τας σειρήνας ήρχισαν να πίπτουν βροχηδόν αντιαεροπορικά παντός διαμετρήματος, ως και πολυβόλα, διότι τα αεροπλάνα ήσαν πολύ χαμηλά. Αλλά μετ’ ολίγον έλαμψεν ο τόπος και τρομεροί κρότοι σαν εκρήξεις βομβών ηκούοντο επί ένα τέταρτον. Εμείς και όλος ο κόσμος βέβαια ετρομοκρατηθήκαμεν. Τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρο το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων... Περί ώραν 11-12 ηκούσθησαν και πάλιν αι σειρήναι, τίποτα όμως περισσότερο. Την πρωίαν έμαθα ότι βομβάρδισαν την Νεάπολη, Συκιές, Βάρνα. Άπαντες συνοικισμοί. Περί τους πεντακοσίους ανέρχονται οι νεκροί. 

Το απόγευμα επεσκέφθην την πληγείσαν περιοχήν της Βάρνας. Οι φονιάδες γκρέμισαν τις παράγκες και σκότωσαν τον κόσμο στα κρεβάτια τους. Σχεδόν τα θύματα τα είχαν μαζέψει. Εγώ είδα δυο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους «φίλους» μας !!


Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργος ιωαννου κατοχικο ημερολογιο
Γιώργος Ιωάννου, Το Κατοχικό Ημερολόγιο χωρίς περικοπές. Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια: Αντιγόνη Βλαβιανού. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000, 34-35.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Γιώργος Κατσαρός-ΟΙ ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ, 1947



Σύνθεση του Μιχάλη Γενίτσαρη. Ερμηνεύει ο Γιώργος Κατσαρός με τη συνοδεία άγνωστης τραγουδίστριας.Ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ το 1947, δίσκος Standard Αμερικής / F-9025. Πληροφορίες για την ηχογράφηση και στη σελίδα rebetiko.sealabs.net
I SALTADORI, MICHALIS GENITSARIS, GIORGOS KATSAROS

Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
κείνη που φοβήθηκα είν’ η κουμανταδούρα

’ταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα, βρε
πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω

μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
’τί ’χουνε πολλά λεφτά και φίνα τη περνάμε

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, ωχ
και την τσίκα θα φουμάρω

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω

ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, βρε
’τίρη θέλουν να με δουν για να ’φχαριστηθούνε

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω

-Γεια σου, Κατσαρέ, γεια σου!

Σαλταδόρος ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ

Μιλτιάδης Ν. Νικολάου-Ημερολόγιο από το μέτωπο (απόσπασμα)

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 1941


Τη νύχτα νειρεύθηκα πως ήμουν στο χωριό και ότι περιπατούσα στα αλώνια με την Κατινούλα μου στα χέρια και ότι φίλησα τη Νιτσούλα μου και το πρόσωπό της ήτο γεμάτο λάσπη. Ο θεός να λυπηθεί το παιδάκι μου, γιατί το νειρεύτηκα πολλές φορές έτσι, επίσης διηγιόμουν στη γυναίκα μου και τους φίλους μου την κατάστασιν του πολέμου. Το πρωί φύγαμε από τον καταυλισμόν μας και πήγαμε πιο πάνω για να μη μας φθάνει το εχθρικόν πυροβολικόν. Ημέρα σήμερον ηλιόλουστος, ο Θεός βοηθός, αυτήν την στιγμή έλαβα γράμμα από την πεθεράν μου, άρχισα να μην υποφέρω την ξενητιάν από τη γυναίκα μου και τα προσφιλή κοριτσάκια μου. Έχω λίγες μέρες που μου λύνονται συχνά οι γκέτες και κάποιος μου είπε ότι πρόκειται να απολυθώ και για τον λόγον αυτόν το σημειώνω να ιδώ κατά πόσον θα αληθεύσει. Είθε ο Θεός να τον βγάλει αληθή. Εξακολουθούν οι επιδρομές των εχθρικών αεροπλάνων. Μεταξύ των διάφορων κακών το μεγαλύτερον όλων  είναι η βρώμα και οι ψείρες, δεν ημπορώ να το υποφέρω, ανάβει το κορμί μου, προπάντος το βράδυ όταν κοιμούμαι και τότε δεν φεύγει ο νους μου καθόλου από τη γυναίκα μου λόγω της καθαριότητας που είχε. Φθάσαμε στο σημείο να μην θέλομεν ήλιον από τον φόβον των αεροπλάνων. Γέμισε το κορμί μου καρούλες από τη βρώμα και τις ψείρες. Σήμερον διεδόθη ότι πέθανε ο Μεταξάς. Κατά πόσον αληθεύει άγνωστον, αλλά ενεποίησεν αίσθησιν μεγάλην και εις το ηθικόν του στρατού και μάλιστα ότι πέθανεν από συγκοπήν καρδιάς. Σήμερον έχει να λέγεται η εχθρική δράσις της αεροπορίας, αλλά δόξα σοι ο Θεός κάνω την προσευχήν μου να φυλάει εμένα, χάριν της γυναίκας μου και των κοριτσιών μου, και παρηγορούμαι λίγο.

Ο Μιλτιάδης Νικολάου γεννήθηκε το 1907 στο Δίστομο. Έβγαλε το δημοτικό και παρακολούθησε και σχολαρχείο (λύκειο της εποχής). Εξάσκησε το επάγγελμα του τσαγκάρη (του υποδηματοποιού, όπως σημειώνει στο ημερολόγιο...). Νυμφεύθηκε την Καΐλη Κονδυλία, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες. Στις 10 Ιουνίου 1944, στη μεγάλη σφαγή στο Δίστομο, ναζί Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι του και τους πέρασαν από ξιφολόγχη - ανδρόγυνο και δύο κόρες. Σώζεται η μεγαλύτερη και αγαπημένη του Νίτσα, του ημερολογίου. Αυτή κράτησε τόσα χρόνια απείραχτα, ανέγγιχτα, άφθαρτα, το ημερολόγιο, τα γράμματα, τα πολύτιμα κειμήλια του πατέρα. Έτσι έχουμε την ευκαιρία, τη χαρά, τη δυνατότητα, να μεταλάβουμε ζεστή, αείροη, αληθινή, πολύτιμη ζωή από τούτη την έκδοση. Στην κόρη του Μιλτιάδη, τη μοναδική της οικογένειας που επέζησε, διαπιστώνεται σημαντική υποδειγματική συνείδηση της ιστορίας, μνήμη που κάνει τον άνθρωπο να βγαίνει από τη δορά του ζώου και να αποτυπώνει στο άπειρο τη θέληση του να ενωθεί αρμονικά με τον κόσμο.

Πηγή: Βιβλιονέτ
Μιλτιάδης Ν. Νικολάου (1907-1944)

Πηγή: Μιλτιάδης Ν. Νικολάου, Ημερολόγιο από το μέτωπο, Αθήνα: Εκδόσεις Κασταλία, 60-61.

Ημερολόγιο από το μέτωπο

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Το έπος του '40 μέσα από γελοιογραφίες της εποχής

Αποτέλεσμα εικόνας για 28 οκτωβρίου 1940 γελοιογραφίεσ

Αποτέλεσμα εικόνας για 28 οκτωβρίου 1940 ζωγραφιεσ















Juan Vicente Piqueras -Η εξομολόγηση του φυγά



Μόνο όταν φεύγω είμαι ευτυχισμένος.

Όχι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, με δρόμους κλειστούς,
μα ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο ’να σπίτι ή στ’ άλλο,
και τα δυο κατά προτίμηση αλλονών.

Δεν μπορώ πια, ούτε θέλω, να μένω ήσυχος.
Ούτε τώρα ούτε μετά. Ούτε εδώ ούτε εκεί.
Εκεί που τελοσπάντων είσαι εσύ,
όποια και να ’σαι εσύ, το όνομά σου βάλε
στα χείλη μου τα διψασμένα, τα αχόρταγα.

Εγώ δεν είμαι εγώ ούτε έχω σπίτι.
Δεν λέω πια, γιατί ποτέ δεν ήμουν,
ποτέ δεν είχα, πάντα ήμουν ξένος
μέσα μου ή έξω μου. Είμαι αυτός που δεν:
ο αλήτης που κοιμάται κάτω απ’ το γεφύρι
που τις όχθες μου ενώνει και το περνώ
χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα.

Γράφω γιατί ψάχνω, γιατί ελπίζω.
Όμως πια δεν ξέρω τι, το ’χω ξεχάσει.
Ελπίζω πως γράφοντας, κάποια στιγμή
θα θυμηθώ. Επιμένω κόντρα στους καιρούς.

Αγωνιώ ανάμεσα σε παρενθέσεις
σε τόπο ζωντανό, χρόνο νεκρό
κάποιας ελπίδας, ανάμεσα σε δύο εδώ.

Ποτέ σε κάτι μα ανάμεσα. Άσε με,
όποια και να ’σαι εσύ, στην ησυχία μου
ή τέλειωνε πια μαζί μου και με το μέλι το πικρό
του να ’μαι μόνος μιλώντας μόνος.

Αποφάσισα να μην αποφασίζω,
να μην είμαι πουθενά αλλά στον δρόμο,
σε γεφύρια, σε πλοία, σε τρένα
όπου θα είμαι απλώς ο επιβάτης
που ξέρω πως είμαι, και να αισθάνομαι
πως με ανησυχεί η γαλήνη,
πως η ησυχία με τρομάζει,
πως η ασφάλεια δεν με ενδιαφέρει,
κι ευτυχισμένος είμαι μόνο στη φυγή.

Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης.
"Η ευφυΐα αυτού του κόσμου, κατοικεί στην ευαισθησία.
Γι' αυτό και οι ευφυείς δεν υπήρξαν ποτέ κριτές.
Ήταν άνθρωποι που κατανοούσαν ανθρώπους."

Arthur Asher Miller

Δήμητρα Χριστοδούλου-Μαρίες με πάχνη



Ευλογημένη υπακοή, που η σκέψη μου
Δεν ξέρει να αναγνωρίζει…
Τζάμια υγρά, λίγο κόκκινο,
Κάποια ψελλίσματα επιστροφής
Σε πράγματα πολύ λυπημένα.
Σάρκα ανθισμένη σε μελάνι
Μ’ ένα δυο τριαντάφυλλα ακόμη
Από χαμένη επιστολή.
Μια Μαρία, σοβαρή μαθήτρια,
Που κρύβει τις βρεγμένες της κάλτσες
Βηματίζοντας διακεκομμένα
Από τον ύπνο της στο δικό μου.
Κάθε μάθημα τής είναι αρεστό.
Και μια άλλη, που τα φαγωμένα μου νύχια
Αποθέτει στα μακριά της τα δάχτυλα,
Περιποιείται το δειλό νερό
Που αράχνιασε στα κυπαρίσσια.
Εξαίσιες εργασίες χωρίς άγγιγμα
Για το κρυμμένο νοικοκυριό των ριζών.
Ε, πρέπει να φυλαχτείτε, κορίτσια!
Είναι ένα αρπαχτικό η μελαγχολία μου
Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι
Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών.

 Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι, 2014

Γιώργης Παυλόπουλος - Οι μαστόροι



Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν' αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.

Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.

Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.


Τα Αντικλείδια, εκδ. Στιγμή, 1988.

Ηλίας Λάγιος-«Μπαλάντα του απερχόμενου ντριπλέρ του καιρού τούτου»



(Ύμνος στον Ντιέγκο Μαραντόνα)


Στην δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου·
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα κτίση Παρθενώνα.
Να θεωρή με την πίκρα του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Θολωμένο και γύφτικο το μάτι·
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ’ όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ’ απόκαμ' η ψυχούλα και της δίνει
παρηγοριά ψυχρή την κοκαΐνη.
Α! στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρή λίγη γαλήνη
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Κυρά της μοναξιάς, μάννα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάννα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζη στην αλάνα
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.



Ηλίας Λάγιος, Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, Αθήνα 1993.

Ιωάννα Γεωργακοπούλου-Τσιγγάνα σπάσε το βιολί


Ζακ Ντυπέν-"Πέντε ποιήματα"



Ζακ Ντυπέν (1927-2012)


Η ΥΔΡΙΑ

Ατέλειωτα να βλέπεις να υποφώσκει μια δεύτερη νύχτα
Μέσα από τούτη την ασάλευτη λαμπερή φωτιά
Που καμιά στάχτη δεν την μετριάζει.

Αλλά το στόμα στο τέλος, το στόμα γεμάτο χώμα
Και τρόμο
Θυμάται ότι αυτή είναι η φωτιά που καίει
Και οδηγεί στο ποτάμι τα κοπάδια.




ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Δεν ανήκουμε παρά στο μονοπάτι του βουνού
Που φιδογυρίζει κάτω απ’ τον ήλιο
Ανάμεσα στις φασκομηλιές και τις λειχήνες
Και ρίχνεται στη νύχτα, μονοπάτι της κορυφογραμμής,
Να συναντήσει τους αστερισμούς.
Αγγίξαμε κορυφές
Το όριο των καλλιεργημένων χωραφιών.
Οι σπόροι ανοίγουν μέσα στην γροθιά μας.
Οι φλόγες επιστρέφουν στα κόκαλά μας.
Ας ανέβει ο καπνός ενάντια στους ανθρώπους ως εμάς!
Στην ηλικία του ηφαιστείου
Ας απαντήσουν η άμπελος κι η σίκαλη!
Οι καρποί της έπαρσης, οι καρποί του βασάλτη
Θα ωριμάσουν κάτω απ’ τα χτυπήματα
Που μας κάνουν ορατούς.
Η σάρκα θα αντέξει όσα υπέφερε το μάτι,
Ό,τι δεν ονειρεύτηκαν οι λύκοι
Πριν να κατέβουν στη θάλασσα.




Η ΑΝΑΚΩΧΗ

Ο χρόνος θα γιατρέψει τα σημάδια των αγώνων μας,
Δίνοντας αιτία και στέγη στα κύματα του πυρετού μου.

Τον έχω πολεμήσει, κυνηγήσει κατά πόδας,
Στραγγαλίσει σε κάθε δεσμό,
Γεννήσει σε κάθε μας ρήξη.

Σήμερα πορευόμαστε μαζί,
Όπως το ποτάμι και της όχθης οι λεύκες.

Αυτά που κοιμούνται στη φωνή μου, τα σκυλιά,
Είναι πάντα λυσσασμένα.




ΑΡΧΙΚΟΝ

Σκόνη λεπτή, ξερή στον άνεμο,
Σε καλώ, σου ανήκω.
Σκόνη, κόκκο τον κόκκο,
Ας γίνει δικό μου το πρόσωπό σου,
Ανεξιχνίαστο μέσα στον άνεμο.




ΤΟ ΟΡΥΚΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Σ’ αυτή τη χώρα ο κεραυνός κάνει την πέτρα να καρπίζει.

Πάνω στις κορυφές που δεσπόζουν στα φαράγγια
Υψώνονται ερειπωμένοι πύργοι
Σαν φλογεροί πνευματικοί πυρσοί
Που τις νύχτες του δυνατού ανέμου
Στο αίμα του λατόμου ζωογονούν
Του θανάτου το ένστικτο.

Όλες οι φλέβες του γρανίτη
Θα λυθούν στα μάτια του.

Εμάς ποτέ δεν θα μας γιατρέψει η φωτιά,
Η φωτιά που μιλάει τη γλώσσα μας.



                                                  Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος

Αναδημοσίευση από:

Νίκος Καζαντζάκης-Ασκητική (απόσπασμα)

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου...

Κατά που θα κινήσεις;

Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου.

Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργείς την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου.

Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει."



Ασκητική - Νίκος Καζαντζάκης

Ειρήνη Παραδεισανού-Παρέλασις


Να προσέχεις να έχεις στητό το στήθος
Να προσέχεις να βάζεις τα χέρια στον κυματισμό της τάξης
Να προσέχεις να μη γέρνεις το κεφάλι στον μέσα σου καημό

περηφάνια να δείχνεις
περηφάνια

τα σχοινιά που σε κρατούν
τα σέρνουν άλλοι
μα μην το πεις
...

Αντλήθηκε από το προφίλ της ποιήτριας στο Fb

Δημήτρης Λιαντίνης-Έξυπνον Ενύπνιον (απόσπασμα)

"Εάν το "δακρυόεν γελάν" αποτελεί τη βάση της ελληνικής αρετής, που ανυψώνει στην ελληνική ευδαιμονία, ο ιστορικός άνθρωπος στο σύνολό του παρείδε το μυστικό τούτο σημείο, δηλαδή την ανάγκη του μεταπλασμού και όχι της εκρίζωσης του πόνου. Αντί τούτου απέβλεψε στο στείρο και φτωχό του κακέκτυπο, που ορίζει την υπέρβαση του πόνου δια της αποφυγής του. Έτσι επέτυχε να εξασφαλίσει την προσωρινή επιβίωση και την σωτηρία του, αλλά μόνο σαν καταστάσεις, που τις συνοδεύει ο ανηρωϊκός και ανενθουσίαστος τρόπος." ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ, 49

Γιώργος Καφταντζής-Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου



Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
πάρτε την εσείς καλαμποκιές
Όταν επιστρέψω το αίμα μου
πάρτε το εσείς κληματαριές
Όταν επιστρέψω τη φωνή μου
πάρτε την εσείς άνεμοι·
Αλύπητα σκορπάτε με
εδώ κι εκεί σκορπάτε με
στους αιώνες των αιώνων.
Μονάχα την αγάπη
αρνούμαι να επιστρέψω
σε τούτο το απέραντο
χωρίς αγάπη σύμπαν
στους αιώνες των αιώνων.

Δύσκολες χρονιές, 1959

Πηγή:http://gar-ap.blogspot.com/2012/03/12.html

Στέλιος Ξεφλούδας- Άνθρωποι του μύθου (απόσπασμα)

Α'
ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ


Οδεύουμε μέσα στο φθινόπωρο. Η νύχτα είναι ψυχρή κι ανατριχιάζει. Μόλις ένα φεγγάρι έγραψε την καμπύλη του στον ουρανό. Οι στρατιώτες κινιούνται αργά σε μια ατέλειωτη γραμμή πάνου στον άσπρο δρόμο. Η μεγάλη πεδιάδα της Μακεδονίας, τα δέντρα, όπως υψώνουνται πυκνά εδώ κ' εκεί σα μια όαση στην έρημο, τα χωριά στο βάθος που κοιμούνται, παίρνουν μιαν έκφραση αμφίβολη και ρευστή κάτου άπ' τ' αδύνατο φως. Όλο αυτό το τοπίο, σου δίνει την εντύπωση της έρημου, όπως χάνεται ατάραχη και σιωπηλή κάτου άπ' τ' άστρα. Οι στρατιώτες βαδίζουν αργά, δεν πατούν σταθερά στο έδαφος, τρικλίζουν σ' ένα χάος από κούραση και ύπνο. Τ' άσπρο άλογο προχωρεί σα φάντασμα ανάμεσα στη σιωπή της κοιμισμένης πεδιάδας.

Πίσω από τους στρατιώτες ακολουθούν τ' αμάξια, το ένα ύστερα απ' τ' άλλο και γεμίζουν τη νύκτα μ' έναν κρότο μονότονο. Μόλις γυρίζουν οι τροχοί τους. Τ' αμάξια, η κοιμισμένη πεδιάδα, οι ανακατωμένες σκιές των στρατιωτών, τ' άλογο που μετράει τα βήματά του, χάνουν την πραγματική τους μορφή, διαλύονται, γίνουνται ένα όνειρο.

Κανείς δε βλέπει κανένα δρόμο, αν και ο δρόμος βρίσκεται κάτου, απ' τα πόδια του. Ο ένας πηγαίνει πίσω απ' τον άλλο, σα να μη μπορεί να κάνει διαφορετικά, να είναι δεμένος ο καθένας με τον προηγούμενό του και πάντα η ανθρώπινη σειρά καταστρέφεται, οι στρατιώτες ανακατώνονται, πυκνώνουν, φαίνουνται σαν σκοτεινοί όγκοι, που κινιούνται αποχωρισμένοι μεταξύ τους, κάποτε ένας πέφτει στην άκρη του δρόμου, άλλος στέκεται ακίνητος και δεν προχωρεί και τ' άστρα στον ουρανό τρέμουν. Τα μάτια, που κλείνουν απ' τον ύπνο, δε βλέπουν κανένα δρόμο ούτε τ' άστρα, κοιτάζουν μονάχα τον ύπνο. Τ' αμάξια κοιμισμένα ακολουθούν αργά κ' οι ρόδες τους τρίζουν πάντα μονότονα.

Κάποτε περνούμε ανάμεσα από χωριά βυθισμένα στον ύπνο που ξυπνούν απότομα απ' τα βήματα μας, απ' τον κρότο που κάνουν τα καρφιά απ' τα παπούτσια μας. Ανοίγουμε τα μάτια κ' είναι σα να μην καταλαβαίνουμε τίποτα, σα να νειρευόμαστε κοιμισμένοι. Γυναίκες βγαίνουν στα παράθυρα και μπορεί να κλαίνε σιωπηλά μέσα στή νύχτα χωρίς να τις βλέπουμε, να παρακαλούν το θεό χωρίς να τις άκουμε, οι άντρες κατεβαίνουν στο δρόμο, μας μιλάν, τι ήρεμη η φωνή τους, μας επαναλαμβάνουν «στο καλό», δεν τρέμει καθόλου η φωνή τους, πόσο θα ήθελαν να γίνουν ένα μαζί μας, ναρθουν μαζί μας, είναι ο λαός που κάνει αυτόν τον πόλεμο κι αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος.

Ατέλειωτος γύρω μας ο κάμπος της Μακεδονίας. Οι λιγνές λεύγες διακρίνουνται καθαρά στην άκρη του δρόμου σαν να μας αποχαιρετούν, τα αμάξια με τα ισχνά βώδια σέρνονται αργά κάτου απ' τα άστρα που τρέμουν και γεμίζουν τη νύχτα με το μονότονο κρότο τους. Πηγαίνουμε να πολεμήσουμε στην Αλβανία.

[πηγή: Στέλιου Ξεφλούδα, Άνθρωποι του μύθου, Εκδόσεις Σαλίβερου, Αθήνα 1944, σ. 5-7]

Σαββατόβραδο στην Καισαριανή - Γρηγόρης Μπιθικώτσης


                                                       Σαββατόβραδο στην Καισαριανή - Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελη βοριά

Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί

Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους
και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους
πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί

Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό πικρό ψωμί

Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωρά σου μάτια
που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή
ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια
κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή

Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα
κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί

Το δεύτερο κουπλέ λογοκρίθηκε το 1970 και δεν ηχογραφήθηκε

ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ
Σταύρος Ξαρχάκος - Λευτέρης Παπαδόπουλος
Η επτάλεπτη εκδοχή του τραγουδιού - με τους επιπλέον, λογοκριμένους στην αρχική εκδοχή 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Aldous Huxley – Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος (απόσπασμα)

Στις 22 Νοεμβρίου 1963, πέθανε ο Άλντους Χάξλεϋ, την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Πρόεδρος Κένεντυ, γι αυτό κι ο θάνατός του δεν πήρε την έκταση εκείνη τής δημοσιότητας που θα περίμενε κανείς ύστερα από μια τόσο ένδοξη φιλολογική διαδρομή. Ας θυμηθούμε την αρχή από το περιφημότερο έργο του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος”, μια εφιαλτική, προφητική ενατένιση ενός τέλειου τεχνοκρατικά πολιτισμού μίας μελλοντικής κοινωνίας που βασίζεται στον φυσικό και ψυχολογικό καταναγκασμό.

Το κτήριο: γκρίζο, τετράγωνο, τριάντα τέσσερα ολόκληρα πατώματα. Και στην είσοδο η επιγραφή:

ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΩΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ.

Στον θυρεό το έμβλημα τού Παγκόσμιου Κράτους:

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ.

Η πελώρια αίθουσα, στο ισόγειο, έβλεπε κατά τον Βορρά. Έξω ήταν καλοκαίρι. Μέσα στην αίθουσα η θερμοκρασία ήταν τροπική. Κι όμως, τι χειμώνας γύρω! Τι παγωνιά! Μια ηλιαχτίδα που ταξίδευε, απ’ το μεγάλο παράθυρο, μάταια έψαχνε να βρει κάποια επιφάνεια που να την σκεπάζει κανένα βαρύ, σπλαχνικό υφαντό. Κάποιο ρίγος πνευματικότητας σ’ ένα αχνό σχήμα.

Όλα γύρω, χειμωνιά στη χειμωνιά. Τζάμι και νίκελ, και η ζοφερά γυαλισμένη πορσελάνη των επιστημονικών εργαστηρίων. Άσπρες οι φόρμες των εργαζομένων, και τα χέρια τους ντυμένα με γάντια από καουτσούκ στο χρώμα των πτωμάτων. Φάντασμα το φως, παγωμένο λείψανο. Μόνο από τους μπρούντζινους σωλήνες των μικροσκοπίων δανειζότανε μια ουσία κάπως πλούσια και ζωντανή. Κάτω από κάθε φακό, σαν μικρά, ορεκτικά κομμάτια κασέρι, ήταν τα λήμματα, σ’  ατέλειωτες σειρές, παρατεταγμένα πάνω στα εργαστηριακά τραπέζια.

«Κι αυτός», είπε ο Διευθυντής ανοίγοντας την πόρτα, «είναι ο Θάλαμος Γονιμοποίησης».

Την ώρα που ο Διευθυντής Επωαστηρίων και Πληθυσμιακού Προγραμματισμού μπήκε στον θάλαμο, τριακόσιοι Γονιμοποιοί, σκυμμένοι πάνω στα όργανα τής εργασίας τους, ήταν βυθισμένοι στη δουλειά τους, μέσα σε μια αποπνικτική, σχεδόν, σιγή, τη σιγή τής απόλυτης προσήλωσης, που την διέκοπτε μόνον κάποιος ψίθυρος, ή έστω κι ένα μικρό μηχανικό σύριγμα. Μια ομάδα από νέους φοιτητές που μόλις είχαν φτάσει στο Κέντρο, νεαρά ροδομάγουλα ξεπεταρούδια, ακολουθούσαν τον Διευθυντή κατά πόδας, σχεδόν, σαν αυτόματα. Ο καθένας τους κρατούσε ένα σημειωματάριο όπου σημείωνε, με βιάση, τα όσα έλεγε ο διαπρεπέστατος άνδρας. Ναι, είχαν το προνόμιο να αντλούν τη γνώση από την πηγή. Και τί προνόμιο! Ο Διευθυντής Επωαστηρίων και Πληθυσμιακού Προγραμματισμού τού Κεντρικού Λονδίνου πάντοτε φρόντιζε να οδηγεί προσωπικά τους νέους φοιτητές στην πρώτη επίσκεψη των διαφόρων τμημάτων.

«Έτσι, για να σάς παράσχω μια γενική ιδέα», εξηγούσε.

Βέβαια, κάποια γενική ιδέα θα έπρεπε να αποκτήσουν για να μπορούν να διεκπεραιώνουν υπεύθυνα την εργασία τους. Αλλά μόνον τόση, όση χρειαζότανε και τίποτα παραπάνω — τα χρηστά μέλη τού Συνόλου, για να είναι ευτυχή, δεν πρέπει να ξέρουν πολλά.

Όλοι, άλλωστε, τό ήξεραν πως οι λεπτομέρειες είναι που οδηγούν στην αρετή και την ευτυχία, ενώ οι γενικότητες είναι απλώς αναγκαία πνευματικά κακά. Η Κοινωνία δεν βασίζεται στους φιλόσοφους, αλλά στους φιλολόγους και στους συλλέκτες γραμματοσήμων.

 

«Από αύριο», συνήθιζε να λέει, χαμογελώντας με μια κάπως απειλητική μεγαθυμία, «θα στρωθείτε σε σοβαρή εργασία και δεν θα έχετε καιρό για γενικότητες. Στο μεταξύ όμως, θα σάς πω ολίγα τινά…».

Οι νέοι σπουδαστές κρατούσαν σημειώσεις σαν τρελοί. Είχαν το προνόμιο να καταγράφουν τα «ολίγα τινά» στο σημειωματάριό τους κατ’ ευθείαν από την πηγή. Και τι προνόμιο!

Ψηλός, λιγνός και ευθυτενής, ο Διευθυντής προχώρησε στον θάλαμο. Είχε μακρύ σαγόνι, μεγάλα προεξέχοντα δόντια που τα σκέπαζαν, όταν δεν μιλούσε, πλούσια, καλογραμμένα χείλια. Να ‘ταν νέος: Να ‘ταν γέρος; Τριάντα; Πενήντα; Πενήντα πέντε; Ήταν δύσκολο να τό πεις και, στο κάτω-κάτω, το θέμα δεν είχε σημασία. Στο έτος αυτό τής Σταθερότητας, το 632 Α.Θ.Μ.*, δεν σου περνούσε καν από το μυαλό το θέμα τής ηλικίας. Ήταν, πια, εντελώς ξεπερασμένο

«θ’ αρχίσω από την αρχή», είπε ο Δέλτα Έψιλον Πι Πι, και οι πιο επιμελείς από τους φοιτητές κατέγραψαν, κι αυτή, ακόμη, την πρόθεση του στο σημειωματάριό τους: «Θ* αρχίσουμε από την αρχή!».

****************************

632 Α.Θ.Μ. = Από θεοποιήσεως Μηχανής. Το έτος Ένα Α.Θ.Μ. τοποθετείται, περίπου, στην ιστορική περίοδο τής διάδοσης ατμοκινήτων αυτοκινήτων στην αμερικανική ήπειρο από έναν προφήτη που άκουγε στο όνομα Χένρυ Φορντ (Σ.τ.Μ.).

 

Πηγή: Aldous Huxley, Θαυμαστός Καινούριος κόσμος, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Αθήνα: Μέδουσα 1991. 

aldous_huxleyΟ Άλντους Χάξλεϋ (Aldous Leonard Huxley, 26 Ιουλίου 1894 – 22 Νοεμβρίου 1963) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος και σατιρικός συγγραφέας.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Μέλπω Αξιώτη-Εικοστός Αιώνας (απόσπασμα)



Δεν είχε φέξει ακόμα, όταν εβούιξε τριγύρω: «Προσοχή, προσοχή! Όλοι οι άντρες κρυφτείτε!». Δεν πρόλαβαν. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν εξεχώριζες καλά. «Μπλόκος!» φώναζαν, «μπλόκος! Μας κυκλώσανε παντού!». Βγαίνανε οι γυναίκες, τις λόγχιζαν μπρος στο κατώφλι τους. Αποσπούσανε τα παιδιά από τους πατεράδες. Τους άντρες, τους εσέρνανε απ' τα πόδια κι απ' τα μαλλιά. Μέσα στο μισοσκόταδο ξεχώριζες ένα βογγητό, δεν έβλεπες το πρόσωπο. Ξημερωθήκανε οι άντρες όλοι γονατιστοί. Ώσπου έσκασε ο ήλιος, ήρθε τότε κι η μάσκα. Ένα πανί κατάμαυρο της σκέπαζε την κεφαλή, φαίνονταν μόνο μάτια, κι έδειχνε με το δάχτυλο. [...] Έδειχνε με το δάχτυλο η μάσκα και προχωρούσε. Στήσανε πολυβόλα, και τους εγάζωσε η ριπή. Εσβάρνιζε το αίμα. Tους άλλους που απομείνανε, τους βάλανε στη μέση, και μαζί με τον ήλιο που εβάδιζε στον ουρανό, τραβούσαν προς τη δύση. Δεν τους ξανάδε κανείς, επέρασαν πολλά σύνορα, εχάθηκαν στην Ευρώπη, μέσα στα στρατόπεδα. Τρέχανε πίσω οι μάνες, και κανά δυο που γλίτωσαν, τρέχανε να κρυφτούνε σε φούστες και σε πιθάρια, να μην τους ξαναβρούν.

[πηγή: Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός Αιώνας, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 123-124]

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ - Από δόξα και θάνατο

Το μυθιστόρημα της Αξιώτη Εικοστός αιώνας (1946) αποτυπώνει τις εθνικές περιπέτειες από το 1916 ως το 1946, μέσα από τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, Πολυξένης. Στο παρακάτω απόσπασμα τα βιώματα της Πολυξένης είναι στενά συνδεδεμένα με την εποχή, το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση, στην οποία μετέχει ενεργά, διακινώντας παράνομο Τύπο. Στο απόσπασμα περιγράφονται αναδρομικά (μέσα από το κελί της φυλακής της) δύο λαϊκές συγκεντρώσεις στην Αθήνα τον καιρό της Κατοχής: το συσσίτιο των καλλιτεχνών στο Μουσείο και η πρώτη διαδήλωση το Μάρτη του 1943, με τους πρώτους νεκρούς.΄

Χειμώνας. Τα συσσίτια στήνονταν παντού. O τόπος ρουφούσε ζωή από μια καραβάνα.* O πληθυσμός μαζευότανε, ξεχνούσαν κάθε παρελθόν, και περίμεναν στην ουρά. Μ' ένα ντενεκεδάκι.* Κολλούσαν ψείρα και θερμότητα, ο ένας απ' τον άλλον.
         Εκείνη την ημέρα θα στηνόταν πρώτη φορά και το συσσίτιο των καλλιτεχνών. Το είχαν βάλει στο Μουσείο. «Πτέρυξ Μυκηναϊκή», σημείωναν τα τόξα που οδηγούσαν στην αίθουσα. Τα μάρμαρα στη μοναξιά πάγωναν περισσότερο και τα σπασμένα τζάμια κουβαλούσανε μέσα το τέλος του Φλεβάρη και τον κάθιζαν σ' ανθρώπινα κόκαλα.
         Ήρθε το μεσημέρι. Η ώρα που μαζεύει κι απομονώνει μπροστά στο ψωμί όλη την οικογένεια. Τότε έγινε μια ταραχή κι όλοι μετατοπίστηκαν κι ανάμεσά τους πέρασε κάποιος. «Ο πρόεδρος» ψιθύρισαν. O πρόεδρος σκαρφάλωσε σ' ένα τραπέζι και στάθηκε ορθός. H μάζα άπλωνε από κάτω. Πόσα ανθρώπινα μάτια πήγαν και κόλλησαν σαν στρείδια πάνω του! Είχε ένα σκληρό πρόσωπο. Όλοι τότε κατάλαβαν πως από τη σκληράδα αυτή εξαρτάται το φαΐ τους. Η μαζεμένη μάζα από κάτω ταράχτηκε. «Ας τελειώσει επιτέλους αυτή η ιστορία!» ακούστηκε κάποια φωνή. «Ας τελειώσει επιτέλους!» είπαν κι άλλες φωνές, κι ο τόπος γύρω αγριεύτηκε. O πρόεδρος φοβέριζε και κουνούσε τα χέρια. «Ν' αρχίσομε!» φώναζε η μάζα. «Πεινούμε!» φώναξε ένας. O πρόεδρος ξεδίπλωσε ένα χαρτί. Μονομιάς έγινε σιωπή σαν του νεκροταφείου. Στα χέρια, οι ντενεκέδες, σαν κομπολόγια εκρέμονταν. Σαν να 'βγαινε από στέρνα,* μέσα στις γυμνές αίθουσες αντήχησε παράγγελμα:
         «Άγγελος Σικελιανός». Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού. Ύστερα από τους ποιητές πήρανε οι πεζογράφοι. Ύστερα οι γλύπτες. Oι ζωγράφοι. Oι μουσικοί. Και οι χήρες τους. Εβάστηξε τρεις ώρες. Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά.* Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ' όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. Ήτανε κάποιοι που δεν έδειχναν την παλάμη τους σ' άνθρωπο, και την άπλωναν τώρα γυρεύοντας ψωμί, ψωμί. Κι έκοψαν μερικοί καταμεσής το στίχο, για να έρθουν, κι όσοι ως τώρα εξέρονταν* μόνο μες στα χαρτιά, βλέπονταν στο πρόσωπο.
         Εβάστηξε τρεις ώρες. Στην πιο μεγάλη οχλοβοή,* που ήταν μπερδεμένοι όλοι σαν το κουβάρι, τρύπωσε ένας ανάμεσα κι έδινε κάτι στα κρυφά. Πέρασε σαν αέρας, δεν πρόλαβε κανείς να δει. Το 'χωνε μες σε φούχτες ή όπου αλλού έβρισκε. Το πιάσανε απ' τις φούχτες τους, και ήταν εφημερίδα. Ήταν ο μυστικός τύπος της κατοχής. Ποιος τους τον έφερε; Δεν έμαθαν. «Τα μυστικά συνεργεία δουλεύουνε», σκέφτηκε τότε η Πολυξένη, που ήταν κι εκείνη ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.
         Τον είχε ύστερα τρία χρόνια, η Πολυξένη, στον κόρφο της. Τον παράνομο εκείνο τύπο. Μαζί του εκοιμότανε. Τον έχωνε στα στήθια. Ήταν μικρά και φούσκωναν. Ίδρωνε και τον λέρωνε. Τον είχε και τη μέρα που πιάστηκε. Τον ήβρανε. «Μίλησε! Ποιοι είναι οι άλλοι!» «Όχι, δε θα μιλήσω», τους είπε. Δε μίλησε. Μόνο που λιγοθυμούσε. Ξυπνούσε κι έπεφτε πάλι σε βύθιση. Από πάνω τη χτυπούσαν. Ήτανε μια νεκρή, που δε θάφτηκε ακόμα και νιώθει φούχτα φούχτα το χώμα που της ρίχνουνε, και τη χώνει όλο πιο βαθιά. Έτσι έμεινε από τότε. Της τσάκισαν το χέρι, κόλλησε στραβά μόνο του, σαν του σκύλου του δρόμου. Κόλλησε μες στη φυλακή. Δεν πειράζει, είπε η Πολυξένη, σάμπως θα μου ξαναχρειαστεί το χέρι μου; Αύριο δε θα υπάρχω.

     Είχε έρθει ύστερα ο Μάρτης. Ήρθε κι εκείνη η μέρα. Αποβραδίς καθένας κοιμήθηκε μονάχος του, την άλλη μέρα βρέθηκαν πολλοί μαζί. Ήταν διαδήλωση. Η πρώτη διαδήλωση. Ήρθανε παρέες παρέες. Όπως πάνε στη λειτουργιά. Πούθε* εκινήσανε, πώς χωριστήκανε, εκείνο δεν το 'δε κανείς. Σπάθες κι αλόγατα παραμονεύανε κι εχθροί τρομεροί με πολυβόλα. Κλείσανε τα μαγαζιά. Δεν τα 'κλεισαν κυβερνήσεις, δε λάβανε κρατική εντολή, τα 'κλεισαν εκείνοι μονάχοι. Δεν κρέμονταν σημαίες. Έβλεπε η Πολυξένη τον ουρανό, τα σύννεφα, και μια ανθρώπινη μάζα να κινιέται στη γη, σαν χωράφι ανθισμένο, σαν ντάλιες* στη βιτρίνα, πού και πού ξάστραφτε ένα χρώμα, πού και πού εμάζευε, σαν φυσαρμόνικα. Πέσανε οι πρώτες πιστολιές. Τότε κινήθηκε απ' τη μάζα ένα τμήμα κι έτρεξε. Πέσανε προκηρύξεις, όπως πέφτουνε τα φύλλα στους κήπους το φθινόπωρο. Ο πρώτος ήλιος της χρονιάς φώτισε μια σημαία. Μια μόνη σημαία που έτρεχε. Όλος ο κόσμος γύρω προσήλωσε το μάτι του στο χέρι που τη σήκωνε. Του 'λειπαν τα δυο δάχτυλα. Ένας δίπλα μουρμούρισε: Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!». Έτρεχε η Πολυξένη μαζί μ' όλους που τρέχανε, έβλεπε τη σημαία, τα δάχτυλα που ελείπανε, ήτανε ο Αιμίλιος. Πέφτανε οι πιστολιές. «Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!» είπανε πάλι δίπλα της. Έβλεπε η Πολυξένη τα κορμιά που κυλήσανε, έβλεπε τον Αιμίλιο, γέμιζε το ένα μάτι της με χαρά, το άλλο τρόμο, πέρναγαν τότε δίπλα σε ζαχαροπλαστείο, μύριζε βανίλια άλλοτε, και τώρα μύρισε αίμα ο τόπος.
         Σήκωσαν τους πρώτους νεκρούς. Δεν ήξερες ποιοι σου έδεναν, άγνωστοι, τις πληγές σου. Ήτανε μες στο πλήθος κι ανάπηροι που τρέχανε, ήτανε και κουτσοί με τόσες κουτσαμάρες, που ποτέ δεν ταιριάζουνε, στο ρυθμό ούτε στο βλέμμα, και τώρα ταίριαζαν κι αυτοί μέσα στο ίδιο κύμα. Έτρεχε η Πολυξένη, γύριζε δίπλα κι έβλεπε. Είχαν έρθει εκείνοι οι παλιοί, οι γνώριμοί της, απ' τα λασπόσπιτα, απ' τα τέρματα, όσοι κάνανε τον πόλεμο, και τώρα τη διαδήλωση, όσοι είχανε λογαριασμούς από τη Μικρασία, όσοι είχανε δολοφονημένους από δέκα πολέμους πατέρες, παιδάκια με δίχως βρακί, φοιτητές χωρίς θρανίο, κοπέλες με διπλή καρδιά, κι απάνω απ' όλους έβλεπε η Πολυξένη έναν Αιμίλιο, μια δική της αγάπη που σκόνταφτε, μα έμενε ορθός.
         Πέσανε ομοβροντίες, φώναξαν κάτι που έμοιαζε με «Λευτεριά» κι εσκόρπισαν. Κρύφτηκε η Πολυξένη στα σοκάκια κι έφευγε. Oι δρόμοι είχαν γίνει φιλικοί εκείνη τη μέρα. Oι διαβάτες, δικοί σου. Τρίξανε πάλι οι μεντεσέδες* του νεκροτομείου κι εμπήκαν πάλι πτώματα. Τα πρώτα της Αντίστασης. Τα προηγούμενα ήτανε της Πείνας. Άρχιζε καινούρια σειρά.
          Όταν σκόρπισε η διαδήλωση, έφυγαν, μα δε χώρισαν. Δε χάθηκαν όπως τότε, σ' εκείνη την κηδεία* που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Ήταν τώρα δεμένοι με κλωστές ψιλές, στέρεες. Πόσοι την ίδια ώρα, σ' άλλα μέρη, σ' άλλη γη...
         Κοντά πριν φτάσει σπίτι της, ήταν μέρα λιακάδα, ίσως η πρώτη της χρονιάς, κι ένας μεγάλος στρατηγός έβγαζε τρεις σκύλους περίπατο. Περπάταγαν μαζί, μπρος αυτός, πίσω εκείνοι. Κοίταξε η Πολυξένη με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο, κι είδε την πρώτη απόσταση της εποχής που χώριζε τους εχθρούς απ' τους φίλους.
         Σκεφτότανε τώρα, ανάσκελα, στης φυλακής τα σίδερα, με το σπασμένο χέρι της:
         «Τι καιρός, πόσα χρόνια, και να μην έχει τελειωμό!».

Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Κέδρος

 καραβάνα: πιάτο που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες * ντενεκεδάκι: τενεκεδένιο δοχείο, συνήθως από κονσέρβες, με το οποίο έπαιρναν το φαγητό στα συσσίτια * στέρνα: χτιστή δε ξαμενή νερού * μποξάς: πανωφόρι * εξέρονταν: γνωρίζονταν * οχλοβοή: φασαρία από τις φωνές του πλήθους * πούθε: από πού * ντάλιες: είδος λουλουδιού * μεντεσέδες: μεταλλικά ελάσματα που στηρίζουν τις πόρτες ή τα παράθυρα * κηδεία: προφανώς η κηδεία του Κωστή Παλαμά, το Φεβρουάριο του 1943, που εξελίχθηκε σε αντικατοχική διαδήλωση

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Κ.Γ. Καρυωτάκης-Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

Ελεγεία και Σάτιρες (1927)




Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο - Μωρά στη φωτιά

 Ποίηση:Κώστας Καρυωτάκης
 Δίσκος :''Θεατρίνοι'' 1999

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος : "Αστροφεγγιά"(απόσπασμα)


[...] Ένα χρόνο αργότερα ο θάνατος μπήκε στο σπίτι. Αυτό μήτε που τόχε συλλογιστεί. Το τρίτο παιδί, το γελούμενο αγοράκι, έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ο πατέρας δεν έβαλε κακό με το νου του. Εκείνος δεν έβαζε ποτέ το κακό.
—Αρρώστια είναι και θα περάσει, έλεγε. Δεν έχουμε κάμει συμβόλαιο με το Θεό, να είμαστε πάντα γεροί.
Μα η μητέρα φιδοφαγώθηκε. Νύχτα μέρα καθόταν στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, με το ζόρι έτρωγε μια μπουκιά, με το ζόρι κοιμόταν μια δυο ώρες. Κ’ ήταν φθινόπωρο και τότε, σ’ έν’ άλλο σπίτι, σε μια στενόχωρη κάμαρη. Το παιδί φλεγόταν από τον πυρετό, σπάραζε και παραμιλούσε. Το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους. Ο γιατρός ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε το τάληρό του κ’ έφευγε. Κι όλο «αύριο θα ιδούμε» κι «αύριο θα ιδούμε» ψιθύριζε, ίσαμε που ήρθε η ώρα χωρίς αύριο.
Ο Άγγελος στεκόταν συλλογισμένος μπροστά στο νεκρό αδερφό και πότε κοιτούσε τα κίτρινα κεριά που γέμιζαν μαύρο καπνό το δωμάτιο, πότε στύλωνε τη ματιά του στα σταυρωμένα χεράκια, στο κέρινο προσωπάκι του νεκρού αδερφού κ’ ήταν πάλι χαμένος και δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Η μητέρα δερνόταν, έσκιζε τα μάγουλά της με τα νύχια της, θρηνούσε απαρηγόρητα. Ο πατέρας, ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους άντρες, έκλαιγε σα να ήταν συναχωμένος. Μια γειτόνισσα σχολίαζε το περιστατικό, πίσω από τη ράχη του Άγγελου:
— Ακούς εκεί να χάσουν το παιδί μέσ’ απ’ τα χέρια τους, χωρίς λόγο! Σα να μην είναι ο κόσμος γεμάτος κλινικές, μόνε τ’ αφήσανε σ’ αυτόν τον ξυλοσκίστη και τους το πέθανε!
— Τι να σου κάνουν, αποκρινότανε κάποια άλλη, φτωχοί άνθρωποι κι άπραγοι! Τι να σου κάνουν! Δεν το ξέρεις πως η φτώχια κουτιαίνει τον άνθρωπο;
— Με συχωρείς, κυρία μου, ξανάλεγε η πρώτη, πολύ να με συχωρείς! μήπως κ’ εμείς δεν είμαστε μεροκαματιάρηδες; Μα σαν αρρώστησε η Αννίκα μου, σκίσαμε τα βουνά να τη σώσουμε! Σπαράζεται η καρδιά μου ν’ ακούω αυτή τη δυστυχισμένη τη μάνα να δέρνεται. Τον ξέρω εγώ τον πόνο της μάνας. [...]

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος- Το κορίτσι του χειμώνα

Αγρυπνούν τα παιδιά μες απ’ τα χρόνια
τα παιδιά που είμαστε άλλοτε και μεις
εραστές της αμέριμνης στιγμής,
και γεμίζουν τον όρθρο χελιδόνια.

Το κορίτσι διαβάζει ένα βιβλίο:
ξεχειλίζει απ’ το φύλλο υγρή ματιά–
–χειμωνιά του Γενάρη: ωχρή αντηλιά
μες στο σπίτι, στο δρόμο άκαρδο κρύο.

Το κορίτσι ονειρεύεται: ένα χέρι
τον ελάχιστο αδράχνει άσπρο καρπό.
Σ’ ένα χείλος ανθεί το «σ’ αγαπώ»
κι είναι ακόμα μεσημέρι!

Το κορίτσι ονειρεύεται το βράδι,
το δρομάκι ταπόμερο εκεί δα,
που το ζήσαμε με άστατη καρδιά,
το δρομάκι όλο δίψα και σκοτάδι.

Τα παιδιά συλλογιούνται τώρα μόνα,
τα παιδιά, που είμαστε άλλοτε και μεις:
αίθρια μνήμη –σα ρόδο της αυγής–
το κορίτσι του αγύριστου χειμώνα.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος( 23 Οκτωβρίου 1901 – 17 Απριλίου 1982)

Πηγή:Από το Ποιητικό Ημερολόγιο 2019, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

e.e. cummings-Κάπου που δεν ταξίδεψα ποτέ.



Κάπου που δεν ταξίδεψα ποτέ.

κάπου που δεν ταξίδεψα ποτέ, πρόθυμα πέρα
από κάθε εμπειρία, τα μάτια σου έχουν τη σιωπή τους:
στην πιο λεπτή σου χειρονομία υπάρχουν πράγματα που με περιβάλλουν,
ή που δεν μπορώ ν’ αγγίξω γιατί είναι πολύ κοντινά

το πιο ανεπαίσθητο βλέμμα σου εύκολα θα με απεγκλωβίσει
παρόλο που έχω κλείσει τον εαυτό μου όπως τα δάχτυλα·
ανοίγεις πάντα πέταλο−πέταλο εμένα καθώς η Άνοιξη ανοίγει
(αγγίζοντας επιδέξια, μυστηριακά) το πρώτο της τριαντάφυλλο

ή αν η επιθυμία σου είναι να με κλείσεις, εγώ
και η ζωή μου θα σφαλιστούμε πολύ όμορφα, ξαφνικά,
όπως όταν η καρδιά αυτού του λουλουδιού φαντάζεται
το χιόνι να πέφτει παντού με προσοχή·

τίποτα απ’ ό,τι μπορούμε ν’ αντιληφθούμε σε τούτο τον κόσμο δεν είναι
ισάξιο με τη δύναμη της σφοδρής σου ευθραυστότητας: που η υφή της
με συναρπάζει με το χρώμα των τόπων της,
προσφέροντας τον Θάνατο και το Για Πάντα με κάθε ανάσα

(δεν ξέρω τι είναι αυτό σε σένα που κλείνει
κι ανοίγει· μόνο κάτι μέσα μου καταλαβαίνει
πως η φωνή των ματιών σου είναι βαθύτερη απ’ όλα τα τριαντάφυλλα)
καμία, ούτε καν η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια

Μετάφραση: Κώστας Λιννός

Μάρω Δούκα-"Ήρθες, ήρθες, εφάνης, με σουραύλι να υφάνεις…"


[…] Ήρθες, ήρθες, εφάνης, σιγοτραγουδώ, με σουράβλι να υφάνεις· χωρίς κομπολογάκι λαϊκός, χωρίς μπεγλέρι μάγκας. Αυτοφυής, ευφυής, αυτοδίδακτος. Εκλεκτικός, προκλητικός, υπερήφανος. Με τη διαρκή αποστροφή. Τόλμησε ποτέ άλλος να πει όχι στους χειροκροτητές του; Να επιβάλει το μέτρο και τον τόνο στο κοινό του; Να πάρει την ευθύνη κλείνοντας πίσω του την πόρτα; Και πόσοι άλλοι συνομίλησαν ως αντιεξουσιαστές με την εξουσία; Και πόσοι συνέφαγαν με τους πολιτικούς πληρώνοντας οι ίδιοι το τραπέζι;
Έχω ακούσει τον Παντελή Βούλγαρη σε παρέες, είναι καλός αφηγητής ο Παντελής, να διηγείται με σεβασμό και αγάπη ωραίες ιστορίες για τον Χατζιδάκι. Έχω επίσης διαβάσει συγκινητικά κείμενα του Μένη Κουμανταρέα που αποτυπώνουν όχι μόνο τη φιλία τους, αλλά και το κλίμα εκείνης της εποχής μ’ εκείνη την παρέα, σ’ εκείνο το καφενείο! Θυμάμαι όμως και τον διασυρμό του από τα πρωτοσέλιδα της φυλλάδας «Αυριανής», εποχή που ο «αυριανισμός» εγκαινίαζε τα νέα ήθη και τις νέες στήλες στις έγκυρες εφημερίδες. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;

Άκουγα για μέρες, ξανά και ξανά, τα γραντζουνισμένα μου βινύλια και θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια πότε και από ποιο δισκάδικο της Αθήνας τα είχα αγοράσει.

Αλλά η σχέση μου με τη μουσική και τα τραγούδια του είχε αρχίσει χρόνια πριν, στα Χανιά. Από τότε που περπατούσα στον δρόμο κι έφτανε ως εμένα μια μελωδία που δεν ήξερα ακόμη ότι είναι δική του. Εποχή που δεν είχαν όλοι ραδιόφωνο και το πικ-απ το απολάμβαναν ελάχιστοι. Καλοκαιράκια σαν οργαντίνες με το φεγγοβόλημα της πικροδάφνης στους φράχτες. Οι καμπάνες που μιλούσαν και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, μικρές ιστορίες περασμένες σε νότες, μια μια η νότα, σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι, μελωδίες λιτές, χαρούμενες ή λυπημένες, που ταξίδευαν από φωνή σε φωνή και από όνειρο σε όνειρο για να ενσωματωθούν με τον μαγικό μας μικρόκοσμο. 

Κι έπειτα στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Ένας ένας τώρα οι δίσκοι μου. Έξι λαϊκές ζωγραφιές και Για μια μικρή λευκή αχιβάδα. Οδός Ονείρων, Μυθολογία. Όρνιθες. Τα σκηνικά τραγούδια. Και οι φωνές: Ο Γιώργος Ρωμανός, ο Λάκης Παπάς, η Αρλέτα, ο Γιώργος Μούτσιος, η Μούσχουρη, η Πόπη Αστεριάδη, η Καίτη Χωματά, ο Γιώργος Ζωγράφος. Η Πλάκα τότε. Και το τραγούδι μας που δεν ήταν μόνο τραγούδι. Τρόπος ζωής; Όχημα ονείρου; Παράθυρο στο πέλαγος; Κι από δίπλα το «Θέατρο Τέχνης». Ο Λόρκα και ο Μπρεχτ. Ο Τένεσι Ουίλιαμς. Και μετά το οδυνηρό ξύπνημα. Η Χούντα. 
Κι εκεί κοντά στο 1972 το θαύμα του Μεγάλου ερωτικού. Οκτώβρης 1974: Sweet Movie στον κινηματογράφο «Άστυ». Η μια δεκαετία μέσα στην άλλη. Αθανασία, Τα παράλογα, Πορνογραφία, Ρωμαϊκή αγορά, Ατέλειωτος δρόμος, Για την Ελένη, Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, Χειμωνιάτικος ήλιος, Απρόβλεπτα τραγούδια, Αντικατοπτρισμοί. Και οι αγγελικές φωνές: Δημήτρης Ψαριανός, Φλέρη Νταντωνάκη. Και οι παντοτινές: Δήμητρα Γαλάνη, Χάρις Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη. Ο Μανώλης Μητσιάς. Η Έλλη Πασπαλά, ο Βασίλης Λέκκας, ο Ηλίας Λιούγκος, η Αλίκη Καγιαλόγλου. Τα δικά μου βινύλια, τα άφθαρτα!
Πώς θα μπορούσα να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου στον Μάνο Χατζιδάκι; Δεν ήμουν ποτέ η παθιασμένη θαυμάστριά του. Κι όμως υπήρξαν εποχές που μόνο μέσα από τη δική του μουσική μπορούσα να παρηγορηθώ. Κυρίως όταν οι καιροί δυσκόλευαν. Πώς είναι εκείνο το τετράστιχο; Όποιος χωρίς δαιμόνους δαιμονίζεται, πάει μια δεξιά, μια αριστερά, ποτέ δεν πάει μπροστά. 
Και τι θα μπορούσα να γράψω τώρα γι’ αυτόν; Όχι μεγάλα λόγια και υπερβολές. Τον τόνο, για λογαριασμό του, τον έδωσε από χρόνια πολλά και σ’ εμάς ο Νίκος Γκάτσος. Ταπεινά μόνο και, όπως το διεκδικούσε πάντα ο ίδιος από τους ακροατές του, με κατάνυξη. Να γράψω, και να το υπογραμμίσω, ότι είναι ο λυρικός, ο ερωτικός, ο ποιητής, ο παραμυθάς, ο ανθρωπογεωγράφος μουσικός. Ο συμπονετικός της φθοράς. Ο στοχαστικός, ο μελωδικός, ο αναζητητής. Ο δάσκαλος. Ο ακριβοδίκαιος. Ο εργατικός, ο εμπνευσμένος ανανεωτής. Ή μήπως ο ανατροπέας δημιουργός; Ακούω με κλειστά μάτια, κι έρχονται ένας ένας μπροστά μου. Ο Τσαρούχης, ο Κουν, ο Γκάτσος πάντα, ο Ελύτης. Η Μελίνα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Βασίλης Ρώτας. Ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης. Η Παξινού, ο Μινωτής. Η Ραλλού Μάνου. Η δόξα του χθες, η περιουσία του σήμερα. Με πόσο μόχθο και με πόσο αγώνα και με πόσο ταλέντο έχουν κατακτηθεί όσα θεωρούμε σήμερα αυτονόητα. Και με πόση ελαφρότητα τα διασύρουμε.


ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ στην άλλη και με την ίδια πάντα φωτογραφία, προσπαθώ να τον ζωντανέψω μέσα μου. Να τον ακολουθήσω από την Ξάνθη στο Παγκράτι. Με τη Θρακιώτισσα μάνα και τον Κρητικό πατέρα. Πόλεμος, Κατοχή. Κι αυτός ένας δεκαοχτάχρονος μουσικός. Οι βιοποριστικές ανάγκες. Εργάτης στου Φιξ, υπάλληλος, νοσοκόμος, φοιτητής στη Φιλοσοφική, σπουδαστής στο «Θέατρο Τέχνης». Έπειτα; Τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγούνε τους αστούς! Τη διάλεξή του το 1949, για το ρεμπέτικο, εννοώ. Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά για κείνη τη διάλεξη. Για την ευαισθησία, την οξυδέρκεια, την ευθυκρισία, την τόλμη, το ταλέντο του.

Για μένα όμως, πενήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, εκείνη η ομιλία του στην καρδιά της Αθήνας, εν καιρώ εμφυλίου, ήταν κυρίως μια πράξη επαναστατικής δικαιοσύνης, εφόσον και οι δύο αντιμαχόμενοι τότε απέκλειαν το ρεμπέτικο τραγούδι, ο ένας ως χαμερπές, εχθρικό στα ιδεώδη της φυλής, ο άλλος ως φθοροποιό, ξένο στα σοσιαλιστικά οράματα. Και οι δύο όμως, σε επίπεδο πνευματικής ηγεσίας και πολιτικής καθοδήγησης, με τα ίδια περίπου ελαφρολαϊκά «δυτικότροπα» γούστα και με την ίδια ηθική, την ίδια συντήρηση, την ίδια τύφλα, τον ίδιο καθωσπρεπισμό. Αριστεροί ή δεξιοί, ελάχιστα, έως και καθόλου, διέφεραν ως προς την αντίληψή τους για τον καλλιτέχνη, που θα όφειλε πρωτίστως, και απαρεγκλίτως, να υποτάσσεται σε μια συμβατική, καθησυχαστική και απρόσκοπτα αναγνωρίσιμη φόρμα.
Κι εμφανίστηκε αυτός τότε, μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, με αυστηρότητα και γνώση, αλλά και υποδόρια περιπαιχτικός, ένα παιδί-θαύμα που είχε ενηλικιωθεί διανύοντας με τις δικές του αποσκευές τις δικές του αποστάσεις, να μιλήσει στο εντός των τειχών ακροατήριό του για μιαν ελληνικότητα και για ένα όραμα που θα έπρεπε πρωτίστως να αναζητηθούν στα απόκεντρα και στα ημιφωτισμένα του κοινωνικού περιθωρίου. Ενός περιθωρίου που αγωνιζόταν για την επιβίωσή του συντηρώντας ατσαλάκωτη μέσα του την ηθική του καημού που γίνεται τραγούδι και αμάραντη την ανάμνηση του χορού που γίνεται συνομιλία με τον λησμονημένο πυρρίχιο.[…].




η λέξη, τεύχ. 173, γενάρης-φλεβάρης, 2003.
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Συμπεριλήφθηκε στο: Μάρω Δούκα, Τίποτα δεν χαρίζεται, Αθήνα : Πατάκης, 2016.
Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο
Αντλήθηκε από το προφίλ της Μάρως Δούκα στο fb: https://www.facebook.com/profile.php?id=100011327739124