Μόνο για τρελούς
Η ημέρα είχε παρέλθει, έτσι ακριβώς όπως παρέρχονται οι ημέρες· την είχα περάσει όπως όπως, την είχα σκοτώσει γλυκά, με τον πρωτόγονο και συνεσταλμένο τρόπο μου να εξασκώ την τέχνη της ζωής· είχα εργαστεί κάποιες ώρες, είχα ξεφυλλίσει παλιά βιβλία, δυο ώρες είχα πονέσει, όπως ακριβώς πονούν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, είχα πάρει ένα σκονάκι κι είχα χαρεί που οι πόνοι ξεγελάστηκαν, είχα απολαύσει ένα καυτό λουτρό κι είχα ρουφήξει την ακριβή ζεστασιά, τρεις φορές είχα παραλάβει το ταχυδρομείο κι είχα κοιτάξει όλες τις αχρείαστες τις επιστολές και τα δελτάρια, είχα κάνει τις ασκήσεις αναπνοής μου, τις ασκήσεις σκέψης όμως σήμερα από νωθρότητα τις είχα παραλείψει, μίαν ώρα είχα κάνει περίπατο κι είχα ανακαλύψει ωραία, λεπτεπίλεπτα, πολύτιμα δείγματα από συννεφάκια σχεδιασμένα στον ουρανό. Ήταν πολύ όμορφο αυτά, όπως ακριβώς η ανάγνωση παλιών βιβλίων, όπως η απόλαυση του ζεστού λουτρού, αλλά –εν συνόλω– δεν ήταν ακριβώς μια γοητευτική, μια αστραφτερή ημέρα ευτυχίας και χαράς, παρά μια από εκείνες τις ημέρες, έτσι όπως έμελλαν εδώ και πολύ καιρό τώρα πλέον να είναι για μένα οι φυσιολογικές και οι συνηθισμένες: μετρίως ευχάριστες, απολύτως υποφερτές, ανεκτές, χλιαρές ημέρες ενός ηλικιωμένου ανικανοποίητου κυρίου, ημέρες δίχως ιδιαίτερους πόνους, δίχως ιδιαίτερες έγνοιες, δίχως ουσιαστική στενοχώρια, δίχως απόγνωση, ημέρες κατά τις οποίες ακόμα και το ερώτημα μήπως έχει έρθει η ώρα ν’ ακολουθήσεις το παράδειγμα του Άνταλμπερτ Στίφτερ και να πάθεις κάποιο ατύχημα στο ξύρισμα το ζυγίζεις αντικειμενικά και ήρεμα δίχως αναστάτωση ή αισθήματα φόβου.
Όποιος έχει γευτεί τις άλλες ημέρες, τις κακές, εκείνες με τις κρίσεις της αρθρίτιδας ή τις άλλες μ’ εκείνον τον κεφαλόπονο τον άσχημο, τον ριζωμένο πίσω απ’ τις κόρες των ματιών, που κάθε δραστηριότητα του ματιού και του αφτιού διαβολεμένα τη μεταμορφώνει από χαρά σε ταλαιπωρία, ή εκείνες τις ημέρες που η ψυχή πεθαίνει, εκείνες τις χείριστες ημέρες του εσωτερικού κενού και της απόγνωσης, όπου, καταμεσής της κατεστραμμένης και απομυζημένης από τις ανώνυμες εταιρείες γης, ο κόσμος των ανθρώπων και επονομαζόμενος πολιτισμός ντυμένος την κίβδηλη και χυδαία τενεκεδένια πανηγυριώτικη λάμψη του μας χαμογελά χλευαστικά βήμα βήμα σαν εμετικό, συγκεντρωμένος και τραβηγμένος στην άκρον άωτον του ανυπόφορου μέσα στο άρρωστο Εγώ του – όποιος έχει γευτεί εκείνες τις κολασμένες τις ημέρες είναι πολύ ικανοποιημένος με τέτοιες φυσιολογικές και μισερές ημέρες σαν τη σημερινή, ευγνώμων κάθεται δίπλα σε μια ζεστή σόμπα, ευγνώμων διαπιστώνει διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα ότι μήτε και σήμερα ξέσπασε κάποιος πόλεμος, μήτε επιβλήθηκε κάποια νέα δικτατορία, μήτε αποκαλύφθηκε καμία ιδιαίτερα ακραία αθλιότητα στην πολιτική και την οικονομία, ευγνώμων κουρδίζει τις χορδές της σκουριασμένης λύρας του για έναν μετρημένο, έναν αρκούντως χαρούμενο, έναν σχεδόν χαρμόσυνο ευχαριστήριο ψαλμό, με τον οποίο κάνει τον αμίλητο, γλυκό, κάπως ναρκωμένο με βρώμιο μισερό θεό του της ικανοποίησης να πλήττει, και μέσα στον χλιαρό και πυκνό αέρα εκείνης της ικανοποιημένης πλήξης, εκείνης της απουσίας πόνου που αξίζει πολλές ευχαριστίες μοιάζουν οι δυο τους, ο μισερός θεός που βαριεστημένος συναινεί κουνώντας το κεφάλι κι ο ελαφρώς γκριζαρισμένος μισερός άνθρωπος που τραγουδά τον υπόκωφο ψαλμό, σαν δίδυμοι ο ένας με τον άλλον.
Είναι ωραίο πράγμα η ικανοποίηση, η απουσία πόνου, αυτές οι υποφερτές σκυφτές ημέρες, όπου μήτε πόνος μήτε τέρψη τολμά ν’ αρθρώσει μια κραυγή, όπου τα πάντα ψιθυρίζουν μόνο και νυχοπερπατούν. Μόνο που στην περίπτωσή μου δυστυχώς ισχύει ότι εγώ ακριβώς αυτή την ικανοποίηση δεν την αντέχω, ότι έπειτα από ένα μικρό διάστημα μου γίνεται αβάσταχτα μισητή και βδελυρή κι εγώ γεμάτος απόγνωση αναγκάζομαι να τρέπομαι σε φυγή προς άλλες θερμοκρασίες, ει δυνατόν στον δρόμο των αισθημάτων της τέρψης, αλλά σε περίπτωση ανάγκης και στον δρόμο των πόνων. Όποτε έμεινα για λίγο δίχως τέρψη και δίχως πόνο και ανέπνευσα τη χλιαρή, άνοστη υποφερτή ατμόσφαιρα των επονομαζόμενων καλών ημερών, μετά μες στην παιδιάστικη ψυχή μου σηκώνεται ένας τόσο επώδυνος και οικτρός άνεμος, που τη σκουριασμένη λύρα της ευγνωμοσύνης την εκσφενδονίζω στο ικανοποιημένο πρόσωπο του υπναλέου θεού της ικανοποίησης και προτιμώ να αισθανθώ έναν σωστό διαβολεμένο πόνο να καίει μέσα μου παρά εκείνη την ευκολοχώνευτη θερμοκρασία δωματίου. Και πάραυτα φουντώνει μέσα μου ένα άγριο πάθος για δυνατά αισθήματα, για θεάματα, μια οργή για τούτη τη φκιασιδωμένη, την πεζή, την κανονισμένη και αποστειρωμένη ζωή και μια σφοδρή επιθυμία να κάνω κομμάτια κάτι, ένα εμπορικό κατάστημα ας πούμε ή έναν καθεδρικό ναό ή τον ίδιο μου τον εαυτό, να κάνω παράτολμες ηλιθιότητες, να τραβήξω τις περούκες από κάνα δυο λατρευτικά είδωλα, να εφοδιάσω κάνα δυο επαναστατημένα σχολιαρόπαιδα με το πολυπόθητο εισιτήριο για το Αμβούργο, ν’ αποπλανήσω ένα μικρό κορίτσι ή να στρίψω το λαρύγγι σε μερικούς εκπροσώπους της αστικής κοσμικής τάξης. Διότι αυτά μισούσα, απεχθανόμουν κι απευχόμουν απ’ όλα βέβαια ολόψυχα: εκείνη την ικανοποίηση, εκείνη την υγεία, την άνεση, εκείνη τη φροντισμένη αισιοδοξία του αστού, εκείνη την παχυλή ευδόκιμη πειθαρχία του μετρίου, του φυσιολογικού, του μέσου όρου.
Με τέτοια διάθεση έκλεισα λοιπόν τούτη την ανεκτή ημέρα της ρουτίνας σαν έπεφτε το σούρουπο. Δεν την έκλεισα με τον φυσιολογικό κι ευκολοχώνευτο τρόπο για έναν άνθρωπο που υποφέρει από κάτι, να αφεθώ να αιχμαλωτιστώ απ’ το κρεβάτι το ετοιμασμένο κι εφοδιασμένο με μια θερμοφόρα για δόλωμα, παρά βάζοντας τα παπούτσια μου γεμάτος δυσθυμία ανικανοποίητος και αηδιασμένος από το λιγοστό μου έργο της ημέρας, φόρεσα το πανωφόρι μου και μες στο σκοτάδι και την ομίχλη πήγα στην πόλη, για να πιω στο καπηλειό «Το ατσαλένιο κράνος» αυτό που οι άντρες που πίνουνε σύμφωνα με μια παλιά σύμβαση το λένε «ένα ποτηράκι κρασί».
Έτσι κατέβηκα λοιπόν τη σκάλα απ’ τη σοφίτα μου, εκείνα τα σκαλοπάτια της ξενιτιάς που δύσκολα τ’ ανεβαίνεις, εκείνα τα παντελώς αστικά, τα σκουπισμένα, καθαρά σκαλιά μιας ευυπόληπτης πολυκατοικίας για τρεις οικογένειες, στης οποίας τη στέγη έχω εγώ το ησυχαστήριό μου. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά εγώ, ο άπατρις λύκος της στέπας και μοναχικός εχθρός του μικροαστικού κόσμου, εγώ πάντοτε κατοικώ στα σωστά αστικά σπίτια, αυτός είναι ένας παλιός συναισθηματισμός δικός μου. Δεν κατοικώ μήτε σε παλάτια μήτε σε σπίτια προλετάριων, παρά διαρκώς ακριβώς σ’ αυτές τις ευυπόληπτες, άκρως πληκτικές, άψογα διατηρημένες φωλιές των μικροαστών, όπου μυρίζει λίγο τερεβινθίνη και λίγο σαπούνι και όπου ο άλλος τρομάζει, αν τραβήξει καμιά φορά την πόρτα του σπιτιού να πέσει βαριά στην κλειδωνιά ή αν μπει μέσα με βρώμικα παπούτσια. Την αγαπώ αυτή την ατμόσφαιρα δίχως καμία αμφιβολία από τα παιδικά μου χρόνια, και η κρυφή αποθυμιά μου για κάτι σαν πατρίδα με οδηγεί, άπελπι, ολοένα σ’ αυτούς τους παλιούς ηλίθιους δρόμους. Τώρα βέβαια, κι εμένα μ’ αρέσει η αντίθεση την οποία κάνει η ζωή μου, η μοναχική, η άστοργη και κυνηγημένη, η παντελώς ατακτοποίητη ζωή μου, με αυτό το οικογενειακό και αστικό περιβάλλον. Μ’ αρέσει ν’ αναπνέω στη σκάλα εκείνη τη μυρωδιά της ηρεμίας, της τάξης, της καθαριότητας, της υπόληψης και της ημερότητας, η οποία παρά το μίσος μου για τους αστούς πάντα έχει για μένα κάτι συγκινητικό, και μ’ αρέσει μετά να περνώ το κατώφλι του δωματίου μου, όπου όλα αυτά σταματούν, όπου ανάμεσα στις στοίβες των βιβλίων είναι σβησμένα τ’ αποτσίγαρα και οι μποτίλιες του κρασιού άδειες, όπου τα πάντα είναι ατακτοποίητα, αφιλόξενα και παρατημένα και όπου τα πάντα, βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις, είναι σημαδεμένα και ποτισμένα απ’ την ένδεια των μοναχικών, απ’ τον προβληματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, απ’ την αποθυμιά να δοθεί ένα νέο νόημα στη δίχως νόημα πλέον ανθρώπινη ζωή.
Και τότε πέρασα μπροστά απ’ την αρωκάρια. Γιατί στον πρώτον όροφο του κτηρίου αυτού η σκάλα ανεβαίνει μπροστά απ’ τον μικρό χώρο της εισόδου μιας κατοικίας, εκείνη είναι δίχως καμία αμφιβολία ακόμη πιο άψογη, πιο καθαρή και πιο σκουπισμένη από τις άλλες, διότι εκείνος ο μικρός χώρος της εισόδου ακτινοβολεί μια υπεράνθρωπη φροντίδα, είναι ένας απαστράπτων μικρός ναός της τάξης. Πάνω σ’ ένα δάπεδο παρκέ, που ντρέπεται να το πατήσει ο άλλος, υπάρχουν δυο λεπτεπίλεπτα σκαμνιά και πάνω σε κάθε σκαμνί μία μεγάλη γλάστρα, στη μια έχει μια αζαλέα, στην άλλη μια αρκετά επιβλητική αρωκάρια, ένα υγιές, γερό δέντρο μεγίστης τελειότητας για να φέρνει τα παιδιά ο πελαργός, και ακόμα κι η τελευταία της βελόνα στο τελευταίο της κλαδί αστράφτει φρεσκοπλυμένη. Ενίοτε, όταν ξέρω ότι περνώ απαρατήρητος, χρησιμοποιώ εκείνο το σημείο ως ναό, κάθομαι σ’ ένα σκαλοπάτι πάνω απ’ την αρωκάρια, γαληνεύω λίγο, σταυρώνω τα χέρια και κοιτάζω κατανυκτικά προς τα κάτω εκείνο τον μικρό κήπο της τάξης, του οποίου η συγκινητική διατήρηση και η μοναχική γελοιότητα μ’ αγγίζει κάπως στην ψυχή μου. Φαντάζομαι πίσω από εκείνο το χώρο της εισόδου, τρόπον τινά στον ιερό τον ίσκιο της αρωκάριας, μια κατοικία γεμάτη αστραφτερό μαόνι και μια ζωή γεμάτη υπόληψη κι υγεία, με πρωινό εγερτήριο, εκπλήρωση υποχρεώσεων, μετρημένα εύθυμες οικογενειακές γιορτές, κυριακάτικο εκκλησιασμό κι από νωρίς κατάκλιση.
Με προσποιητή ζωηράδα πήρα τα νοτισμένα ασφαλτοστρωμένα στενά, δακρυσμένα και πένθιμα κοιτούσαν τα φώτα των φαναριών μέσ’ απ’ τη δροσερή θολούρα της υγρασίας και ρουφούσαν τα φώτα που αντικατοπτρίζονταν νωθρά στο μουσκεμένο έδαφος. Μου ήρθαν στον νου τα νιάτα μου τα λησμονημένα – πώς τις αγαπούσα εκείνον τον καιρό τέτοιες σκοτεινές και θολές βραδιές στο τέλος του φθινοπώρου και το χειμώνα, πόσο άπληστα και μεθυστικά ροφούσα εκείνον τον καιρό τις διαθέσεις της μοναξιάς και της μελαγχολίας, όταν νύχτες ολόκληρες, τυλιγμένος στο πανωφόρι μου, περπατούσα με βροχή και θύελλα μέσα στην εχθρική, γυμνή από φύλλα φύση, μοναχικός ήδη από εκείνον τον καιρό, αλλά γεμάτος βαθιά απόλαυση και γεμάτος στίχους, τους οποίους ύστερα υπό το φως του κεριού στην κάμαρά μου, καθισμένος στην κόχη του κρεβατιού, κατέγραφα! Τώρα, αυτά είχαν περάσει, εκείνο το ποτήρι το είχα πιει και δεν μου το ξαναγέμισε κανένας πια. Ήταν κρίμα αυτό; Δεν ήταν αυτό κρίμα. Τίποτα που είχε περάσει δεν ήταν κρίμα. Κρίμα ήταν το τώρα και το σήμερα, όλες εκείνες οι αμέτρητες οι ώρες κι οι ημέρες που τις έχανα, που μόνο τις υπέφερα, που μήτε δώρα μήτε συγκινήσεις έφερναν. Αλλά δόξα τω Θεώ, υπήρχαν κι εξαιρέσεις, υπήρχαν ενίοτε, σπανίως, κι άλλες ώρες, εκείνες έφερναν συγκινήσεις, έφερναν δώρα, έριχναν τους τοίχους και έφερναν εμένα απολωλότα πάλι πίσω στη ζωντανή καρδιά του κόσμου. Θλιμμένος κι όμως βαθιά μέσα μου παρακινημένος έψαξα να θυμηθώ το τελευταίο βίωμα αυτού του είδους. Ήταν σε κάποιο κονσέρτο, έπαιζαν μια εξαίσια παλιά μουσική, εκεί μεταξύ δύο μέτρων σ’ ένα κομμάτι πιάνο που το έπαιζαν ξύλινα πνευστά μού ανοίχτηκε πάλι ξαφνικά η πόρτα για το επέκεινα, είχα ανέβει στους ουρανούς και είχα δει τον Θεό επί το έργο, είχα υποφέρει μακάριους πόνους και δεν αντιστεκόμουν σε τίποτα πια στον κόσμο, δεν φοβόμουν τίποτα πια στον κόσμο, είχα αποδεχθεί τα πάντα, είχα δώσει στα πάντα την καρδιά μου. Δεν είχε κρατήσει πολύ, ίσως ένα τέταρτο της ώρας, αλλά ξανάρθε στον ύπνο μου εκείνη τη νύχτα κι από τότε, όλες τις μονότονες ημέρες, άρχιζε να φέγγει κρυφά πότε πότε, το έβλεπα ενίοτε για κάποια λεπτά ξεκάθαρα να περνά σαν ένα χρυσαφένιο θεϊκό σημάδι απ’ τη ζωή μου, σχεδόν πάντα παραχωμένο βαθιά μες στις ακαθαρσίες και τα χώματα, μετά πάλι να φεγγοβολά μέσα σε χρυσαφένιες σπίθες, να φαίνεται πως δεν θα χαθεί ποτέ πια κι εν τούτοις σύντομα πάλι βαθιά χαμένο. Μια φορά μού συνέβη νύχτα ν’ αρχίσω ξαφνικά ενώ ήμουν ξαπλωμένος ξύπνιος να λέω κάποιους στίχους, στίχους που παραήταν ωραίοι και θαυμάσιοι, για να σκεφτώ να τους καταγράψω, που το πρωί δεν τους θυμόμουν πια και που ωστόσο έμεναν κρυμμένοι μέσα μου σαν το βαρύ καρύδι μέσα σ’ ένα παλιό σπασμένο τσόφλι. Μια φορά πάλι ήρθε ενώ διάβαζα έναν ποιητή, ενώ σκεφτόμουν μια σκέψη του Ντεκάρτ, του Πασκάλ, μιαν άλλη φορά άρχισε πάλι να λάμπει και κατευθύνθηκε αφήνοντας πίσω του ένα χρυσαφένιο χνάρι στους ουρανούς, όταν ήμουν στης αγαπητικιάς μου. Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το σημάδι του Θεού μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, μέσα σ’ αυτή την τόσο πολύ ικανοποιημένη, τόσο πολύ αστική, τόσο πολύ δίχως πνεύμα εποχή, με θέα αυτά τ’ αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα, αυτά τα καταστήματα, αυτή την πολιτική, αυτούς τους ανθρώπους! Πώς να μην είμαι ένας λύκος της στέπας και άξεστος ερημίτης μέσα σ’ έναν κόσμο απ’ του οποίου τους σκοπούς εγώ δεν συμμερίζομαι κανέναν, απ’ του οποίου τις χαρές καμία δεν μου λέει κάτι εμένα! Εγώ δεν μπορώ μήτε σ’ ένα θέατρο μήτε σ’ έναν κινηματογράφο ν’ αντέξω πολλή ώρα, δεν μπορώ καν μια εφημερίδα να διαβάσω, σπανίως κάποιο σύγχρονο βιβλίο, δεν μπορώ να καταλάβω τι τέρψη και τι χαρά είναι αυτή που ψάχνουν οι άνθρωποι μέσα στα φισκαρισμένα τα τρένα και τα ξενοδοχεία, στα φισκαρισμένα τα καφέ με την αποπνικτική διαπεραστική μουσική, στα μπαρ και τα βαριετέ των κομψών πολυτελών πόλεων, στις παγκόσμιες τις εκθέσεις, στις ουρές των αυτοκινήτων, στις διαλέξεις γι’ αυτούς που διψούν για μόρφωση, στα μεγάλα τα στάδια –εγώ όλες αυτές τις χαρές, οι οποίες θα μου ήταν βέβαια προσιτές και για τις οποίες χίλιοι άλλοι κοπιάζουνε και στριμώχνονται, δεν μπορώ να τις καταλάβω, να τις συμμεριστώ. Και αυτά αντιθέτως που συμβαίνουν σ’ εμένα στις σπάνεις ώρες της χαράς μου, αυτά που για εμένα είναι ηδονή, βίωμα, έκσταση και προαγωγή, αυτά τα γνωρίζει και τα ψάχνει και τ’ αγαπά ο κόσμος το πολύ πολύ στα ποιήματα, στη ζωή τα θεωρεί τρελά. Και στην πραγματικότητα, αν έχει δίκιο ο κόσμος, αν αυτή η μουσική στα καφέ, αυτές οι μαζικές οι διασκεδάσεις, αυτοί οι αμερικανότροποι άνθρωποι που ικανοποιούνται με τόσο λίγα έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε εγώ είμαι τρελός, τότε εγώ είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως με έλεγα συχνά, το θηρίο το απολωλός σ’ έναν ξένο κι ακατανόητο για εκείνο κόσμο, που δεν βρίσκει πια την πατρίδα, την όρεξη και την τροφή του.
Με τούτες τις συνηθισμένες σκέψεις συνέχισα να περπατώ στον μουσκεμένο δρόμο, σε μια απ’ τις πιο ήσυχες και πιο παλιές περιοχές της πόλης. Εκεί έστεκε απέναντι, απ’ την άλλη πλευρά του στενού, μες στο σκοτάδι ένα παλιό γκρίζο πέτρινο τείχος, που πάντα μ’ άρεσε να το βλέπω, έστεκε πάντα τόσο παλιό κι αφρόντιστο εκεί, ανάμεσα σε μια μικρή εκκλησία κι ένα παλιό νοσοκομείο, στην άγρια επιφάνειά του ξεκούραζα συχνά τα μάτια μου την ημέρα, λίγες υπήρχαν τόσο ήσυχες, όμορφες, σιωπηλές επιφάνειες στο εσωτερικό της πόλης, όπου βέβαια κατά τα άλλα σε κάθε τετραγωνικό μέτρο ένα κατάστημα, ένας δικηγόρος, ένας εφευρέτης, ένας γιατρός, ένας κουρέας ή ένας γητευτής κάλων σού φώναζε τ’ όνομά του. Και τώρα πάλι έβλεπα το παλιό το τείχος ήσυχο μες στην ηρεμία του, κι ωστόσο κάτι είχε αλλάξει πάνω του, είδα έναν μικρό όμορφο πυλώνα μ’ ένα οξυκόρυφο τόξο στο μέσον του τείχους και παρανόησα, διότι όντως δεν θυμόμουν πια αν εκείνος ο πυλώνας υπήρχε πάντα εκεί ή είχε προστεθεί πρόσφατα. Φαινόταν παλιός δίχως καμία αμφιβολία, παμπάλαιος· μπορεί η μικρή κλειστή πύλη με τη σκούρα ξύλινη πόρτα της να οδηγούσε πριν από αιώνες κιόλας σε κάποια κοιμισμένη αυλή μοναστηριού κι αυτό να έκανε και σήμερα ακόμα, έστω κι αν δεν υπήρχε πια το μοναστήρι, και πιθανόν εγώ να την είχα δει τη θύρα εκατό φορές κι απλώς δεν την είχα προσέξει ποτέ, ίσως να ήταν φρεσκοβαμμένη και γι’ αυτό να μου έκανε εντύπωση. Πάντως κοντοστάθηκα και κοίταξα προσεκτικά απέναντι, δίχως όμως να περάσω απέναντι, ο δρόμος ενδιάμεσα είχε μαλακώσει τρομερά και ήταν μουσκεμένος· έμεινα πάνω στο πεζοδρόμιο και κοιτούσα απλώς απέναντι, όλα ήταν ήδη πολύ σκοτεινά, και μου φάνηκε ότι γύρω γύρω απ’ την πύλη ήταν πλεγμένο ένα στεφάνι ή κάτι άλλο πολύχρωμο. Και τότε, όταν προσπάθησα να δω καλύτερα, είδα πάνω απ’ τον πυλώνα μια φωτεινή πινακίδα, που πάνω της ήταν, έτσι μου φάνηκε, γραμμένο κάτι. Κούρασα τα μάτια μου, και τελικά παρά τις λάσπες και τα νερά πέρασα απέναντι. Τότε είδα πάνω απ’ τον πυλώνα στο παλιό γκριζοπράσινο του τείχους ένα σημείο φωτισμένο, και πάνω απ’ το σημείο εκείνο περνούσαν κινούμενα πολύχρωμα γράμματα κι εξαφανίζονταν μετά αμέσως πάλι, έβγαιναν πάλι και χάνονταν. Τώρα, σκέφτηκα, έχουν καταχραστεί για τα καλά κι αυτό το παλιό όμορφο τείχος για να το κάνουνε φωτεινή ρεκλάμα! Εν τω μεταξύ αποκρυπτογραφούσα μερικές από τις λέξεις που εμφανίζονταν φευγαλέα, δύσκολα διαβάζονταν και τις μισές έπρεπε να τις μαντεύεις, τα γράμματα έβγαιναν με άνισα κενά μεταξύ τους, πολύ ξεθωριασμένα κι αδύναμα, κι έσβηναν πολύ γρήγορα. Ο άνθρωπος που ήθελε μ’ αυτά να κάνει τη δουλειά του δεν ήταν ικανός, ήταν ένας λύκος της στέπας, ο φουκαράς· γιατί άραγε έβαλε τα γράμματά του να παίζουν εδώ σ’ αυτό το τείχος μες στο πιο σκοτεινό στενάκι της παλιάς πόλης, αυτή την ώρα, με βροχερό καιρό, όπου κανένας δεν περνούσε από ’δω, και γιατί άραγε αυτά ήταν τόσο φευγαλέα, τόσο πεταχτά, τόσο δύστροπα και δυσανάγνωστα; Αλλά για στάσου, τώρα τα κατάφερνα, τη μια μετά την άλλη μπόρεσα να πιάσω κάποιες λέξεις, έλεγαν:
Μαγικό θέατρο
Είσοδος όχι για τον καθένα
-όχι για τον καθένα
Προσπάθησα ν’ ανοίξω την πύλη, το βαρύ παλιό πόμολο δεν κουνήθηκε όσο κι αν το πίεσα. Το παιχνίδι με τα γράμματα είχε τελειώσει, ξαφνικά είχε σταματήσει, θλιμμένο, έχοντας συναισθανθεί τη ματαιότητά του. Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, πάτησα βαθιά μέσα στις λάσπες, δεν έβγαιναν γράμματα πια, το παιχνίδι είχε σβήσει, πολλή ώρα έμεινα να στέκομαι μες στις λάσπες και περίμενα, μάταια.
Τότε, όταν τα παράτησα και είχα ήδη επιστρέψει στο πεζοδρόμιο, έσταξαν μπροστά μου ένα δυο χρωματιστά φωτεινά γράμματα πάνω στην άσφαλτο που τα καθρέφτιζε. Διάβασα:
Μό – νο – για – τρε – λούς!
Τα πόδια μου ήταν μούσκεμα και κρύωνα, εν τούτοις έμεινα για λίγο ακόμα να περιμένω. Τίποτα πια. Ενώ στεκόμουν και σκεφτόμουν πόσο όμορφα είχαν εμφανιστεί πάνω απ’ το νοτισμένο τείχος και την άσφαλτο που λαμπύριζε μαύρη τα λεπτεπίλεπτα πολύχρωμα φάσματα των γραμμάτων, μου ήρθε ξαφνικά πάλι στον νου ένα απόσπασμα από τις προηγούμενες σκέψεις μου: η παρομοίωση για το χρυσαφένιο σημάδι που άρχισε να λάμπει και που τόσο ξαφνικά έφυγε πάλι μακριά κι εξαφανίστηκε.
Κρύωνα και συνέχισα να περπατώ, ονειρευόμενος εκείνο το σημάδι, γεμάτος αποθυμιά για την πύλη που οδηγούσε σε ένα μαγικό θέατρο, μόνο για τρελούς. Είχα εν τω μεταξύ μπει στην περιοχή της αγοράς, όπου δεν έλειπε η βραδινή η διασκέδαση, κάθε δυο βήματα ήταν κρεμασμένο κι ένα πλακάτ και μια ταμπέλα διαφήμιζε: Γυναικεία ορχήστρα – Βαριετέ – Κινηματογράφος – Χοροεσπερίδα -, αλλά όλα αυτά δεν ήταν τίποτα για μένα, ήταν για τον «καθένα», για τους φυσιολογικούς, τους οποίους άλλωστε έβλεπα και παντού να στριμώχνονται ορδές στις πόρτες. Παρ’ όλα αυτά η θλίψη μου είχε υποχωρήσει λίγο, με είχε όντως συγκινήσει ένας χαιρετισμός του άλλου κόσμου, ένα δυο χρωματιστά γράμματα είχαν χορέψει κι είχαν παίξει πάνω στην ψυχή μου κι είχαν αγγίξει κρυμμένες συγχορδίες, μια αναλαμπή απ’ το χρυσαφένιο σημάδι είχε γίνει πάλι ορατή.
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Tο παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Έρμανν Έσσε(1877-1962) Ο λύκος της στέπας [Der Steppenwolf], το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1927. Από το 1923 ο Έρμανν Έσσε είχε πολιτογραφηθεί Ελβετός πολίτης. Το 1967 ο Γερμανός John Kay, μετανάστης στον Καναδά, επηρεασμένος από το μυθιστόρημα του Έρμανν Έσσε, άλλαξε το όνομα της μπάντας The Sparrow, στην οποία συμμετείχε, σε Steppenwolf. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον πολυμεταφρασμένο στα Ελληνικά συγγραφέα και δείτε τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου