Στα δέντρα τις θύελλες κοιτάζω,
που σε χλιάζουσες μέρες μου χτυπάνε
στα τρομαγμένα παραθύρια,
κι ακούω τα μάκρη πράγματα να λένε,
που δίχως φίλο δεν τ’ αντέχω
και δίχως αδελφή δεν τ’ αγαπώ.
Άξαφνα, μεταμορφωμένη, η θύελλα πάει,
μέσα απ’ το δάσος πάει κι από τον χρόνο,
κι όλα είναι σάμπως δίχως ηλικία:
το τοπίο, σαν στίχος στο ψαλτήρι,
είναι αυστηρό κ’ είναι βαρύ κ’ αιώνιο.
Σαν το μικρό, που παλεύουμε μαζί του,
ό,τι με μας παλεύει είναι μεγάλο
αν αφηνόμασταν, όμοιοι των πραγμάτων,
έτσι από τη μεγάλη θύελλα να υποταχτούμε, -
ανώνυμοι θα γινόμασταν και μακρινοί.
Νικούμε το μικρό, και το ίδιο
το αποτέλεσμα αυτό μικρούς μας κάνει.
Το αιώνιο και το μη κοινό
δε θέλει λυγισμένο από μας να ’ναι.
Ο Άγγελος είναι αυτό, στους παλαιστές
της Παλιάς που εμφανίζεται Διαθήκης:
όταν του αντιπάλου του τα νεύρα
μεταλλικά τεντώνουν, στον αγώνα,
αισθάνεται, κάτω απ’ τα δάχτυλά του
σάμπως χορδές μιας μελωδίας βαθειάς.
Όποιον ενίκησε ο Άγγελος αυτός,
που έτσι συχνά από τον αγώνα παραιτείται,
αυτός ανορθωμένος πάει και δίκαιος
και μέγας, απ’ το χέρι εκείνο το σκληρό,
που τον έσφιγγε, πλαστουργό σα να ΄ταν.
Η νίκη δεν τον είχε προσκαλέσει.
Το μεγάλωμά του είναι: ο νικημένος
βαθιά, να ΄ναι απ’ τους πάντα πιο μεγάλους.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου