Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Τέλλος Άγρας-Αυτή που πορεύεται πρώτη



Κρεμάμενη ἐλαφρά στή σφαλερή της μέση,
στό δρόμο, πίσω ἐγώ κι ἐκείνη ἐμπρός πηγαίνει,
καί στήν περπατησιά, παρόμοια ἀλλάζει θέση,
πού ἡ μισή ξεκινᾶ κι ἡ ἄλλη μισή ἀπομένει.

Τό ἀνέβαθο μετάξι νά χτυπιέται ἀκούει
μέσα του, τό εὔκαιρο κορμί πού περισσεύει:
πώς δέ χωρεῖ καμώνεται καί τό συγκρούει,
κι ὕστερα ἀποτραβιέται μέσα, καί χωνεύει·

πηγαίνει τό μετάξι κι ἔρχεται, ζαρώνει,
κι ἐντός, τό εὐκολοδιάβαστο σχῆμα δουλεύει·
μιά γίνεται, μιά λύνεται, δένει καί λυώνει,
κι ὅλο καί, λές, λαθεύει, κι ὅλο κι ἀληθεύει

κι οἱ ἀράδες οἱ ἀλαφρειές μεταλλάζουν ὁλοένα,
κι εὐκολοχώριστες, σκοντάφτει ἡ μιά στήν ἄλλη,
κι εὐκολοσύναχτες, καί πάλι γίνονται ἕνα,
καί ξαναρχῆς στόν τόπο τους ἔρχονατ πάλι.

Στό κορμί της περνοῦν τῆς φτέρνας της οἱ χτύποι,
κι ὁ γοφός ἀποκρίνεται κάτω ἀπ᾿ τή ζώνη:
ζυγώνει, ἀπιδρομάει -μιά, σώνεται καί λείπει,
μιά, στούς ἁρμούς του σύγκορμος σφιχτά μεστώνει.

Μελετάει τό κορμί καί κλώθει καί ξεπλέχει
κύκλους συγκρούει παράταιρους, καί τούς χωρίζει·
τό κῦμα πού κινᾶ καί τηνέ περιτρέχει,
τρέχει καί στόν κόρφο της κατακαθίζει.

-Πλοῦτος τοῦ δρόμου κι ὁλωνῶν, πλοῦτος ἐμένα...
μέ τό νοῦ μου σέ φέρνω σχῆμα τῆς ἀπάτης·
κι εὐκολοσκόρπιστα, κι εὐκολοσαστισμένα,
τ᾿ ἀχείλι μου ἀναλυοῦν τά μελοδάχτυλά της...

Κρεμάμενη ἀλαφρειά στήν σφαλερή σου μέση,
περαστική σέ χάνω κι ὅλα ὅπως σέ βρῆκα.
Τί καλό νά σοῦ λάχη ἐσένα; Μά ἄν σ' ἀρέση,
τούτους τούς λιγοστούς πάρε στίχους γιά προῖκα!

Μεγάλη, ἀληθινή -καί πάει- ἀπάνω κάτω!
καί μές στή φοῦστα της -στόν ἄνεμο καιρό-
ἀκούει , μιά τό δεξί καί μιά τό ἀριστερό,
ἀπό μέσα διπλόν τό γῦρο τῶν γονάτων.

Τέλλος Ἄγγρας, «Τριαντάφυλλά μιανῆς ἡμέρας», ἐπιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, Φέξης, Ἀθήνα 1965, σσ. 66-67.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου