*
Τα ονόματά μας πού και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους
ψυχές περιπλανώμενες δυστυχισμένες
χαμένες σημασίες που τις αποζητούν ακόμα
Για μια στιγμή θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
κι ανάβουνε τα παγωμένα φώτα
κι αρχίζουν από μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
να νοιώσουν έτσι πως υπάρχουν
Γιατί, πού τώρα πια φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν
να τρέμουν οι ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια
πού τώρα δάχτυλα αποχωρισμού να τα χαράζουνε
στης νεραντζιάς τη φλούδα
Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
και εξώφυλλα
βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν
Εμείς χαμένες σημασίες
κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα
*
*
Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
επικατάρατος εν γη αλμυρά…
Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ’ αφήνω
στους πέντε δρόμους δίχως να ’χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ
σε σώπασα μέσ’ στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν
Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα ’χεις από μένα να τους δείξεις;
Μια τέτοια αγάπη… δίχως αποδείξεις…
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν
Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή… Μα δεν την άλλαξα· ούτε εσύ
Γι’ αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης
*
Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα
που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα
το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι…
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω-δεν υπάρχω»
Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου
λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε
Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος…
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω
Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία…
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω
*
Μόνο αν υπήρχε ένας μεταθανάτιος λόγος θα μπορούσα να σου πω
αυτά που τώρα εδώ κάθομαι και ψελλίζω
– περίληψη των επομένων
που συνωστίζονται να βρουν συνέχεια και τέλος στο παρόν
Θνητός της ποίησης ο λόγος
αλλά από ανάξιο φόβο την αθανασία ζητάει
φαντασιώνει τα αισθητά ως προαισθήματα
και τα μελλούμενα ως τετελεσμένα
νεκρώνει τα παρόντα για να τα πενθεί
κι αυτή η νεκρότητα είναι η αθανασία
Προς τι λοιπόν ν’ απλώνω τη σαγήνη
και να ανασέρνω απ’ την απέραντη σιωπή
μορφές και εικόνες μιας ζωής από τα πριν χαμένης
Κι εσύ τι μου ζητάς να γράφω…
Σχεδιάσματα αδιέξοδα στη λευκή τρέλα
δρόμοι χειρόγραφοι όπου θα χαθείς όπως εγώ κι εσύ παντέρμη
Το περιθώριο δε με έσωσε
γκρεμίστηκα έξω απ’ τις σελίδες
Κι εσύ τι μου ζητάς να γράφω
Δε βλέπεις πως πεθαίνω;
Από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά», εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου