Αφρισμένο, κρύο,
σγουρό των χειμάρρων νερό,
εσύ με ξελογιάζεις
και ποτέ μου ομορφότερο από σένα δεν εγνώρισα·
ο βουή σου με κουφαίνει,
αντηχεί η καρδιά μου.
Εγώ όμως πού είμαι; Σε τίποτα μεγάλα σκουροκόκκινα
κοτρώνια, δέντρα, δάση ανάμεσα
που σκιερά τα διασχίζουν μονοπάτια;
Ο ήλιος με κάνει να ιδρώνω λιγάκι,
με χρυσώνει. Ω, τούτος ο ήσυχος θόρυβος,
η μοναξιά ετούτη!
Και αυτός ο μύλος που τον βλέπεις δεν τον βλέπεις,
στις καστανιές ανάμεσα, ρημαγμένος νά ’ναι.
Κατάκοπος νιώθω, ευτυχής
σαν σύννεφο ή σαν δέντρο νοτισμένο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου