Αξιολογήσεις
Η παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας μάς το δείχνει καθαρά με άπειρα παραδείγματα: υπάρχουν συγγραφείς που λατρεύτηκαν στην εποχή τους και ξεχάστηκαν πριν καλά καλά πεθάνουν. που αγνοήθηκαν από τους συγχρόνους τους και ανακηρύχθηκαν μεγάλοι από τους μεταγενέστερους. που έγιναν μύθος χάρη στην εύνοια κάποιας πολιτικής παράταξης ή κάποιων φιλολόγων. που δοξάστηκαν χωρίς να διαβαστούν ποτέ. που η αξιολόγησή τους γνώρισε συνεχείς διακυμάνσεις από την πλήρη απόρριψη ως την αποθέωση και από εκεί ως τη χλιαρή αποδοχή. Τελικά πολύ λίγοι είναι οι λογοτέχνες των οποίων η αξία έμεινε αδιαμφισβήτητη διαμέσου των αιώνων. Ακόμα και γι’ αυτούς, μάλιστα, είναι βάσιμη η υποψία ότι η διαχρονική και οικουμενική αναγνώρισή τους οφείλεται μάλλον σε κάποιον κομφορμιστικό σεβασμό ή στη δύναμή της αδράνειας παρά σε αληθινή εκτίμηση στο έργο τους. Οι εποχές και οι άνθρωποι αξιολογούν τους συγγραφείς με τα πιο διαφορετικά κριτήρια: άλλοτε για το εύρος των ιδεών τους και άλλοτε για την έλλειψη ιδεών, άλλοτε για την κομψότητα της γλώσσας και άλλοτε για την άτακτη ορμή της, άλλοτε για την ηθικότητα και άλλοτε για τη δαιμονικότητά τους, άλλοτε για την αυστηρή και άλλοτε για τη χαλαρή δομή των έργων τους. ‘Οσο ενοχλητικό και αν είναι, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά βεβαιότητα ότι ένας Καβάφης δεν θα θεωρηθεί κάποτε κατώτερος ποιητής από έναν Δροσίνη. Εκείνο που ξέρουμε είναι γιατί εμείς θεωρούμε τον Καβάφη σπουδαίο και τον Δροσίνη μέτριο. Και το να εξηγούμε τέτοια γιατί, όσο πιο διεισδυτικά μπορούμε, είναι τα μόνα διαπιστευτήρια που μπορούμε να δώσουμε σ’ έναν λογοτέχνη για την αιωνιότητα.
Αυτοαναφορικότητα
‘Ορος με δύο εκδοχές: μια “ασθενή” φιλολογική, σύμφωνα με την οποία ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να μελετηθεί ως αυτόνομος κόσμος. και μία “ισχυρή” φιλοσοφική, που υποστηρίζει ότι το λογοτεχνικό κείμενο χτίζει ένα δικό του, κλειστό σύμπαν, χωρίς καμία σχέση με την εξωτερική πραγματικότητα. Με την ασθενή εκδοχή η αυτοαναφορικότητα συνέβαλε σημαντικά στη φιλολογική ανάλυση των κειμένων. Με την ισχυρή εκδοχή, αυτή η έννοια-κλειδί του γαλλικού δομισμού και αποδομισμού δεν άνοιξε καμία πόρτα, έκλεισε όμως για τη λογοτεχνία την πόρτα του κοινού. Το οποίο κουρασμένο από τον αυτισμό της αυτοαναφορικής λογοτεχνίας, αναζητεί πλέον στη λεγόμενη παραλογοτεχνία, ή σε άλλα εκφραστικά μέα, έργα λιγότερο άσχετα με τις πραγματικότητές του.
Γενιά του ’30
Οραματίστηκε μια πνευματική εθνική αναγέννηση, αλλά το βλέμμα της στράφηκε αποκλειστικά προς το παρελθόν (Βυζάντιο και λαϊκή παράδοση). Θέλησε ν’ απεγκλωβίσει την ελληνική λογοτεχνία από τον επαρχιωτισμό της “ηθογραφίας”, αλλά το έργο της φαίνεται σήμερα πολύ πιο επαρχιώτικο από εκείνο “ηθογράφων” όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Καρκαβίτσας. Οι εκπρόσωποί της ήταν κοσμοπολίτες, αλλά μπόλιασαν στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας έναν εθνοκεντρικό λαϊκισμό. ‘Ηταν μορφωμένοι όσο δεν έμελλε ποτέ να είναι οι ‘Ελληνες συγγραφείς, αλλ’ αποθέωσαν την “υγιή” αμορφωσιά του λαού. Και το χειρότερο: αποπειράθηκαν να κρύψουν όλες αυτές τις αντιφάσεις πίσω από τον μονόλιθο της “ελληνικότητας”.
*
Ξεκίνησε φιλοδοξώντας να συνδέσει την ελληνική λογοτεχνία με τα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα της Δύσης. ‘Οταν έγινε φανερό ότι ήταν η ίδια σύμπτωμα της καθυστερημένης πνευματικής ζωής στην Ελλάδα, καλλιέργησε ένα κλίμα πολιτισμικού απομονωτισμού, μέσα στο οποίο επιδίωξε να κατοχυρώσει λιγότερο την εθνική ταυτότητα και περισσότερο τη δική της πρωτοκαθεδρία.
*
Ως το 1930 η ελληνική πεζογραφία, υπόθεση λίγων μοναχικών και απροσάρμοστων, είχε δώσει έργα (περισσότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς) που έτειναν να συγκροτήσουν μια εθνική λογοτεχνία με δική της προσωπικότητα, αλλά και στενά συνδεμένη με την ευρωπαϊκή πεζογραφική παράδοση. ‘Υστερα ήρθε η γενιά του ’30, που με την ισοπεδωτικά μειωτική χρήση του όρου ηθογραφία ακύρωσε ό,τι είχε επιτευχθεί ως τότε, απέρριψε το υλικό της ελληνικής ζωής ως “ανεκδοτολογικό” και οδήγησε την ελληνική πεζογραφία στο τέλμα, αφήνοντας μόνον έναν Καζαντζάκη να την κάνει ενδιαφέρουσα έξω από τα σύνορα της Ελλάδας.
*
Είναι χαρακτηριστική η εχθρότητα που έδειξε προς τους νεότερους συγγραφείς. Νιώθοντας ότι δεν μπορούσε να εμπνεύσει, προτίμησε να κρατήσει κλειστό τον δρόμο που έτσι κι αλλιώς είχε φράξει με την εμφάνισή της. Στην ελληνική λογοτεχνία η γενιά του ’30 είναι μία μεγάλη παρένθεση, που άργησε να κλείσει λόγω της βαρύτητας όχι του έργου της, αλλά των ονομάτων που την παρήγαγαν. Και, με την εξαίρεση του Καραγάτση, κανένας από τους συγγραφείς που συνδέθηκαν άμεσα με αυτό το κίνημα δεν μπορεί να διαβαστεί σήμερα με περισσότερο από φιλολογικό ενδιαφέρον.
Γλωσσολαγνεία
Ειδική, αλλά χαρακτηριστική στην εκδοχή της παραδοσιακή ελληνική τυπολατρία. Οι ‘Ελληνες είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για λέξεις και γλωσσικούς τύπους, ενώ δεν δίνουμε δεκάρα για το περιεχόμενο και τη λειτουργία τους. Οι αποδεκτοί ‘Ελληνες διανοούμενοι δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν με κάθε ευκαιρία την ελληνική γλώσσα ναό, κειμήλιο και άλλα συναφή, αποκαλύπτοντας έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, μια βασική αιτία της στειρότητάς που ταλανίζει την πνευματική μας ζωής.
Γυναικεία λογοτεχνία
Ακούμε ότι η γυναικεία λογοτεχνία είναι κατ’ εξοχήν εξομολογητική για τον λόγο ότι οι γυναίκες τώρα μόλις σπάζουν τη μακραίωνη σιωπή, στην οποία τις είχε καταδικάσει η ανδροκρατία. Αν είναι έτσι, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την απορία: μα καλά, αυτά όλα κι όλα είχαν να εξομολογηθούν;
*
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, Το ροζ που δεν ξέχασα, Η μητέρα του σκύλου, Το χειρόγραφο της Ρωξάνης, Παύλος και Ελένη… Χρειάζεται τάχα άλλη απόδειξη ότι οι άνδρες συγγραφείς όχι μόνο έχουν μάθει να γράφουν γυναικεία λογοτεχνία, αλλά και το διατυμπανίζουν;
Διακειμενικότητα (intertextualite)
Η Βουλγάρα σημειολόγος Julia Kristeva επινόησε στο Παρίσι αυτό τον όρο, με τον οποίο οι δομιστές και μεταδομιστές εννοούν ότι τα λογοτεχνικά κείμενα απηχούν άλλα λογοτεχνικά κείμενα και τίποτε άλλο. Αυτό το “τίποτε άλλο” προορίζεται να κάνει ριζοσπαστική μια κατά τα άλλα κοινότοπη θέση. ‘Ετσι, Η ζωή εν τάφω του Μυριβήλη, για παράδειγμα, δεν απηχεί τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το επιστολικό μυθιστόρημα του 18ου αιώνα. Στη δεκαετία του 1970 οι Γάλλοι (λίγο αργότερα και οι Αμερικανοί) θεωρητικοί έψαχναν ηδονικά για τέτοιους απόηχους σε γνωστά και μη έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ώστε ν’ απαλλαγεί οριστικά η εποχή μας από το όνειδος της έλλειψης πρωτοτυπίας. Σήμερα, η διακειμενικότητα έχει χάσει την αίγλη της, χάρη και στην αρνητική βοήθεια του μεταμοντερνισμού, που την έκανε θεωρητικό άλλοθι για κάθε κραυγαλέα απομίμηση. Αλλά στην Ελλάδα, ως συνήθως, αυτό θα γίνει αντιληπτό καθυστερημένα. Για την ώρα, πολλοί κριτικοί μας νομίζουν ότι είναι εναρμονισμένοι με την τελευταία πνευματική μόδα δίνοντας έμφαση στη “διακειμενική φύση” της λογοτεχνίας. Μερικοί μάλιστα, παρεξηγώντας το πράγμα, θεωρούν ότι οι αναφορές ενός έργου σε άλλα έργα είναι η πηγή και το μέτρο της λογοτεχνικής αξίας του.
Διήγημα
Η διηγηματογραφία είναι ο πιο ανθηρός κλάδος της ελληνικής πεζογραφίας. Η λογοτεχνία μας έχει βγάλει πολλούς σπουδαίους διηγηματογράφους. Θα είχε βγάλει ακόμα περισσότερους, αν μετά το 1930 οι συγγραφείς μας δεν είχαν τόσο συχνά την τάση να ξεχειλώνουν ένα πολύ καλό διήγημα για να φτιάξουν ένα πολύ μέτριο μυθιστόρημα.
Είδωλα
‘Ολοι συμφωνούν ότι ένας καλός γιατρός, τραγουδιστής, πολιτικός, ηθοποιός, ποδοσφαιριστής δεν είναι απαραίτητα αυτό που λέμε “καλός χαρακτήρας”. Περιέργως, όμως, ο πολύς κόσμος έχει την τάση να φαντάζεται ότι είναι πρότυπα αρετής ίσα ίσα οι λογοτέχνες -οι κατ’ εξοχήν άνθρωποι που, με το έργο τους, ζητούν συγγνώμη κι εξιλέωση για τις αμαρτίες τους.
Επιτήδευση
Πόσο νοσταλγούμε την κοινοτοπία, όταν βλέπουμε την επιτήδευση μερικών συγγραφέων που προσπαθούν με κάθε τρόπο να πρωτοτυπήσουν!
Ευαισθησία
Ευαίσθητος σημαίνει απροσάρμοστος. Μόνον αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό θα ξεφύγουμε από τη συσκοτιστική και ισοπεδωτική αναγωγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην “ευαισθησία”.
Ηθογραφία
Είθισται παρ’ ημίν να ονομάζεται ηθογραφία η (εξωτερική, ρηχή) περιγραφή των ηθών ενός τόπου ή μιας εποχής. ‘Ολη η ουσία αυτού του ορισμού βρίσκεται στην παρένθεση, που την πρόσθεσε η γενιά του ’30 για να χαρακτηρίσει και να απορρίψει το έργο των προκατόχων της. Αφαιρέστε τις παρενθετικές λέξεις και θα έχετε αυτό που έκαναν και κάνουν οι συγγραφείς όλου του κόσμου και όλων των εποχών.
*
Το παράδειγμα του Παπαδιαμάντη, που θεωρούσε τον εαυτό του ηθογράφο χωρίς καθόλου να ντρέπεται γι’ αυτό, μας δείχνει ότι ο καλός ηθογράφος μπορεί να δει το βάθος των πραγμάτων στην ίδια τους την επιφάνεια. Κάτι που αποτελεί, άλλωσε, τη βασική ικανότητα ενός σημαντικού συγγραφέα.
*
Κάθε λογοτεχνικό έργο που ασχολείται με συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένες καταστάσεις και σε συγκεκριμένους χώρους κινδυνεύει να περιφρονηθεί ως ηθογραφικό από ‘Ελληνες διανοούμενους που, επειδή αγνοούν ακόμα και την όψη των πραγμάτων, ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται μόνο για το βάθος τους.
Θεματολογία
Με βάση το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων τριάντα χρόνων, πρέπει να υποθέσει κανείς ότι η μετανάστευση υπήρξε ένα τελείως περιθωριακό φαινόμενο στην Ελλάδα, η δικτατορία της 21ης Απριλίου αποτελεί μύθευμα, η Κύπρος είναι ίσως κάποιο νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, ο τουρισμός και η τρομοκρατία είναι σχεδόν ανύπαρκτα φαινόμενα στη χώρα μας, η πολυκατοικία μπήκε στη ζωή μας τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια, ότι ευτυχώς μας είναι άγνωστα τα ναρκωτικά και το AIDS, ότι οι ‘Ελληνες περνούν τη μισή ζωή τους στο σπίτι τους και την άλλη μισή στο μπαρ, ότι δεν έχουμε μισό εκατομμύριο ξένους μετανάστες ούτε ανεργία ούτε οικολογικά προβλήματα.
‘Επειτα απ’ αυτό, είναι φυσικό να εκνευρίζονται οι σύγχρονοι συγγραφείς μας, όταν τους μιλάει κανείς για θεματολογία.
Ιδεολογία
‘Ενα λογοτεχνικό έργο που γράφτηκε για να υπηρετήσει μια ορισμένη ιδεολογία δεν είναι απαραίτητα κακό. Αν όμως είναι καλό, δεν είναι επειδή υπηρετεί μια ορισμένη ιδεολογία.
*
Εφόσον η λογοτεχνία υπερασπίζεται την πολυπλοκότητα της ζωής απέναντι σε κάθε απλούστευση και σχηματοποίηση, θα είναι πάντα ξένη κατά τη φύση της προς τα συντεταγμένα και κλειστά συστήματα ιδεών που ονομάζονται ιδεολογίες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι ξένη προς τις ίδιες τις ιδέες, τους σπασμούς που γέννησαν και τις περιπέτειες που τους επιφυλάσσει η ζωή.
Λογοτεχνία
Η λογοτεχνία δεν υπάρχει γι’ αυτό που λέγεται, αλλά γι’ αυτό που δεν λέγεται -και που, φυσικά, είναι πάντα το σημαντικότερο.
*
Με τις λέξεις μπορούμε ίσως να πλησιάσουμε στην ουσία ενός σπουδαίου λογοτεχνικού κειμένου, αλλά δεν μπορούμε ποτέ αν την αγγίξουμε. Αυτό είναι το παράδοξο της λογοτεχνίας: όσο καλύτερη είναι, τόσο περισσότερο μας σπρώχνει πέρα από τα όρια της γλώσσας, μέσα στα οποία φαίνεται φυλακισμένη η ίδια.
*
Η φύση της λογοτεχνίας συγγενεύει λιγότερο με την ευγλωττία του ρήτορα απ’ ό,τι με τα κομπιάσματα του τραυλού.
*
Η δικαιοσύνη της λογοτεχνίας είναι ότι αναγνωρίζει τα εξώγαμα της ζωής.
Μήνυμα
Παρά τα όσα λέγονται, ένα σημαντικό καλλιτεχνικό έργο κουβαλάει πάντα κάποιο μήνυμα. Επειδή, όμως, αυτό το μήνυμα είναι πιο σύνθετο και βαθύ απ’ όσο οι τρέχουσες αντιλήψεις για τον κόσμο, αντιστέκεται στις συνθηματικές και αισθηματολογικές διατυπώσεις που ζητούν συνήθως όσοι μιλούν για μηνύματα των καλλιτεχνικών έργων.
Μπεστ σέλερ
Μπεστ σέλερ είναι ένα βιβλίο που όσοι έχουν βιβλιοθήκη δεν θα το τοποθετούσαν σε
περίοπτη θέση, ενώ όσοι θα το τοποθετούσαν δεν έχουν βιβλιοθήκη.
*
Το όνειρο κάθε συγγραφέα, να γράψει ένα βιβλίο που να γίνει μπεστ σέλερ σήμερα και ν’ αναγνωριστεί ως αριστούργημα αύριο, μοιάζει με την επιθυμία όλων μας να ήμασταν πλούσιοι στα νιάτα μας και ωραίοι στα γεράματά μας.
*
Ο συγγραφέας ενός καλού βιβλίου που έγινε μπεστ σέλερ θα πρέπει να βασανίζεται από την υποψία ότι ίσως το βιβλίο του θα είχε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία αν ήταν λιγότερο καλό.
Μυθιστόρημα
Το μυθιστόρημα αφηγείται τη σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτό που νομίζαμε ότι είμαστε και αυτό που ανακαλύπτουμε ότι είμαστε. Είναι η μόνη μορφή τέχνης που μας συγκινεί, και μάλιστα μας κάνει να χαμογελάμε λυτρωτικά, θυμίζοντάς μας κάτι τόσο μελαγχολικό όσο η ανατροπή των απόλυτων αξιών από τη σχετικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
*
Γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει καχεκτικό; Μια πρακτική εξήγηση: το μυθιστόρημα απαιτεί πειθαρχία, υπομονή, γνώση, τεχνική -όλα αυτά αντιπαθητικά πράγματα στην Ελλάδα.
*
Γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει καχεκτικό; Μια προβληματική εξήγηση: γιατί στην ελληνική κοινωνία δεν αναπτύχθηκε ποτέ το λεγόμενο “αστικό ήθος”. Η διαπίστωση είναι σωστή και η συσχέτιση του αστικού ήθους με το μυθιστόρημα όχι αβάσιμη: μια ορθολογική συνείδηση είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε μεγάλες διαψεύσεις. Αλλά γιατί άραγε το μυθιστόρημα άνθησε ή ανθεί και σε κοινωνίες με ακόμα πιο υποτυπώδη αστική οργάνωση απ’ όσο η ελληνική;
*
Γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει καχεκτικό; Μια πολιτισμική εξήγηση: το μυθιστόρημα ζει από την εσωτερική ταύτιση με τις ιδέες που, στη συνέχεια, αποδεικνύονται ασύμβατες με την πραγματικότητα. αλλά δύσκολα μπορεί να βρεθεί στον κόσμο άλλος τόπος όπου οι ιδέες να είναι τόσο λίγο δεσμευτικές για την ατομική συμπεριφορά όσο στην Ελλάδα: κανένας ‘Ελληνας δεν αυτοκτόνησε ποτέ για λόγους ευθιξιας. Η τέλεια ιστορική ενσάρκωση του ελληνικού “ήθους” ήταν ο Αλκιβιάδης: πατριώτης και προδότης, γενναιόδωρος και άπληστος, αβρός και ωμός, αγέρωχος και ψοφοδεής -ένας χαρισματικός αμοραλιστής, που ζούσε μόνο μέσα σε ρόλους, χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν. Τέτοιοι ανθρώπινοι τύποι παράγονται αδιάκοπα από την ελληνική κουλτούρα, και είναι συναρπαστικοί. Αλλά πώς να γίνουν μυθιστορηματικοί ήρωες, όταν ούτε οι ίδιοι ούτε ο περίγυρός τους ούτε οι συγγραφείς που θα μπορούσαν να εμπνευστούν από αυτούς βλέπουν κάποιο πρόβλημα σε τέτοιες συνεχείς μεταμορφώσεις;
*
Γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει καχεκτικό; Μια λογοτεχνική εξήγηση: γιατί το άφθονο μυθιστορηματικό υλικό που προσφέρει η ελληνική πραγματικότητα απορρίπτεται ως “ηθογραφικό” ή “ανεκδοτολογικό” από την πλειονότητα των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων: αυτή είναι η μόνη, αλλά μοιραία, κληρονομιά που άφησε στην ελληνική πεζογραφία η γενιά του ’30.
*
Γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει καχεκτικό;
Παραλογοτεχνία
Παραλογοτεχνία είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα, το αισθηματικό μυθιστόρημα, το
ιστορικό μυθιστόρημα, το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, το πολιτικό θρίλερ, η πορνογραφία, το ευθυμογράφημα, το αφήγημα τρόμου και μυστηρίου. Αν υπάρχει και κάποιο άλλο είδος που αρέσει και συγκινεί, να είστε βέβαιοι ότι ανήκει και αυτό στην παραλογοτεχνία.
Πειραματική λογοτεχνία
Κάθε σοβαρός λογοτέχνης πειραματίζεται με τις λέξεις, τον λόγο και την τεχνική της αφήγησης. Το αποτέλεσμα των πετυχημένων πειραμάτων λέγεται λογοτεχνία. των αποτυχημένων, πειραματική λογοτεχνία.
Πλοκή
Οι άνθρωποι είχαν ανέκαθεν την ανάγκη ν’ ακούν και να διηγούνται ιστορίες: μέσα από αυτές ερμηνεύουν και προσοικειώνονται τον κόσμο. Μπορεί κανείς ν’ αλλάξει την τεχνική της αφήγησης, να σχετικοποιήσει την αλήθεια μιας αφήγησης, ακόμα και ν’ αμφισβητήσει το κύρος του αφηγητή. Αλλά δεν μπορεί να καταργήσει την ίδια την αφήγηση στο όνομα ενός καλλιτεχνικού επαναστατισμού, που θέλει να αλλάξει τη λογοτεχνία ερήμην των αναγκών που την κρατούν ζωντανή.
*
Οι συγγραφείς που διακήρυξαν ότι η πλοκή είναι μία απορριπτέα φενάκη οδήγησαν την ελληνική πεζογραφία εκεί, όπου οδήγησαν τον ελληνικό κινηματογράφο όσοι σκηνοθέτες διακήρυξαν ότι το σενάριο δεν παίζει ρόλο σε μια καλή ταινία.
Ποίηση
Η νεότερη Ελλάδα έχει πολύ σημαντική ποιητική παράδοση. Γι’ αυτό οι επίδοξοι λογοτέχνες μας, αλλά και οι κριτικοί και οι φιλόλογοι, αισθάνονται κατά κανόνα ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να θεωρηθούν και οι ίδιοι πολύ σημαντικοί αν ασχοληθούν με την ποίηση παρά με την πεζογραφία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ελληνική ποίηση εμφανίζεται σπουδαιότερη απ’ όσο πραγματικά είναι.
*
Η νεοελληνική γλώσσα έχει αναδείξει έναν ποιητή που μπόρεσε να μιλήσει σ’ ένα παγκόσμιο κοινό κι επηρέασε όχι λίγους ποιητές άλλων γλωσσών: τον Καβάφη. Επίσης, έχει γεννήσει δυο-τρεις ποιητές που ίσως κάποτε θεωρηθούν μεγάλοι, με οποιαδήποτε κριτήρια. Τέλος, έχει βγάλει μια πλειάδα ποιητών που κατόρθωσαν να εξυψώσουν σε ποιητικό όραμα αυτό που λέμε Ελλάδα. Στη σκιά όλων αυτών κινείται ένα αμέτρητο πλήθος άλλων, που φαντάζονται ότι καταυγάζονται από τη λάμψη τους.
*
Αν υπάρχει μια απόδειξη ότι είμαστε ποιητικός λαός, δεν είναι η πολλή ποίηση που γράφεται στην Ελλάδα (οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν συνθέσει τουλάχιστον τρία-τέσσερα ποιήματα στη ζωή τους), αλλά η τάση μας να χαρακτηρίζουμε ποιητικό οτιδήποτε μας αρέσει: από ένα μυθιστόρημα ως μια μαγειρική συνταγή.
*
Στον Σεφέρη οφείλεται η σοφή παρατήρηση ότι οι τρεις μεγαλύτεροι ποιητές μας (Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης) δεν ήξεραν ελληνικά. Δεν πρόκειται για παράδοξη σύμπτωση. Η υψηλή ποίηση προϋποθέτει την ανορθόδοξη, ας μη διστάσουμε να πούμε: την ασεβή χρήση της γλώσσας, την υποταγή της στην ορμή του μεγαλόπνευστου ποιητή. Και σε μια τέτοια πράξη προχωρεί ευκολότερα κάποιος που βλέπει μια γλώσσα σαν καινούργιο σπίτι του παρά όποιος την αντιμετωπίζει σαν διατηρητέο μνημείο.
*
Η επισήμανση του Σεφέρη δεν προβλημάτισε όσο θα έπρεπε. Ο λεξιθηρικός ακαδημαϊσμός που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο την ποίησή μας τα τελευταία χρόνια φανερώνει μια μουσειακή θεώρηση της γλώσσας. Για την κατανόηση πολλών νέων ποιητών, η ευαισθησία είναι λιγότερο απαραίτητη από το λεξικό Liddell-Scott.
*
Ποίηση είναι η αναπάντεχη χρήση της γλώσσας, όπως είπε ο Borges. Αλλά κάθε αναπάντεχη χρήση της γλώσσας δεν είναι ποίηση, όπως φαίνεται να νομίζουν πολλοί εκπρόσωποι της νεότερης ποίησής μας.
*
Οι νέοι ποιητές μας τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν εμπνέονται από κάποιο κοινό όραμα, ότι οι αναζητήσεις τους είναι ανόμοιες και ακολουθούν καθένας τον δικό του δρόμο. Αυτή η άποψη φαίνεται όλο και πιο αλλόκοτη, γιατί όσο περνούν τα χρόνια η ποίησή τους γίνεται όλο και πιο ομοιόμορφη. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, είναι ήδη σχεδόν αδύνατο να διακρίνουμε προσωπικότητα στις ποιητικές φωνές που ακούγονται.
Ρεαλισμός
Στη δυτική λογοτεχνία, εγκαταλείφθηκε επειδή απαιτούσε να ξέρει ο συγγραφέας περισσότερα απ’ όσα ήταν δυνατό να ξέρει. Στην ελληνική, επειδή απαιτούσε να ξέρει ο συγγραφέας περισσότερα απ’ όσα ήταν διατεθειμένος να μάθει.
*
Ο Rolland Barthes, θεωρητικός του ύστερου μοντερνισμού, λέει κάπου ότι υπάρχουν δύο ρεαλισμοί: ένας που αποκρυπτογραφεί την πραγματικότητα (αυτό που αποδεικνύεται, αλλά δεν φαίνεται) κι ένας που την επισημαίνει κατονομάζοντάς την (αυτό που φαίνεται, αλλά δεν αποδεικνύεται). Η λογοτεχνία μπορεί να κάνει και χωρίς το πρώτο είδος ρεαλισμού, αλλά όχι χωρίς το δεύτερο. Ωστόσο, ακριβώς αυτό το δεύτερο είδος ρεαλισμού, που δείχνει την έσχατη κατάσταση της ύλης (ο συγκεκριμένος δρόμος, το συγκεκριμένο φαγητό, το συγκεκριμένο ρούχο) λείπει απελπιστικά από την ελληνική λογοτεχνία που επηρεάστηκε από τον μοντερνισμό.
Στρατευμένη λογοτεχνία
Πολλοί πιστεύουν ότι η λογοτεχνία υπάρχει για να εκφράζει με παραστατικότερο και ελκυστικότερο τρόπο πράγματα που μπορούν να ειπωθούν και αλλιώς, π.χ. με μια επιστημονική πραγματεία, ένα πολιτικό μανιφέστο ή ένα δημοσιογραφικό κείμενο. ‘Οσο διατηρείται αυτή η αντίληψη, η στρατευμένη λογοτεχνία θα είναι πάντα έτοιμη να βρικολακιάσει.
Φιλολογία
Αν κρίνουμε από τα αντικείμενα της φιλολογικής έρευνας στην Ελλάδα, η ελληνική λογοτεχνία σταμάτησε λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
*
Η Ελλάδα είναι, πλάι στη Γαλλία, η μόνη χώρα στον κόσμο όπου δεν παράγει η λογοτεχνία φιλολογία, αλλά η φιλολογία λογοτεχνία.
*
Είναι, φαίνεται, γενικός κανόνας ότι η φιλολογία ακμάζει όταν η λογοτεχνία εξαντλείται. Επειδή, για ψυχολογικούς λόγους, δεχόμαστε ευκολότερα ότι ανθεί η φιλολογία παρά ότι έχει παρακμάσει η λογοτεχνία, πολλές διαμάχες γύρω από τη σημερινή κατάσταση της λογοτεχνίας θα ήταν περιττές, αν λαμβάναμε υπόψη τη σημασία που έχει αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες η φιλολογική επιστήμη.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο “Αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας”, Εκδόσεις Νεφέλη)
Πηγή: http://www.poiein.gr/2006/09/26/aciioeyico-eiynoiaee-aioeeaieeu-iaiaeecieetho-ncooiiueaeao/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου