Στη Βερονίκη Δαλακούρα
Στοίχειωσε η ζωή μου σε τούτο το κρεβάτι
το σαράβαλο απ' τα τόσα κορμιά που κυλιστήκανε
στην κουβέρτα του. Τόσα ονόματα, τόση ομίχλη,
τόση θλίψη αβάσταχτη.
Πέφτουν οι σοβάδες απ' τους τοίχους,
μέσα από τις τρύπες τους χιλιάδες μάτια,
φωνές ανάπηρες, πνιγμένες
και χρόνια -έξι να 'ναι;- τα ίδια:
η βρύση, το λιωμένο σαπούνι, τα σκουπίδια
στις σκάλες, άδειες μποτίλιες, μαραμένα προφυλακτικά
σαν πουκαμισάκια χωρίς ζεστό κορμί να ντύσουν,
το καθρεφτάκι με το χρόνο κολλημένο
στα ραγίσματά του. Το πρόσωπό σου.
Έπιασε βοριαδάκι, η βροχούλα μουσκεύει
τους τενεκέδες με την αρμπαρόριζα στην πίσω αυλή
θυμάσαι;
η σιδερένια σκάλα με τη χοντρή νοικοκυρά
που ζήταγε μετά τη λειτουργία το νοίκι,
τα μάτια του παπά στο τζάμι της εκκλησιάς απέναντι
να μου θυμίζουν τη φωτιά της κόλασης,
ο διάβολος με στολή εσατζή ν' ανάβει τσιγάρο
στην παρακάτω γωνία ύποπτος, απειλητικός
με το πιστόλι του στραμμένο πάνω μου
έτοιμος να ρουφήξει τα λεφτά και το λαιμό μου.
Τακ τακ έπαψε η βροχή. Γινήκαν τόσα
από τότε που έφυγες.
Μαζεύω κομμάτια απ' το πρόσωπό σου
σε κάθε μούτρο τυχαίο, όπως ο βασιλιάς
το σπαραγμένο του γιο στο παραμύθι.
Μπήκε χειμώνας. Μοσχοκάρυδο. Ψήνουν μουσταλευριά επάνω.
«Πού να προλάβουν λίγα κόλυβα να ταΐσουν
όλους τους ζητιάνους», λέει η καντηλανάφτισα.
«Χτες πάλι ξεχάσατε ανοιχτή την πόρτα σας,
κάποιος χτύπησε με μπλούζα μαύρη ναυτική
εκεί γύρω στις οχτώ.
να προσέχετε,
πρεζάκηδες, καταζητούμενοι, άστεγοι,
θα σας αρπάξουν τίποτα
(ξάφνου μύρισε γιασεμί, ανατρίχιασα, πού να 'σαι;)
είπε πως ζήταγε εσάς, τον περιμένατε, λέει,
είναι γνωστός σας».
«Ναι», απάντησα, «τον περίμενα, είναι ο θάνατος».
«Καλέ αφήστε αυτά τ' αστεία, νέο παιδί,
χτύπα ξύλο,
ωστόσο δε βλάπτει να γίνετε προσεχτικότερος».
Σε θυμάται κι εκείνη μα δε βγάζει άχνα για σένα,
με κοιτάει λοξά κόβοντας αρμπαρόριζα,
αλλά κι εγώ σ' εκδικιέμαι, αγρίμι -
κλείνω την ετοιμόροπη πόρτα
και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη
σαν γάτος που ξεσχίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.
Πηγή: Η Οδός Θρασυβούλου, Eγνατία 1979, σσ. 8-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου