1.
Η Αθήνα
αμέτρητες άσπρες τρύπες στη νύχτα
Κι εγώ κοιτώ τα χέρια μου
που τα γεμίζει χαρακιές ο χρόνος
Τι κρατάει την ελπίδα μου ζωντανή;
Με μια τρελή πυξίδα στην τσέπη
και χίλια ρήγματα στην καρδιά
ταξιδεύω
σαν δέμα δίχως παραλήπτη
Ξένος
ανάμεσα σε ύποπτους κι ανύποπτους
πασχίζω να χορέψω
το χορό τ’ αναστενάρη
Αιμοδότης
αγέννητης λεφτεριάς
Κληρονόμος
ονείρων που αναβάλλονται
Οφειλέτης
χρέους που μου φόρτωσε η γνώση
2.
Όμως, καλέ μου Ιονέσκο
ακούω καθαρά το ποδοβολητό του Ρινόκερου
Μια νέα πανούκλα κυοφορούν τα γήπεδα
Και τύμπανα πολέμου αχολογάνε στα βουνά
Μια ύπουλη γάγγραινα γλείφει
τα μουδιασμένα μας μέλη
Οι ηρωικές κραυγές ξεπηδάνε τώρα
από ασφαλή μονάχα καταφύγια
Αλλά κι εγώ είναι στιγμές όπου θαρρώ
πως μέσα μου χτυπάνε κρύσταλλοι χαλαζία
Πως έχω κουάρτζ στη θέση της καρδιάς
Ντίτζιταλ μάτια και συνθεσάιζερ φωνή
Πως είμαι οτομάτικ και πως μπορείς
με ένα ριμόουτ κοντρόλ να με ρυθμίζεις
Κάποιος μου φώναξε Ελπήνωρ
Και πρέπει πάλι να τσεκάρω
αν η ελπίδα μου
κρατιέται ζωντανή
3.
Δεν είναι οι κλαγκές της στρατιάς
του εξαδάχτυλου λευτερωτή ονειροπόλε μου
Είναι η καρδιά μου που χτυπά σε ρυθμό
εμβατήριου
Και να ’μαι τώρα ανάμεσά σας. Έτοιμος
τα χέρια μου να δω να καίγονται στο
πεζοδρόμιο
Αξούριστος βγήκε σήμερα ο ήλιος
μ ’ ένα μεγάλο πένθος στο ζερβί μανίκι του
Και μας λογχίζει αμείλιχτα
με τη ρομφαία ενός χρέους λησμονημένου
Μη μου μιλάς λοιπόν για πλάνα και στρατηγικές
Για χτεσινά διδάγματα και ώριμες συνθήκες
Αυτοί που πέσανε κι αυτοί που αύριο θα πέσουν
φαντάσματα είναι και με κυνηγούν
Γιατί η μνήμη του Νοέμβρη σύντροφε
δεν είν’ για παλαμάκια και κόκκινα γαρούφαλα
Είναι ένα γραμμάτιο χρόνια τώρα
διαμαρτυρημένο
Ένα στιχάκι που έμεινε χωρίς την τελευταία του ρίμα
Και μια στρατιά από μάνες μαυροντυμένες
που προσμένουν ν’ ανάψουν τα κεριά
για το σωστό μνημόσυνο
Πώς μπορούμε κι ατσαλάκωτοι γυρνάμε σπίτι;
4.
Ιππότες της εργατιάς
δεν είναι τα τανκς, τα δακρυγόνα
Είναι η ελπίδα που μας αφοπλίζει
Δημήτρης Βάρος (1949-2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου