Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος: έρχομαι.
«Έρχομαι» μου ʼλεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε Παρατατικό)
«μα μʼ έπιασε η βροχή».
«Ήρθα» σε χρόνο Αόριστο «αλλʼ είχες φύγει πια»
«θα ʼρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων).
Και μʼ όλα τʼ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς νʼ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μʼ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μʼ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τ ό τ ε, μʼ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τʼ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν», στο «θα» και στο «αλλά».
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ʼρχόσουνα, να ʼρχόσουν και τι να ʼταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στʼ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω»… «όταν έρθω»… «για να ʼρθω»…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις·
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μʼ άλλα λόγια, ό, τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: «Να ʼρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να ʼσαι εδώ».
Ενώ η Προστακτική δεν είνʼ επίτευξη·
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«ελέησον και σώσον, έλα» λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι ʼναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ʼρχεσαι, να ʼρθεις,
ίσως και να ʼρχόσουνα, να ʼρθεις; αν έρθεις.
Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μʼ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής την μπλόφα:
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! ναι!- κι ελθόντες:
εκείνοι που έρχονται και θα ʼρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε,
που θα ʼρθουν αν μπορέσουν πάλι.
Τέλος, όλοι κείνοι
που ʼχουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μʼ είχανε κλείσει έξω απʼ την τροχιά τους.
Από την ποιητική ενότητα «Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος “Έρχομαι”» (1972-1980), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου