Στη χώρα που μου χάρισε το φως
Τρεμάμενος το γόνα μου συγκλίνω
Και στα ρημάδια μένω λειτουργός ·
Το δάκρυ μου ω! σε λύκηθον αφήνω
Να στάζει στα παιγνίδια τα παλιά,
Σ’ένα καρότσι, σ’ένα σκαλιστήρι
Ποθώντας να χαρώ μια λειτουργιά
Στης θύμησης το ρόδινο αργαστήρι.
Αργαστηριάρης μαύρος ο καημός
Σφυροκοπάει τα περασμένα χρόνια,
Και πια δε φέγγει ο λύχνος ο θαμπός
Την ώρα που λευκαίνανε τα χιόνια
Το σπίτι το ψηλό καμπαναριό
Και πέρα τον πλατύστερνο τον κάμπο,
Τότε που μ’ένα βέλασμα κ’ εγώ
Στον κόσμο των Απείρων βγήκα νάμπω.
Βελάζανε τα ζα στα χειμαδιά
Τη νύχτα του τρεμάμενου Γεννάρη,
Και τρίζανε τα ξύλα στη φωτιά
Κι’ αχνότρεμο φωτούσε το φεγγάρι
Τον ποταμό που εκύλαγε λευκός.
Κι’αυτό του σπιτικού το παραθύρι.
Σαν πήδησα στο κύμα σαν αφρός
Κ’εγώ μες στο μεγάλο πανηγύρι.
Μεγάλωνα στο γόνα του παππού
Και στης γιαγιάς τη στοργικήν αγκάλη
Κι’ αγροίκησα τ’ αχό του σκορδιαλού
Βυζαίνοντας της μάννας τ’ ανθογυάλι
Σαν όπως το νερόκρινο ρουφά
Του ποταμού τα ροδισμένα φύτρα
Και πάλι όπως βυζαίνεται η χαρά
Σα γίνεται του πόνου καταλύτρα.
Τα πρώτα βήματα μου πηδηχτά
Δεν τα’σειρα σε κίτρινο κιλίμι
Και μήδε πάλι εκοίταξα βαθειά
Στο μεσονύχτιο ανάστερο συντρίμι.
Στο φως, στο φως μπουσούλησα σιγά
Σαν το σκυλάκι στο υγραμένο χώμα
Κ είδα τον ήλιο πέρ’ απ’ τ’ ανοιχτά
Να μου φωτάει το σκοτεινό μου στόμα.
Στις φρουξαλιές του πλάνου ποταμού
Σταλώθηκα και χάρηκα τον ήλιο
Σιμά τους ζευγολάτες του χωριού
Την απαλάμη βάζοντας αντήλιο.
Να δω στα μεσημέρια τ’ αγανά
Πυρίφλογα του θέρου τα δρεπάνια
Και να χιουμάνε πύρινα σπαθιά
Στων ήλιων την πλημμύρα τα δικράνια.
Μα πριν ακόμα αγγίξω τη ζωή
Κι’ ακρολουστώ στα ρόδινα γιορτάσια,
Πριν σκύψω σ’εκκλησία χαραυγινή
Και δω τον ήλιο πίσω απ’τα καφάσια,
Να με καλέι στον κάμπον οργωτή,
Και στο χωριό να με γυρνάει χωριάτη,
Με πήρε κάποιο τραίνο μιαν αυγή
Τυφλό να με γυρνάει σε μιαν απάτη.
Και με γυρνάει, με σέρνει! Τι σκληρά
Που οργώνει της ζωής μου το χωράφι
Τ’αλέτρι του, και πάλι τι φριχτά
Που με κερνάει από φλόγινο πυράφι
Της δίψας το κρασί! Ν’ακροσταθώ
Σε μια γωνιά ποτέ του δε μ’αφήνει
Μα πάντα σε χορόν ανεμικό
Με σέρνει του Ανεκπλήρωτου η οδύνη.
Κι’ αν κάποτε μ’αφήσει να σταθώ
Στα χρόνια τα παλιά, τα περασμένα,
Μου δίνει σαν και τώρα το λυγμό
Να πνίγουμαι, κοιτώντας συντριμμένα
Τα πρώτα μου παιγνίδια τα τρελλά
Και το παλιό, παιδιάστικο παλάτι
Να’χει μονάχα μια κληματαριά
Κ’ ένα σπασμένο μαύρο σκαλοπάτι.
Σοφάδες Θεσσαλίας
Π. Ταγκόπουλος (Νουμάς - Χρονιά ΙΔ’- Φύλλο 20- 22/10/1916 – Αριθμός 601) και στην συλλογή Λυρικά.
Αναδημοσίευση από τη σελίδα του fb: Ποίηση Μεσοπολεμική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου