Κάθε φορά που ‘ναι το βλέμμα σου
πάνω σ’ έμενα στυλωμένο,
έτσι θαμπό, βαρύ κι’ ακίνητο,
σαν το νερό το βαλτωμένο,
που όταν στα δυο μέσα τα χέρια μου
σου παίρνω τρυφερά το χέρι
το νιώθω να ‘ναι κρύο κι’ άτονο
σαν πεθαμένο περιστέρι,
που μένεις μοναχή στον πόνο σου
και σκοτεινή σαν κυπαρίσσι,
κι’ έτσι όπως μιας νεκρής τα χείλη σου
να τάχε η σιωπή σφραγίσει,
δεν ξέρεις, κι’ ούτε το φαντάζεσαι
τι χαλασμός γίνεται εντός μου !
Σε ψηλαφάν αργά τα χέρια μου
σα να ‘χασα άξαφνα το φως μου,
νιώθω σαν ένας κακός άνεμος
να ‘χει μαράνει τη χαρά μου,
κι’ όλο το είναι μου σωριάζεται
σα να ‘βρε βόλι τα φτερά μου,
πλανιέται ο λογισμός μου όμοιος
μ’ ελάφι ξεμοναχιασμένο
που πάει αργά, σκυφτά και άσκοπα
μες σ’ ένα δάσο χιονισμένο,
και δε ζητώ, δε λέω τίποτα,
μονάχα στέκομαι αντίκρυ σου,
και σε κοιτάω όπως θα κοίταζα
κλεισμένη πύλη Παραδείσου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου