Στην αγαπημένη μου φίλη Ενκαρναθιόν Λόπεθ Χούλβεθ
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Το απόγευμα στις πέντε.
Ήταν απόγευμα. Ακριβώς πέντε.
Ένα παιδί έφερε το λευκό σεντόνι
το απόγευμα στις πέντε.
Ένας κουβάς ασβέστη έτοιμος κιόλας
το απόγευμα στις πέντε.
Όλα τα άλλα θάνατος και μόνο θάνατος
το απόγευμα στις πέντε.
Ο άνεμος έφερε τα βαμβάκια
το απόγευμα στις πέντε
Το οξείδιο έσπειρε κρύσταλλο και νίκελ
το απόγευμα στις πέντε.
Παλεύουν ήδη η περιστέρα με το λιόπαρδο
το απόγευμα στις πέντε.
Κι ένας μηρός με απελπισμένο κέρας
το απόγευμα στις πέντε.
Αρχίσανε οι ήχοι του τυμπάνου
το απόγευμα στις πέντε.
Οι καμπάνες από αρσενικό κι η κάπνα
το απόγευμα στις πέντε.
Κάθε γωνία ομάδες της σιωπής
το απόγευμα στις πέντε.
κι ο ταύρος μόνο με καρδιά στα ύψη!
το απόγευμα στις πέντε.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι έφτασε να γίνει
το απόγευμα στις πέντε,
όταν καλύφθηκε η πλατεία με ιώδιο
το απόγευμα στις πέντε,
ο θάνατος άφησε αυγά μες στην πληγή
το απόγευμα στις πέντε.
Το απόγευμα στις πέντε.
Πέντε το απόγευμα. Ακριβώς πέντε.
Φέρετρο είναι με ρόδες το κρεβάτι
το απόγευμα στις πέντε.
Οστά και φλάουτα αντηχούν στην ακοή του
το απόγευμα στις πέντε.
Ο ταύρος ήδη μούγκριζε απ’ το μέτωπό του
το απόγευμα στις πέντε.
Και το δωμάτιο που ιρίδιζε από αγωνία
το απόγευμα στις πέντε.
Από μακριά έρχεται πια κι γάγγραινα
το απόγευμα στις πέντε.
Σάλπιγγα κρίνου στους πράσινους βουβώνες
το απόγευμα στις πέντε.
Οι πληγές του τον έκαιγαν σαν ήλιοι
το απόγευμα στις πέντε.
Και το πλήθος έσπαε τα παράθυρα
το απόγευμα στις πέντε.
Το απόγευμα στις πέντε
Αχ! τι τρομερό απόγευμα στις πέντε!
Ήτανε πέντε σε όλα τα ρολόγια!
Ήτανε απόγευμα σκιάς στις πέντε!
ΤΟ ΧΥΜΕΝΟ ΑΙΜΑ
Πως να το δω δεν θέλω!
Πες στη σελήνη που θα έλθει
πως να δω δεν θέλω το αίμα,
του Ιγνάθιο στον άμμο.
Πως να το δω δεν θέλω!
Η σελήνη πέρα ως πέρα.
Άτι από σύννεφα γαλήνια,
κι η αρένα γκρί του ύπνου
με ιτιές γύρω στις μπάρες.
Πως να το δω δεν θέλω!
Πως μου καίγεται η μνήμη.
Μηνύστε το στα γιασεμιά
με τη μικρή λευκότητά τους!
Πως να το δω δεν θέλω!
Του γέρου κόσμου η αγελάδα
πέρναγε μια θλιμμένη γλώσσα
πάνω από ένα μουσούδι αιμάτων
που ήταν χυμένα εκεί στο άμμο
και οι ταύροι του Γκισάντο
σχεδόν θάνατος και πέτρα
μούγκρισαν σαν δυο αιώνες
να πατούν γη απαυδησμένοι.
Όχι.
Να το δω δεν θέλω!
Απ’ τα σκαλιά πάει ο Ιγνάθιο
μʼ όλο το θάνατο στον ώμο
Έψαχνε το ξημέρωμα
και το ξημέρωμα δεν βρήκε.
Έψαχνε εικόνα σίγουρη,
και τʼ όνειρο τον ξεστρατίζει.
Έψαχνε τʼ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Να το βλέπω μη μου λέτε!
Το ανάβλυσμα μη νιώσω
κάθε φορά και πιο σβησμένο
το ανάβλυσμα που φέγγει
τις κερκίδες για να πάει
στο βελούδο και στο αίμα
από το πλήθος που διψάει.
Ποιος κραυγάζει για να σκύψω;
Να το βλέπω μη μου λέτε!
Δεν τα έκλεισε τα μάτια
όταν τα κέρατα κοντά του,
μόνο οι τρομερές μανάδες
εσηκώσαν το κεφάλι.
Κι από μέσα απʼ τα βουστάσια
μυστικών φωνών αέρας
που έκραζαν ουράνιους ταύρους
επιστάτες χλωμής πάχνης.
Δεν είχε πρίγκιπα η Σεβίλλη
που να του συγκριθεί μπορούσε
και σπαθί σαν το σπαθί του
και καρδιά τόσο αλήθειας.
Σαν ποτάμι από λιοντάρια
θαυμαστή η δύναμή του,
και ωσάν κορμός μαρμάρου
η γραμμένη σύνεσή του.
Αέρας αναδαλούσιας Ρώμης
στόλιζε την κεφαλή του
και το γέλιο του ήταν νάρδος
από αλάτι κι ευφυΐα.
Τι ταυρομάχος στην αρένα!
Τι ορεινός πάνω στα όρη!
Τι απαλός μʼ όλα τα στάχια!
Τι σκληρός με τα σπιρούνια!
Τι τρυφερός με τη δροσούλα!
Τι λαμπερός με τη γιορτή!
Τι τρομερός στις τελευταίες
του σκοταδιού τις μπαντερίγιες!
Μα πια κοιμάται δίχως τέλος.
Και πια τα βρύα και τα χόρτα
με σίγουρα δάχτυλα ανοίγουν
το άνθος της νεκροκεφαλής του.
Το αίμα του πια τραγουδάει
πάνω από βάλτους κι από κάμπους
σε κρύα κέρατα γλιστρώντας
αμφίβολο, άψυχο στην πάχνη
μπλέκοντας με χίλιες πατούσες
σκοτεινή μακριά γλώσσα και θλιμμένη
μια μικρή λίμνη για να φτιάξει ξεψυχώντας
δίπλα στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
Ω τοίχε εσύ λευκέ της Ισπανίας!
Κι ω, εσύ του πόνου μαύρε ταύρε!
Ω σκληρό αίμα του Ιγνάθιο!
Ω των φλεβών του αηδονάκι!
Όχι.
Να το δω δεν θέλω!
Δεν είναι δισκοπότηρο να το ʽχει ,
ούτε και χελιδόνια να το πιούνε,
πάχνη δεν έχει του φωτός να το παγώνει,
ούτε τραγούδι και κατακλυσμός των κρίνων,
ούτε και κρύσταλλο να το σκεπάσει ασήμι.
Όχι.
Να το δω δεν θέλω!
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΣΩΜΑ
Η πέτρα είν’ ένα μέτωπο που όνειρα στενάζουν
χωρίς να ‘χουν κυρτό νερό και πάγου κυπαρίσσια.
Η πέτρα είναι μια πλάτη στο χρόνο να την κουβαλάς
με δέντρα από δάκρυα κορδέλες και πλανήτες.
Είδα εγώ γκρίζες βροχές να τρέχουν προς τα κύματα,
σηκώνοντας τα τρυφερά και πληγωμένα χέρια,
για να μην γίνουν θήραμα της ξαπλωμένης πέτρας
που διαλύει τα μέλη της δίχως να τρέξει το αίμα.
Γιατί σωρεύει η πέτρα σπόρους και συννεφιές
τους σκελετούς κορυδαλλών, λύκους από ημίφως.
μα ήχους να βγάλει δεν μπορεί, κρύσταλλα και φωτιά,
μόνο πλατείες, πλατείες και πλατείες δίχως τοίχους.
Στην πέτρα πάνω κείται πια ο Ιγνάθιο με τ’ αστέρι.
Τέλειωσε πια. Τί έγινε; Κοιτάξτε τη μορφή του:
ο θάνατος τον κάλυψε με τα χλωμά του θειάφια
και του έβαλε μια κεφαλή σκοτάδι μινωταύρου.
Τέλειωσε πια. Και του περνάει βροχή από το στόμα.
Αφήνει ο αέρας σαν τρελός το βυθισμένο στήθος του,
κι ο Έρωτας, με δάκρυα από χιόνι μουλιασμένος,
ζεσταίνεται στην κορυφή πάνω των βουστασίων.
Τι λένε; Μόνο μια σιωπή με δυσωδίες απλώνεται.
Βρισκόμαστε μ’ ένα κορμί παρόν που όλο σβήνει,
με μια μορφή ολοκάθαρη που κάθονταν αηδόνια
και να γεμίζει βλέπουμε με τρύπες χωρίς βάθος.
Ποιός ζάρωσε το σάβανο; Δεν λέει την αλήθεια!
Κανείς εδώ δεν τραγουδά, δεν κλαίει στη γωνία,
ούτε σπιρούνια δεν χτυπά, ούτε το ερπετό φοβίζει:
εδώ δεν θέλω πιότερο από τα στρογγυλά τα μάτια
το σώμα αυτό να βλέπουνε χωρίς να ξαποσταίνουν.
Θέλω να δω μονάχα εδώ σκληρόφωνους τους άντρες
που τιθασεύουν άλογα και κυβερνάν ποτάμια:
άντρες όνειρο σκελετού κι εκείνοι τραγουδάνε
με στόμα από πυρόλιθο και ήλιο όντας γεμάτοι.
Εδώ εγώ θέλω να τους δω. Μπροστά από την πέτρα.
Μπροστά από το σώμα αυτό με τα σπασμένα γκέμια.
Θα ʽθελα να μου δείξουνε η έξοδος που είναι
γι αυτόν τον καπετάνιο εδώ που ο θάνατος τον δένει.
Θα ʽθελα να μου δείξουνε θρήνο ίσαμε ποτάμι
που να ‘χει καταχνιές γλυκές και να ‘χει βαθιές όχθες
το σώμα του Ιγνάθιο να πάρει να το χάσω
χωρίς ν’ ακούσει το διπλό λαχάνιασμα των ταύρων.
Που να χαθεί στην στρογγυλή πλατεία της σελήνης
που μοιάζει κτήνος ήσυχο όντας θλιμμένη κόρη.
Που να χαθεί μες στη νυχτιά χωρίς ψαριών το άσμα
και στα λευκά χαμόκλαδα της παγωμένης κάπνας.
Δεν θέλω να του κρύψουνε το πρόσωπο μαντίλια
να συνηθίσει με το θάνατο που πια θα κουβαλάει.
Πήγαινε Ιγνάθιο: Μην ακούς ζεστό το βρυχηθμό.
Κοιμήσου, πέτα, ανάπαυση. Κι η θάλασσα πεθαίνει.
Απόδοση: Γιώργος Μίχος
Πηγή: http://www.poiein.gr/2008/02/09/federico-garcia-lorca-enthiio-aea-oii-eaiueei-ouiooae-iassao-adhuaioc-aethnaio-issio/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου