Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Μιχαλακέα Αθηνά, Τσεφαλά Βασιλική: Γυναικοκτονία - μία φεμινιστική - νομική προσέγγιση

 

Μιχαλακέα Αθηνά, Τσεφαλά Βασιλική: Γυναικοκτονία - μία φεμινιστική - νομική προσέγγιση
Ο όρος γυναικοκτονία αποδίδει τη δολοφονική διάσταση της πατριαρχίας. Αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της έμφυλης βίας, αυτής που ανά τους αιώνες ελέγχει και τιμωρεί τις γυναίκες.

Το 2021 σημειώθηκαν στην χώρα μας 19 γυναικοκτονίες. Ο όρος, που πλέον υιοθετείται από μεγάλο μέρος του τύπου και κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο χάρη στην επιμονή του φεμινιστικού κινήματος, εξακολουθεί να επικρίνεται και να ενοχλεί ως «αδόκιμος», παρότι αντικατοπτρίζει την ωμή πραγματικότητα της πατριαρχίας. Όμως, όπως σημειώνει και ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης, η ύπαρξη (και η γνώση) ενός όρου διευκολύνει την πρόσβαση σε μία έννοια∙ και όταν ο όρος αυτός δεν υπάρχει, μπορούμε είτε να τον κατασκευάσουμε (νεολογισμός) είτε να τον δανειστούμε1. Συγκεκριμένα, ο όρος γυναικοκτονία (femicide) καταγράφεται για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1801, το 1848 δημοσιεύεται στο λεξικό νομικών όρων του Wharton's, και το 1976 καθιερώνεται στη βιβλιογραφία από τη φεμινίστρια συγγραφέα Ντιάνα Ε.Χ. Ράσελ (Diana E.H. Russell), προκειμένου να οριστεί «η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους», επειδή είναι γυναίκες. Το έμφυλο κίνητρο, συνεπώς, είναι αυτό που διακρίνει τη γυναικοκτονία από μια οποιαδήποτε ανθρωποκτονία.

Ο όρος γυναικοκτονία αποδίδει τη δολοφονική διάσταση της πατριαρχίας. Αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της έμφυλης βίας, αυτής που ανά τους αιώνες ελέγχει και τιμωρεί τις γυναίκες. Αυτής που εκκινεί από τα «αθώα» σεξιστικά αστεία και την αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων που αντιλαμβάνονται τη γυναίκα ως αιώνια φροντίστρια και νοικοκυρά -διαιωνίζοντας το δίπολο Παρθένας – Πόρνης, φτάνοντας μέχρι τις διάφορες μορφές σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, για να καταλήξει στη φυσική εξόντωση των γυναικών επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στον κοινωνικό τους ρόλο. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, φεμινίστριες θεωρητικοί τονίζουν ότι το πιο ανασφαλές μέρος για μια γυναίκα είναι το σπίτι της, γεγονός που υποστηρίζεται από την αύξηση καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο του εγκλεισμού. Η ιδιοκτησιακή λογική που διέπει τόσο τις ερωτικές όσο και τις οικογενειακές σχέσεις, η αντίληψη ότι ο άνδρας έχει εξουσία ζωής και θανάτου επί της γυναίκας αποτελεί τον πυρήνα της πατριαρχίας και το κίνητρο των γυναικοκτονιών -αυτών που κάποτε αποκαλούνταν «εγκλήματα πάθους» ή «εγκλήματα τιμής». Συχνοί δράστες γυναικοκτονιών είναι πρώην ή νυν σύζυγοι ή ερωτικοί σύντροφοι, ο οποίοι ένιωσαν ότι «ατιμάστηκαν», ή ότι έχασαν κάτι που θεωρούσαν κτήμα τους.

Οι δράστες γυναικοκτονιών όμως δεν περιορίζονται σε αυτούς: ο γυναικοκτόνος μπορεί να είναι πατέρας, γιος, αδερφός - και ακόμη και γυναίκες μπορούν να σκοτώνουν άλλες γυναίκες επειδή είναι γυναίκες (όπως και αρκετές γυναίκες συντηρούν και επιτείνουν το πατριαρχικό καθεστώς). Σύμφωνα μάλιστα με ένα πρόσφατο (Μάρτιος 2021) άρθρο του Guardian, οι δολοφόνοι γυναικών άνω των 60 ετών επιδεικνύουν ελάχιστη ως και καθόλου μεταμέλεια, ενώ συχνά είναι οι γιοι τους2.

Η έμφυλη βία εν γένει είναι αποτέλεσμα τόσο πολιτισμικών αναπαραστάσεων, όσο και κοινωνικής αναπαραγωγής. Το λογοτεχνικό στερεότυπο ενός καταραμένου έρωτα που προκαλεί πόνο, και ως λυτρωτική του κατάληξη προβάλλει ο θάνατος της γυναίκας (ενδεχομένως συνοδευόμενος από την αυτοκτονία του άνδρα), που συνοψίζεται στο δημοσιογραφικό κλισέ «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε» κανονικοποιεί και εν πολλοίς εξιδανικεύει την κακοποίηση σε βάρος των γυναικείων υποκειμένων. Η εκμηδένιση και ο ευτελισμός της γυναικείας υπόστασης καλλιεργείται όμως και από το καπιταλιστικό σύστημα∙ οι γυναίκες αντιμετωπιζόμαστε ως μηχανές κοινωνικής και βιολογικής αναπαραγωγής μέσα στην οικογένεια, αλλά και ως αναλώσιμο, φθηνό δυναμικό στην εργασία. Η συνύπαρξη της πατριαρχικής με την καπιταλιστική βία συμπυκνώνεται στη γυναικοκτονία, καθώς ο γυναικοκτόνος δρα προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη του πατριαρχικού καπιταλισμού.

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό πως οι γυναικοκτονίες κάθε άλλο παρά σύγχρονο φαινόμενο είναι. Οι λόγοι που σήμερα ίσως ακούγονται περισσότερο είναι, πέρα από την ταχύτατη διάδοση της πληροφορίας, η ένταση με την οποία οι φεμινιστικές συλλογικότητες αναδεικνύουν το φαινόμενο. Ωστόσο, η απουσία επίσημου μηχανισμού καταγραφής των γυναικοκτονιών μάς εμποδίζει και από το να γνωρίζουμε με συστηματικό τρόπο κρίσιμα στατιστικά στοιχεία, ή να μπορούμε να συγκρίνουμε με ακρίβεια ποσοστά και να αποφανθούμε σχετικά με την αύξηση ή τη μείωση της έμφυλης κακοποίησης.

Μεγάλο μέρος του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος υποστηρίζει την κατοχύρωση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας στον Ποινικό Κώδικα, ως επιβαρυντική περίσταση στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στο ότι μόνο έτσι μπορεί να ποινικοποιηθεί το έμφυλο/σεξιστικό κίνητρο που όχι μόνο εισάγει και αναπαράγει διακρίσεις και καταπίεση, αλλά οδηγεί και σε φυσική εξόντωση των γυναικών και θηλυκοτήτων. Ότι μόνο μέσω της ρητής ποινικοποίησης θα αποδοθεί δικαίωση στη μνήμη των θυμάτων και τις οικογένειές τους. Στη διεθνή βιβλιογραφία αμφισβητείται η αναγκαιότητα διαχωρισμού της ανθρωποκτονίας γυναικών έναντι της ανθρωποκτονίας εν γένει, ενώ η γυναικοκτονία έχει θεσπιστεί ως ξεχωριστό έγκλημα μόνον σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Στην ελληνική νομοθεσία ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία αναγνωρίζει την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο 299 ΠΚ) και τη θανατηφόρα σωματική βλάβη (άρθρο 311 ΠΚ) ως πράξεις ενδοοικογενειακής βίας (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006). Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τιμωρείται με τη βαρύτερη δυνατή ποινή, δηλαδή τα ισόβια, ενώ μετά την πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα δεν χωρούν εξαιρέσεις. Επιβαρυντική περίσταση συνεπώς δε νοείται σε ένα αδίκημα που τιμωρείται με τη βαρύτερη δυνατή ποινή όπως η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Όπως σημείωνε πρόσφατα και ο Νίκος Παρασκευόπουλος, ως ποινή βαρύτερη της ισόβιας κάθειρξης νοείται μόνο η θανατική ποινή, γι’ αυτό και είναι επικίνδυνο να ανοίγει, άθελά μας, μια συζήτηση που θα αμφισβητεί κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού.

Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί η εισαγωγή του έμφυλου κινήτρου στις περιπτώσεις ανθρωποκτονιών ως κριτήριο που θα αποτρέπει την χορήγηση ελαφρυντικής περίστασης -ήτοι να τεκμαίρεται ότι ο γυναικοκτόνος προ της πράξης του επεδείκνυε συστηματικά βίαιη συμπεριφορά-, κατά τρόπο αντίστοιχο με το ρατσιστικό έγκλημα. Υπό το πρίσμα αυτό, η δικαστηριακή πρακτική που αντιμετωπίζει συλλήβδην και άνευ ετέρου τα αισθήματα ζήλιας, πάθους ή θυμού απέναντι στην/στον ερωτικό σύντροφο ως περιστάσεις που θεμελιώνουν βρασμό ψυχικής ορμής, μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και αναθεώρηση. Ο ανθρωποκτόνος δόλος, ιδιαίτερα σε βάρος γυναικών ή θηλυκοτήτων, συχνά πηγάζει, όπως προαναφέραμε, από ιδιοκτησιακή και εξουσιαστική λογική σε βάρος τους, και μπορεί να πραγματώνεται χωρίς αναστολές, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Έτσι, το έμφυλο κίνητρο μπορεί να συνιστά παράγοντα βαρύτερης επιμέτρησης της επιβαλλόμενης ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ.

Σαν γενική σημείωση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Ποινικό Δίκαιο (οφείλει να) είναι το τελευταίο καταφύγιο των κινημάτων. Στο πλαίσιο της έξαρσης του ποινικού τιμωρητισμού που παρατηρείται διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας -όπως φάνηκε και με την αντιμεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη-, πρέπει να δοθεί έμφαση στην προληπτική λειτουργία του Δικαίου. Ο Νόμος είναι προϊόν κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, συγχρόνως όμως παράγει κοινωνικές αντιλήψεις, σχέσεις και δομές. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις καταγγελιών έμφυλης βίας θα μπορούσε να προβλεφθεί η συμμετοχή και ο ενεργότερος ρόλος παραγόντων, π.χ. κοινωνικών λειτουργών, επαγγελματιών ψυχικής υγείας κτλ. Ειδικότερα για την περίπτωση της γυναικοκτονίας, η επίσημη αναγνώρισή της όπως εντοπίζεται στα κείμενα διεθνών οργανισμών όπως το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Έμφυλη Ισότητα, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη δημιουργία ενός επίσημου μηχανισμού καταγραφής των ανθρωποκτονιών με σεξιστικό κίνητρο, προκειμένου να γίνει ευρύτερα κατανοητό το φαινόμενο. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα σημαντικό πλέγμα νομοθεσίας για την ισότητα των φύλων και την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, καθώς και ειδική νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία. Επίσης, με την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης δημιουργήθηκε υποχρέωση να ληφθούν ειδικές πρόνοιες για τα εγκλήματα που στρέφονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο κατά των γυναικών, όπως τα «εγκλήματα τιμής», οι κλειτοριδεκτομές, οι αναγκαστικοί γάμοι, το stalking κ.α.

Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» τόσο στον δημόσιο διάλογο, όσο και από τη σκοπιά της επιστήμης της Εγκληματολογίας, είναι αναγκαία τόσο για μεθοδολογικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους. Η πατριαρχία δεν εκριζώνεται με την παρουσία και μόνο μιας διάταξης, παρά χρειάζεται συνεχής αγώνας σε όλα τα επίπεδα. Το αίτημα της έμφυλης ισότητας κι απελευθέρωσης, καθώς και του σεβασμού της αυτονομίας των γυναικών -αλλά και των λοατκι υποκειμένων-, παραμένει επιτακτικό.

Υποσημειώσεις

1 Παναγιωτίδης, Φ., (2021) Μέσα από τις λέξεις: Θέματα στη γραμματική των λέξεων για όσους (νομίζουν ότι) βαριούνται τη γλωσσολογία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 31-35, σ. 67-76

https://www.theguardian.com/society/2021/mar/07/end-femicide-278-dead-the-hidden-scandal-of-older-women-killed-by-men

Μιχαλακέα Αθηνά, Δικηγόρος, Υπ. Δρ. Κριτικής Θεωρίας του Δικαίου, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου

Τσεφαλά Βασιλική, Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου – Ποινικής Δικονομίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου