Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόσο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ’ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, – ψυχή μου! – λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.
– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π’ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!
Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψιλές-ψιλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ’ άσωστο τραγούδι.
Αθήνα και πάλι Αθήνα
Αθήνα μ’ αρέσεις πολύ! …
Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν’ ακούγεται. Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.
Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και πού να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!
Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα ’βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». – Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!
– Κατίνα! Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;
Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.
– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;
– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!
– Έφτασα!
Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.
Κούρνιαζε σ’ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ’ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν’ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και
– Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.
– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;
– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!
– Έφτασα!
Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.
Κούρνιαζε σ’ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ’ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν’ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και
– Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου