Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωίθεέ μου πόσο χαρούμενοι.Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδιαέπειτα ο ήλιος ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντραένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσανκι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες σάρκες μικρών παιδιών.Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί·η άβυσσο κλειστό πηγάδιόπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνουθυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι! Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμαέπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβακι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζονταςτον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία. «Ανεξήγητο» είπες «ανεξήγητο δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπουςόσο και να παίζουν με τα χρώματαείναι όλοι τους μαύροι». Πεντέλη, άνοιξη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου