Ελληνικός Χειμώνας
κι ο άξιος εύκολα μένει στʼ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος
Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Σήμερα στάχτη ο ουρανός.
Σύννεφα καπνοί του πολέμου
κι εσύ σʼ αυτή την κάμαρη
της κρύας μοναξιάς
έρχεσαι
για νʼ ανοίξεις το παράθυρο
σʼ αυτό τον τόπο που ξεριζώνεται
από τον άνεμο της αδικίας.
Πώς νʼ αντέξεις.
Αιώνων βροχή
ακατάπαυτη από μοχθηρία
και ολιγόνοια γδέρνει τα κόκαλα
του άξιου
μα εκείνος
βλέποντας πάνω
μένει ακόμη
ορθός.
Πώς νʼ αντέξεις.
Στάχτη ο τόπος
παγωμένος ουρανός που διώχνει
τα παιδιά του Μια θυμωμένη
θάλασσα εκβράζοντας στην αμμουδιά
κουρέλια σκουπίδια σκοινιά
σάπιους καρπούς αδύναμα σανίδια.
[Στέφανος Μπεκατώρος [1947-2006], Οδός Κυδαθηναίων, Πλέθρον, 1991]
*
Ζωντανός
Μαζεύει το κορμί του, γίνεται κρέας σκληρό.
Κατεβαίνει στο υπόγειο κλείνει την καταπαχτή
σωπαίνει.
Δε θέλει ν’ ακούσει τις φωνές. Μέσα στην
υποψία λιώνει αυτός μέσα στη στέρηση.
Έξω περνούν τα τεντωμένα πανιά, δυνατές
κραυγές χτυπιούνται στα μεγάφωνα, τρίζουν
τα βήματα στους δρόμους.
Αυτός εκεί στην κάμαρη χτυπιέται με τα έπιπλα –
ζωντανός μονάχα για τον εαυτό του.
*
ΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ
Ποιος άραγε βάφει την ώρα τούτη με κίτρινη
Ώχρα τα σπίτια εκεί απέναντι όπως τα βλέπεις
Ανατολικά νότια κάτω από γαλάζιο καρφωμένο
Με χρυσά καρφιά χωρίς κανένα σύννεφο;
Ποιος αλλάζει το χρώμα σιγά σιγά δίνοντας
Το γλυκό ρόδινο; Ποιος φέρνει αργόσυρτο
Το γλαυκό και ύστερα το γκρίζο μεταλλικό
Και σκοτεινό; Και ποιος μαύρη πονετική
Κουβέρτα θα ρίξει να ζεστάνει το πικρό
Κορμί σου; Έτσι θα ζεις πια τις ημέρες
Και τα απογεύματα ώρα την ώρα ώσπου
Ο χρόνος ίλιγγος θα σβήσει τα μάτια σου.
*
ΓΑΛΑΖΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ
Στο τέλος θα αφήσουμε κάτι σκουπίδια χρήσιμα
Για τον κάδο κάτι άσπρα σκατά σκόνη να την πάρει
Ο άνεμος για να την φτύσει στο μαύρο χώμα.
Τί άλλο; Ά ναι-μπορεί να μας δοθεί γαλάζιο χρώμα
Για τη γέφυρα που θα στήσουμε ανάμεσα
Στα δάκρυα μάτια μας.
*
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
μονόλογος ποιητού
Ας ήτανε να μου έκοβαν το δεξί να μην γράφω πια.
Ας με άφηναν έρημο στη μοναξιά να υμνώ τον έρωτα
Να χαίρομαι την βροχή στα λυρικά δάκρυά μου
Να μην με κόβουν κομμάτια οι άρπαγες του ψωμιού
Χρήμα χαρτί που κάνουν τα ρημαγμένα σωθικά μου.
Ας ήτανε να ήμουν λωποδύτης στην Αραβία σε πέτρα
Να μου έκοβαν το δεξί μ’ ένα χέρι ζητιάνος καλύτερα
Παρά ριγμένος στη φωτιά που σιγοκαίει. Όμως προβιά
Όπως είμαι καλύτερα για να σκουπίζουν οι έμποροι
Των ψυχών τα αγκάθια χέρια τα σίδερα πόδια τους.
Πηγή:https://www.poiein.gr/2013/01/18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου