Α’
Ένας άνθρωπος έστησε μια πνευματικότητα κοντά στη θάλασσα. ‘Ηταν από τσίγκο, σ’ ένα τελάρο ξύλινο βαμμένο με λαδομπογιά. Το βράδυ την έριξε ο αέρας και σκότωσε έναν περαστικό.
Β’
Είχε πει πως η δική του πνευματικότης δε φοβάται τίποτα, ήταν νέου συστήματος. Το τελάρο ήταν από ξύλο, εν συνδυασμώ με σιδερογωνιές. ‘Ηταν ωραία και μεγάλη, βαμμένη με ριπολίνα άσπρη, θαλασσιά και χρυσή. Εγιναν και εγκαίνια. Υπήρχε κι ένας αρχιμανδρίτης. Και χωρίς να φυσάει άνεμος, από κακό υπολογισμό, έπεσε η πνευματικότης την ώρα του αγιασμού. Το τι γίνηκε δεν περιγράφεται. Ο παπάς πληγώθηκε. Η γυναίκα του δημάρχου έπαθε διάσειση. Τους πήγαν όλους στο νοσοκομείο.
Γ’
Οι άλλες πνευματικότητες που πέσανε, πέφτουνε γιατί κάτι τους λείπει. Κάποιος κακός υπολογισμός γίνεται. Εγώ ετοιμάζω να στήσω μια καινούργια και είμαι αισιόδοξος. Μα κι αν πέσει θα κάνω μιαν άλλη, ακόμα πιο τέλεια. Ξέρω καλά την τέχνη μου.
Δ’
Εγώ δεν θα στήσω ποτέ μου πια πνευματικότητα και υπερηφανεύομαι γι’ αυτή μου την απόφαση. Ατυχήματα και σκοτωμοί είναι το τέλος κάθε πνευματικότητος. Άνθρωποι και ζώα σκοτώνονται από την πτώση τους, άντρες στο άνθος της ηλικίας τους, θύματα της περιέργειάς των, κι ανύποπτα άλογα, σκύλοι και γάτες και πρόβατα, που κατά τύχην περνούν από κει. Όχι πια άλλες πνευματικότητες. Αλλά ποιος είναι πρόθυμος να σ’ ακούσει;
Ε’
Τρεις πνευματικότητες είχε στήσει στο παρελθόν, όλες νέου συστήματος, τελειοποιημένες, μεγάλες κι ωραίες, κοντά στη θάλασσα. Θες ο άνεμος, θες κακός υπολογισμός και οι τρεις πέσανε. Τώρα ετοιμάζεται για τέταρτη. Γίνεται λόγος για συρματόσχοινα που θα βαστάνε κόντρα και για πολλές άλλες τεχνικές λεπτομέρειες και τελειοποιήσεις. Αμφιβάλλω. Αμφιβάλλω πολύ. Αλλά γιατί θέλουν καλά και σώνει να στήνουν πνευματικότητες κοντά στη θάλασσα, που φυσάει ο άνεμος και τις σκουριάζει η υγρασία;
ΣΤ’
Δεν θα με υπερνικήσει η αμφιβολία μου και θα στήσω κι εγώ την πνευματικότητά μου. Κανένα δυσάρεστο προηγούμενο δεν θα με σταματήσει.
Ζ’
Θα πέσει! Θα πέσει! Εφώναζαν μερικοί άγγελοι, προς το δεξιό μέρος του ουρανού. Ενώ μερικοί άλλοι, αριστερά ανεστραμμένοι εφώναζαν: «Έπεσε! Έπεσε! Αχ, έπεσε η τόση λαμπρή πνευματικότης!». Πράγματι κατά το απόγευμα έπεσε η τεραστία πνευματικότης και εσκότωσε πολλούς , όχι επισήμους, αλλά διανοουμένους.
Γιάννης Τσαρούχης, Ποιήματα 1934-1937, εκδόσεις Άγρα, 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου