Οι ρόζοι του χεριού
Όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι
τον κρατούσα πάντοτε από το
μικρό δάχτυλο του χεριού του.
Ο πατέρας μου! ψιθύριζα
καθώς συγχρόνιζα το βήμα μου με το δικό του
και του χάιδευα τους ρόζους.
Καμάρωνα που ήταν τόσο σκληροί.
Σκληροί, σαν τη ζωή μας…
Όπως τον κοίταζα να στέκεται διστακτικός
πάνω απ’ το τραπέζι του υπαίθριου καφενείου,
τα κέρματα να μετράει αν φτάνουν
για ένα καφέ ελληνικό,
θυμήθηκα τον πατέρα.
Ψηλόν, γεροδεμένο και στα γεράματα ακόμη,
με τα ροζιασμένα χέρια
σκληρά και άκαμπτα απ’ τη φωτιά,
παραιτημένον πια απ’ τη ζωή
γεμάτον καημό και νοσταλγία.
Όπως τον κοίταζα και θαύμαζα την αξιοπρέπειά του,
σκέφτηκα προς στιγμή – μα δεν το τόλμησα,
να του προσφέρω τον καφέ
ίσως και κάποιο γλύκισμα για συνοδεία.
Δεν τόλμησα!
κι ας ένιωθα ευγνωμοσύνη
για έναν άγνωστο βιοπαλαιστή
που έμοιαζε με τον πατέρα,
έτσι όπως είχα χρόνια να τον δω
έτσι όπως μου έγνεφε από μακριά πολύ
και μ’ αποχαιρετούσε.
Περιφέρομαι ικέτης
Εδώ σ᾿ αὐτή την προκυμαία θα με συναντήσεις
κάθε βράδυ, ικέτης των θεων να περιφέρομαι
ανάμεσα σε σκάφη νεόπλουτων
με ονόματα φαιδρά.
Με τους άτυχους μελαψούς να συμφύρομαι
που καραδοκούν στο κυτος των πλοίων να χωρέσουν,
ενώ εγώ,
-ο κατά γενικήν ομολογίαν επιτυχημένος-
παρακαλώ στόν κόρφο σου να με περιθάλψεις.
Εδώ σ᾿ αυτή την προκυμαία θα με βρεις
με σκυμένο κεφάλι, να ψάχνω τα ίχνη σου.
Εξομολόγηση
Κύριε,
δεν ξέρω με ποια ανομήματα
μ’ έχεις χρεωμένο
κι ούτε την τιμωρία
που μου επιφυλάσσεις γι’ αυτά.
Σου λέω όμως,
πως όταν βρεθώ ενώπιόν σου
θ’ αρνηθώ όλες τις κατηγορίες.
Ήμουνα πάντοτε άνθρωπος καλών προθέσεων.
Για έν’ αμάρτημα μόνο
θ’ αποδεχθώ την ενοχή μου
και είμαι έτοιμος ν’ αντέξω
το επιτίμιο που θα μου επιβάλεις,
ότι για χάριν της καλής μου
υπήρξα κλέφτης λουλουδιών,
υπεξαιρέτης στίχων και ποιημάτων.
Πηγή: https://www.poiein.gr/2019/04/12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου