Από πού αρχινάν και πού τελειώνουν
αυτές οι ανταύγειες της θάλασσας το πρωί
που αρπάζοντάς μας απ’ τον πόνο μας σηκώνουν στη χαρά
κι ως το δρομάκι με τις κυδωνιές,
που πάλλει στην ανάσα μας σα στήθος κοριτσιού,
από πού αρχινάν και πού τελειώνουν
αυτές οι ανταύγειες της θάλασσας, που ανοίγουν σαν τρία
φύλλα
μέσα στα μάτια μας και μας ζαλίζουν
σαν ένα ατέλειωτο φιλί;
Ποια γεύση δυνατής χαράς μας καίει κααι μας μεθάει
όταν ανοίγουν τις αυγές τα μάτια τους οι πόλεις,
όταν ξυπνάνε φυλλωσιές παραθυριών
κι αρχίζει ο εξαίσιος χορός των ήμερων ανθρώπων
πάνω στη μυρωμένη γη,
ποια γεύση απέραντηςχαράς μας καίει και μας μεθάει
σαν ένα ατέλειωτο φιλί;
Όταν τα νέα βλαστάρια σπαρταράν στο φως σα χέρια βρεφικά,
όταν ξαναγυρνάς τα σμήνη των πουλιών
γράφοντας σχήματα χαράς στον ουρανό
κι είναι σαν ν’ ανεμίζει από παντού τρελά μαντίλια η άνοιξη,
από πού αρχινά και πού τελειώνει
ετούτη η ομορφιά που μας μαγεύει
σαν ένα ατέλειωτο φιλί;
Σφιχτά κρατάμε ό,τι αγαπάμε,
μα έρχεται αυτό με τ’ άσπρα μάτια,
στον ώμο μας χτυπάει με το ψυχρό του δάχτυλο:
"Πέρασε η ώρα, φτάνει πια".
Σφιχτά κρατάμε όσα αγαπάμε,
μα έρχεται αυτός με τ’ άσπρα μάτια,
"τέλειωσε η ώρα, φτάνει πια",
έρχεται αυτό με τ’ άσπρα μάτια και μας κόβει
από ένα ατέλειωτο φιλί.
Σφιχτά κρατάμε όσα αγαπάμε,
μα αύριο χωριζόμαστε,αύριο θ’ αντιμετωπίσουμε το βρυχηθμό του απείρου...
Κι έχουμε αμέτρητες νυχιὲς στα πρόσωπά μας
κι έχουμε φράξει Την καρδιά μας σα στρατόπεδα εξορίας με
συρματόπλεγμα
η πατηθήκαμε τόσες φορές σαν τα σταφύλια στα πεδία
των μαχών...
– Πώς κατάφεραν να μας κάνουν να ξεχάσουμε
πως είναι αγάπη ο κόσμος – κι αύριο χωριζόμαστε,
αγάπη ο κόσμος – κι η ζωή μας
πάντα ένα ατέλειωτο φιλί;
Ορθοστασία, 1957
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου