ΟΡΦΑΝΟΣ ΣΤΙΧΟΣ
Πάει καιρὸς
ποὺ ποίηση καὶ τραγούδι
χόρευαν χέρι χέρι.
Ζευγάρωσαν στερνὴ φορὰ
σὲ λημέρια κλέφτικα
γέννησαν καὶ νανούρισαν
τὸ τεθλασμένο πρόσωπό μας.
Τώρα ὁ στίχος ὀρφανὸς
ἀλυχτάει τὶς νύχτες
στὸ νυσταγμένο φῶς μιᾶς λάμπας.
ΔΕΣΜΟΙ ΧΩΜΑΤΟΣ
Ἡ ἀδύναμη ζωὴ εἶναι δυνατὴ
πιὸ δυνατὴ κι ἀπὸ τὸ σίδερο
μέσʼ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς γῆς βγαλμένη
κι ἀπροστάτευτη.
KARIN BOYE
Τὰ χωράφια μας φτωχὰ
δὲ μᾶς ἄφησαν χωρὶς
ψωμὶ κρασὶ καὶ λάδι.
Χρυσὸ καὶ κάρβουνο
δὲν ὑποσχέθηκαν
λίγη μόνο λάσπη ἀπὸ ἄργιλλο
νὰ καῖμε μὲ λιόκλαρα
τοὺς φούρνους μας.
Τὰ βουνά μας
στὰ ὅρια τοῦ χιονιοῦ
πλαγιὲς τοῦ ἥλιου ποὺ φώλιασαν
πουλιὰ καὶ βελάσματα.
Στὸ σβήσιμό τους ποταμίσια νερὰ
μιλᾶνε στὸ δρόμο τους
ταξίδια τῆς θάλασσας.
Τὰ βράδια γύρω στὴ φωτιὰ
συλλογιζόμαστε
τὴν ἀργόσυρτη διαδρομή μας
ἀπʼ τὰ ψηλὰ στὰ χαμηλὰ
ὅταν λιῶσαν οἱ φόβοι.
Δεσμοὶ χώματος καὶ ριπὲς ἀνέμου
τὰ χνάρια τῆς γενιᾶς μου. Τ’ ἀκολούθησα.
Ταπεινὴ ζωὴ παραποτάμια
ἀπ’ τὸ πολὺ μᾶς προφύλαξε.
Εὔκαιρους μᾶς βρῆκε τ’ ὄνειρο
καὶ μᾶς υἱοθέτησε.
Η ΣΤΡΟΦΗ
Ἡ ἅμαξα σταματημένη
τὴν ὥρα τῆς δίψας·
ὕστερα ἡ πηγὴ μόνη.
Ἕνας δρόμος
ποὺ παίρνει νόημα
ἀπʼ τὸ ταξίδι σου
μετὰ στροφὴ καὶ χάνεσαι.
Σχήματα κινήσεις ἐπιθυμίες
ὁρατὲς καί ἀόρατες
σβήνουν στὸ χῶρο.
Μένει μόνο ἡ δίψα
ἐκεῖ στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου.
ΜΕ ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ
Παιδιὰ
ποὺ λέγαμε τὰ κάλαντα
εἴχαμε φόβο μὴ μᾶς ποῦν
τὰ εἶπαν ἄλλοι.
Μεγάλος πιὰ
σᾶς στέλνω τὰ τραγούδια μου
μὲ τὸ ταχυδρομεῖο·
δὲν τʼ ἀντέχω νὰ μοῦ κλείσετε
κατάμουτρα τὴν πόρτα.
Ἀλλιῶς θὰ τὰ συνόδευα.
Από τη συλλογή «ΔΕΣΜΟΙ ΧΩΜΑΤΟΣ» Διάττων 2000
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Κύριε
ὁμολογῶ τὶς ἁμαρτίες μου:
Ὅ,τι φθαρτὸ ἀξιώθηκα
ἔργο τῶν χειρῶν μου.
Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς
κατάκλεψα τοὺς συνανθρώπους μου.
Καὶ ἄγνοια τῶν ἐντολῶν σου
δὲν προφασίζομαι.
ΘΑΝΑΤΟΓΛΕΝΤΙ
Τὸ βράδυ
πρὶν ἀπʼ τὴν ἐκτέλεση
μαζεύτηκαν γύρω στὶς σκηνὲς
ἔφαγαν ἤπιαν ἀγκαλιάστηκαν
κι ἄρχισαν γλέντι οἱ κρατούμενοι.
Οἱ φύλακες θορυβήθηκαν·
«τοῦτοι δῶ δὲν λογαριάζουνε ζωὴ
καὶ δὲν φοβοῦνται χάρο».
Ἀργότερα πιάστηκαν μαζί τους
στὸ χορὸ καὶ στὸ τραγούδι.
Τὴν αὐγὴ
μεθυσμένοι ἀκόμη
μὲ χέρι σταθερὸ στὴ σκανδάλη
ἀποχαιρέτησαν συντρόφους
μιᾶς νύχτας ἀλησμόνητης.
Καὶ γύρισαν πίσω στὴ σκοπιά τους.
ΣΕ ΠΗΡΕ Η ΣΙΩΠΗ
Ὅταν γελᾶς τὰ πρωινὰ
μʼ ἀνθόμελο ἀλείφεις τὸ ψωμί μου.
Ὅταν μιλοῦν τὰ μάτια σου γαλάζια
βυθίζομαι αἰχμάλωτος
νεράιδας μοίρας.
Ὅταν χορεύεις στὴ βροχή, ζηλεύω,
ἀπʼ τὸ κακό μου σύννεφο
γίνομαι μαῦρο.
Ὅταν τραγουδᾶς ἡλιοβασίλεμα
πλάθω μὲ χρῶμα καὶ νερὸ
διάτρητη εὐτυχία.
Ὅταν τὴ θάλασσα πετροβολᾶς
γέφυρα στήνεις μυστικὴ
γιὰ τὴν πέρα ὄχθη.
Ὅταν σὲ παίρνει ἡ σιωπὴ
μυρωδιὰ βρεγμένου χώματος
χαϊδεύει τὴν αὐλή μας.
Ὅταν κλαῖς πίσω ἀπʼ τὸ τζάμι
ἀπὸ τὰ μάτια σου περνῶ
δὲ μὲ κοιτᾶς καὶ χάνομαι στοὺς δρόμους.
Από τη συλλογή «ΝΑΥΑΓΙΟ ΦΩΣ», Διάττων 2004
Τʼ ΑΓΡΙΜΙΑ
Στὸν Δημήτρη Κάββουρα
Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια
καὶ πιὸ πολλὲς μοῦ ρίχνεις εὐθύνες
γιὰ τὸ χαρτὶ τῆς νιότης μας
ποὺ κάψαμε.
Ὅτι μπορῶ κάνω κι ἐγὼ
πρὶν νὰ καοῦμε ὁλότελα.
Ὁλημερίς φυλάω καραούλι
πότε θὰ πᾶν τʼ ἀγρίμια γιὰ νερὸ
νὰ πιάσω ἕνα στίχο δροσερὸ
νὰ σὲ φιλέψω.
ΑΣΤΕΓΟΣ
Οὔτε παράθυρο στὸν κόσμο
οὔτε πόρτα νὰ βγάζει στὴν αὐλὴ.
Ἕνα κεραμίδι μόνο ὀνειρεύεται.
Καὶ βρέχει.
ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Δὲν εἶνʼ ἀλήθεια
δὲν εἶναι ψέμα.
Ὄνειρο εἶναι ξένο
ποὺ τό ʼζησα γιὰ δικό μου.
Κι αὐτὸ
σὰν τὸ νερὸ γλιστρᾶ
καὶ μένω μʼ ἄδεια χέρια.
Ο ΠΡΩΤΟΛΑΤΗΣ
Τὸ κακὸ δὲν ἀργεῖ.
Καὶ νʼ ἀργοῦσε, στὸ τέλος, δὲν ξεχνοῦσε
ὅπου ὑπῆρχε πόρτα νὰ χτυπήσει.
Μαυροντυμένες τότε ψυχὲς
ἔσερναν ὁλονυχτίς τὸ μοιρολόι.
Ποτισμένο θλίψη τὸ λαρύγγι τους
ἀνέβαινε κόμπο-κόμπο
τὸ δρόμο τοῦ θρήνου.
Καὶ σὲ ταξίδευαν
ὡς τὶς παγωμένες ἄκρες τῆς ψυχῆς σου.
Ὅποιος ἄντεχε κοινωνοῦσε τὸ θαῦμα.
Τὸ ἄλλο πρωὶ
ἀνάλαφροι κινούσαμε γιὰ τὸ χωράφι
μὲ τὸ νεκρό μας πρωτολάτη.
…τὸ τραγούδι μας μελαγχολικό
φορὲς-φορὲς θυμίζει μοιρολόι.
Από τη συλλογή «ΥΠΕΡΘΥΡΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ», Διάττων 2008
Αναδημοσίευση από: http://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου