Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Καρούζος - Φθινόπωρο 1953


Ζούσε ο πατέρας μου κι ο ήλιος έβγαινε ήσυχα
λέγοντας απ’ τους πυράκανθους η κορασίδα τη μοναξιά μου.
Αίφνης ένα σκοτάδι σκέπασε τα φρένα
και το μελάνι του μέλλοντος
χύθηκε απ’ τη θρυμματισμένη θύρα τα μεσάνυχτα
στο δάπεδο με τα βίαια χέρια μου.
Ο καιρός ήτανε σφαγμένος ωσάν τον πετεινό
και φώναξα: Θεέ μου έτοιμοι είν’ οι δρόμοι σου.
Όταν ξημέρωσε
μπήκα πιο βαθιά στη νύχτα
τη φρενική του στρατιώτη
ώσπου μια μέρα γελούσε στο κατώφλι
ο πατέρας ώς τα χείλη μου
και πάλι φώναξα: Φεύγω απ’ τη λάμψη του σώματος
θα νηστέψω
θα κερδίσω με λίγο άρτο την τροφή μου.
Κ’ έγινε φως, αλήθεια στην καρδιά μου που δεν περίμενα,
τρέχοντας απ’ τα καλλίθρειρα νάματα.
Τους ήλιους ανέστρεψα και γνώρισα με ψυχρή ορμή
τον πόνο του λαμπερού σίδερου στο δέρμα μου.
Είχα μπει στο μεγάλο σκοτάδι του αίματος
με τη γεύση του μελαψού Χριστού
έχοντας το σημάδι του Παντοκράτορα στο αριστερό χέρι.
Τη σκηνή του θανάτου την είδα βροχερός
όπως έκανε το σημείο του σταυρού ο πατέρας μου
γυμνός με τη βαθειά νύχτα και τα συντελεσμένα...
Γάτες με κίτρινα αινίγματα
έμπαιναν αθόρυβα στην ψυχή μου
άλλ’ υπεράνω ακούστηκε τότε χλιμίντρισμα
το άλογο του θεού, είπα, φωνάζει την καρδιά μου
για το ταξίδι ολόκληρο του προορισμού.
ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΕΙΝ’ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ
ΟΠΟΥ ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ ΚΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΚΥΛΟΣ
ΠΟΥ ΈΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ.

Ποιήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου