Τον είδα·
έφευγε κρυφά
την ώρα που όλοι συναθροίζονταν.
Σκυφτός με άφαντη μορφή.
Σα να φοβόταν το φως,
τους ανθρώπους,
τα λάμδα και τα θήτα,
την ήττα των ματαιοπονούντων,
αυτός σα να την κουβαλούσε.
Στη φυλακή του, σκέφτηκα, θα λύσει τη φωνή.
Πρέπει να τον ακολουθήσω.
Στα ύφαλα των βουνών.
Στην αθέατη κοιλάδα.
Είδα τη φωτιά και το πλοίο.
Τον είδα:
κάρφωνε τα ξύλα και στοίβαζε τρόφιμα.
Βούλωνε τ' αυτιά του με βουλοκέρι.
Το βουητό του πλήθους πλησίαζε.
Ο τυχερός, είπα,
αυτός μονάχα θα βλέπει το χαμό.
Το μαύρο χιόνι, Ελλέβορος, 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου