(Ταμένος είμαι ο μοναχός,
Δόκιμος ανεπίδεκτος της ηλικίας.
Υπακούω.
Συνομιλώ κυρίως με αγνώστους
Και νεκρούς.
Δεν μεγαλώνω.
Περερμηνεύομαι κι εγώ
Στον ύπνο,
Μαζί με τ’ άλλα οιονεί παρόντα.)
Η έξοδος είναι στο βάθος. Ασταθής, με κλίση αφύ-
σικη στον ουρναό.
Όλο τριγμούς, ανάσες και στριγκλιές. Μέσα στους
καπνούς. Σε λάθος σχήμα και δονούμενη. Διπλά και
τριπλά κλειδωμένη με γρίφους παιδικούς. Ανοίγοντας
μονάχα προς τα μέσα.
Άπορος στον κόσμο αυτό ο λεπτουργός. Όμως το
πνεύμα του, επιταγή. Εξαργυρώνεται, πληρώνει χρέη
παλαιά.
Και αποκτά τα πράγματα.
Ήρθε η ώρα. όλα θα ξαναρχίσουν τώρα, κι ο λε-
πτουργός, σε βαθιά κι ευφρόσυνη αμφιβολία, θα συνε-
χίσει την κρυπτογράφηση των φαινομένων.
Φέρνει κοντά του τον μεγάλο κώδικα της προσευ-
χής.
Κύριε. Που μοίρασες τις εκατό αισθήσεις, ζητώντας
πίσω την εκατοστή. Που με χωρίζεις μια στιγμή απ΄
την μοναδικότητά μου και υπάρχω. Από τ’ αμέτρητα
ονόματά σου κι απ΄το απαγορευμένο, και σε επικα-
λούμαι.
Κοινωνώ την ποσότητά σου. Κατεργάζομαι, Κύριε,
την ψυχή μου.
(Ο λεπτουργός, Κέδρος 1995)
(Ξέρω την αμαρτία μου, η άνθρωπος.
Έτεκα ποίημα κάποτε
-Τόσο απλό, τόσο απλό το ανέφικτο-
Και δεν ηλικιώνεται για να πεθάνει
Να ενσωματωθεί ξανά στο φως.)
Τυχοδιώκτης,
Κέρδισες περιουσία
Στα χαρτιά, στα άλογα
Επιταγές αγνώστου εξαργυρώσες,
Τις λέξεις ξόδεψες όλες
Στα αβάφτιστα.
Πού πας, κυνηγημένος,
Με τα κλοπιμαία της ζωής σου;”)
Στη λάμψη της,
Έμεινε, φοβερός, ν’ αντανακλάται
Έξω απ’ το χρόνο,
Πάνοπλος.
Μέσα,
Μια δυσδιάκριτη ηχώ,
Οσμή και γεύση από συντέλεια.)
(Ημερολόγιο του διπλού χρόνου, Κεδρος 2005)
Ποίηση (2)
Η ποίηση πρέπει να μεταδίδει, σε
πρώτο ή σε δεύτερο επίπεδο ανάγνω-
σης, άμεσα και ζωντανά, κάτι που καμιά
τέχνη (εκτός από τη μουσική και τον έρωτα)
δεν μπορεί να μεταδώσει: μια εξωαισθητική
αντίληψη των ορατών και αοράτων.
Προσοχή
Οφείλω να προσέχω ακόμα περισσότε-
ρο, καθώς διατρέχω την κάθε μου μέρα,
τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ήδη, νομί-
ζω πως είμαι πολύ πιο παρατηρητική-σχε-
δόν όσο ήμουν ως παιδί.
Σύνδρομο του συγγραφέα
Το ότι γράφω οφείλεται πότε σε μια
μικρή μου ανεπάρκεια να ζήσω, πότε σε
μια αφόρητη υπερεπάρκεια.
Ζωή
Η ζωή είναι ένα παραισθησιογόνο από
το οποίο όλοι έχουμε πάρει θανατηφόρα
δόση.
Ύπνος
Αν υποτεθεί οτι κάποιος ζει 70 χρόνια,
κοιμάται 70χ360=25200 φορές. Γιατί
χρειαζόμαστε τόσες γενικές δοκιμές; Πρέπει
να πρόκειται για πολύ σπουδαία παράσταση.
(Πρώτη Ύλη. Ροές [Πτερόεντα], 2003)
Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/06/25/dhaoessia-dhaidhiyac-ieenu-aieieuaei/
...............................................................................................................................
ΑΛΛΟΘΙ
Νυφικό το χαρτί και γράφω
Κυρτωμένο το φως και φθίνω
Μακραίνουν οι ίνες της φωνής
Καθώς βυθίζεται
Ακούγομαι πιο δυνατά
Καθώς βυθίζεται.
Υπονοώ περισσότερα
Απ’ όσα μπορώ να φανταστώ
Γράφω –
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ασφαλής ο κόσμος και το σπίτι
Με μικρά παράθυρα
Που βλέπουν σε παράθυρα
Που βλέπουν σε παράθυρα –
Κατοίκησα σεμνά.
Κρύβοντας σαν αισχρές φαντασιώσεις
Την καρδιά μου τα νεφρά και τα έντερα
Τον εγκέφαλο το συκώτι τους πνεύμονες
Το κουβάρι των νεύρων τη ντροπή των εκκρίσεων
Την πρόθεση την πράξη και το αίμα τους
Εμένα και το λάθος πνεύμα
Που χτυπιέται με στριγγλιές
Μες στο μπουκάλι του –
ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΜΕ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ
Η έρημος της δύσης
Στα κίτρινά μου μάτια με τα δάκρυα
Στο στήθος μου με τους καπνούς
Βουλιάζει
Χνάρι θεού
Ακόμα τούτη η άνοιξη
Που σκουληκιάζει –
(ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ, 1977)
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Θα μάθω γράμματα (το α κυρίως)
Θα μάθω αριθμούς μέχρι τον συν/πλην άπειρο
Κάθε εφτά
Έντρομοι
Ένορκοι πρόγονοι θα μ’ εξετάζουν.
Όλη την ύλη:
Από βιβλία, από ζωγραφιές,
Από λεκέδες υγρασίας, από ξένο ύπνο,
Από νερά του ξύλου, από ίσκιους,
Από ψυχή, από σκοτάδι, από άλλα ορυκτά.
Θα με ρωτάνε, θα ’μια η απάντηση.
Δεν θα περνώ στην άλλη τάξη.
ΨΗΛΑ, ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΛΑΔΙ ΤΟΥ ΠΥΚΝΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
Σαν μαγική εικόνα: πού είναι το παιδί;
Πού είναι το πουλάκι, ο κυνηγός;
(Αν κοιταχτεί ανάποδα, φαίνεται, άραγε, το μέλλον;)
Μαύρα κλαδιά, εμποδισμένα σχήματα, φαντάσματα
Σκιές και φύλλα μπερδεμένα ασφυκτικά.
Το κοριτσάκι.
Δεν διακρίνεται. Μόνο
Η θριαμβευτική κίνηση των χεριών.
Το πρόσωπο, μια φωτεινή κηλίδα, χωρίς μάτια.
Δεν σκέφτεται πως θα κατέβει, σκέφτεται
Να μην ξανακατέβει;
Σαν μαγική εικόνα: σε ποια έλικα,
Σε ποια κυψέλη, σε ποια κρύπτη
Πού είναι ο φωτογράφος;
Πού
Η ίδια η ανάμνηση;
ΜΕ ΧΙΤΩΝΑ, ΣΕ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Ποιος απ’ τους εαυτούς μου; Ποια εποχή;
Περήφανα
Με τα μαλλιά ψηλά
Στο μέτωπο ταινία (ίσως γαλανή)
Βόστρυχοι σύμφωνοι, φωνήεντες, κοιτάζω το φακό
Μνημείο άλλης.
Το ένδυμά μου ανεμίζει φιλελεύθερο
Σε μιας αρχαίας Άνοιξης το αεράκι
Μισολυμένα τα σανδάλια απ’ την προσπάθεια.
Στο βάθος, άδειο το προαύλιο, οι θεατές έχουν πια φύγει.
Άδειος ο χρόνος, σ’ όλο του το μήκος
Απ’ το εξήντα
Ως την άγνωστή μου πρόγονο.
Ο Επιστάτης μόνο ˙
(Θα περιμένει, ίσως, να κλειδώσει)
Η σκιά του δείχνει απόγευμα.
ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
Δε φαίνεται το ψηλοτάβανο του χώρου
Ούτε ο χρυσοποίκιλτος καθρέφτης, ο πελώριος
Με τα φαντάσματα πασών των γενεών
Μισοπνιγμένα στον φθαρμένο του υδράργυρο
Μόνο το δρύινο γραφείο, βαρύ, σε ύπνωση
Μόνο δυο πόρτες, κλειδωμένες
Να μην μπορεί να έρθει ή να φύγει τίποτα.
Ο Άγγελος θα ’ναι στο βάθος, εκτός πλάνου
(Ακούγεται το πιάνο στη φωτογραφία).
Οι άλλοι δύο έχουν κι αυτοί από καιρό πεθάνει ˙
Λείπει ο τέταρτος.
Μόνο το μαύρο του καιρού
Το κλειστοφοβικό του απογεύματος.
Τα πρωινά όμως ήταν ευρύχωρα
Και επικοινωνούσαν
Με τον Εύριπο, θυμάμαι
Καθώς αέρας σιελ φουσκωνε το δωμάτιο
Σε άλλες διαστάσεις.
Τα αντικείμενα στο πρώτο φως
Ήταν αλλιώς θυμάμαι:
Αίφνης αυθύπαρκτα.
Σα ν’ άρχιζαν μόνο –σαν άσκηση–
Την καθημερινή καταγραφή
Πριν απ’ το σφράγισμα.
(ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΛΜΠΟΥΜ, 1999)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B1-%CE%B4%CF%81%CE%AF%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου