Εδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,
είναι σοβαρά τα ρίγη του,
οι γνώσεις του ιλιγγιώδεις.
Το μίσος είναι σπαθόψαρο,
κινείται στο αόρατο νερό
και τότε το βλέπεις να ’ρχεται
κι έχει αίμα στο μαχαίρι του:
το αφοπλίζει η διαφάνεια.
Τότε, γιατί μίσος
γι’ αυτούς που τόσο μας μίσησαν;
Εκεί βρίσκονται, κάτω απ’ το νερό,
κι ενεδρεύουν ξαπλωτοί
ετοιμάζοντας σπαθιά και ξιδόλαδο,
αραχνοϊστούς και ξυλοϊστούς.
Δε μιλάω για χριστιανισμούς,
δεν είναι κήρυγμα ούτε φτηνολογία,
μα είναι πως το μίσος έχει χάσει:
του πέσανε τα λέπια
στην αγορά του δηλητήριου,
και στο μεταξύ ο ήλιος βγαίνει
και κάθεσαι και δουλεύεις
και αγοράζεις το ψωμί σου και το κρασί σου.
Όμως το υπολογίζει στη διαθήκη του
Του μίσους θα του αφήσω
τα πέταλα του αλόγου μου,
τη ναυτική μου τη φανέλα,
τα οδοιπορικά παπούτσια μου,
τη μαραγκούδικη καρδιά μου,
το κάθε τι που έμαθα να κάνω
και ό,τι με βοήθησε να αντέχω,
ό,τι είχα γερό και καθαρό,
αδιάσπαστο και αποδημητικό,
κι έτσι να μπορεί να μαθευτεί στον κόσμο
πως όσοι έχουν δάσος και νερό
μπορούν να κόψουν και ν’ αρμενίσουν,
μπορούν να πάνε και να γυρίσουν,
μπορούν να πονέσουν και ν’ αγαπήσουν,
μπορούν να φοβούνται και να δουλεύουν,
μπορούν να είναι και να συνεχίζουν,
μπορούν ν’ ανθίζουν και να πεθαίνουν,
μπορούν να ’ναι απλοί και σκοτεινοί,
μπορούνε και χωρίς αυτιά,
μπορούν ν’ αντέξουν στη δυστυχία,
μπορούν να περιμένουν ένα λουλούδι,
τέλος, μπορούμε να υπάρχουμε,
αν και δεν δέχονται τις ζωές μας
μερικοί πουτάνας γιοι.
μτφ: Δανάη Στρατηγοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου