Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Οι έμποροι των εθνών (Κεφάλαιον Η΄)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η´
Η ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
Τὴν αὐτὴν νύκτα ἔν τινι πενιχρῷ οἰκίσκῳ ἐν Βενετίᾳ, κατέκειτο ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπος σφοδρῶς πυρέσσων. Γραῖά τις γυνὴ ἐκάθητο ἐπὶ ταπεινοῦ σκαμνίου παρὰ τὴν ἑστίαν, ὅπου ἔκαιεν ἀσθενὲς πῦρ, καὶ νυσταλέος λύχνος ὑπέφεγγε κρεμάμενος ὑπὲρ τὸν κεκρύφαλον αὐτῆς. Ἡ γυνὴ αὕτη ἐφαίνετο μὴ προσέχουσα εἰς τοὺς παραλήρους τοῦ πυρέσσοντος, ἢ διότι ἦτο κωφή, ἢ διότι εἶχεν ἐξοικειωθῆ ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας πρὸς τὴν κατάστασιν ταύτην.
―  Μίαν μόνην φοράν, μίαν μόνην, ἤθελα νὰ τὸν φονεύσω· παρελήρει ὁ ἀσθενής· ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἐπρόλαβε καὶ μὲ ἐφόνευσε!
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐπανέλαβε μὲ βραχνὴν καὶ ἡμίπνικτον φωνήν:
―  Μὲ ἐφόνευσε δίς! Μίαν φορὰν εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ ἄλλην μίαν εἰς τὴν Βενετίαν.
―  Βεβαίως, ἐψιθύριζε καθ᾽ ἑαυτὴν ἡ γραῖα γυνή, ἥτις ἤκουεν, ὡς φαίνεται, τὰς λέξεις ταύτας, ἂν καὶ δὲν προσεῖχε. Βεβαίως, παράλογον φαίνεται ὅ,τι λέγει ὁ ἄρρωστος αὐτός. Ἀλλὰ ποῖος ἠξεύρει ἂν λέγῃ τὴν ἀλήθειαν; Καὶ ἂν ἡ ἀλήθεια εἶναι πάντοτε παράλογος, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὴν λέγουσι ποτὲ οἱ φρόνιμοι καὶ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὴν ὁμολογοῦσιν οἱ μεθυσμένοι, οἱ τρελοί, οἱ ἄρρωστοι καὶ τὰ μικρὰ παιδία.
Καὶ συνεδαύλισε τὸ πῦρ.
―Ἤθελα νὰ τοῦ ἐμπήξω τὴν μάχαιράν μου εἰς τὴν καρδίαν του, ἐπανέλαβε καὶ πάλιν ὁ πυρέσσων. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μοῦ ἐβύθισε τὸ γιαταγάνι εἰς τὸ στῆθος, εἰς τὴν κεφαλήν, εἰς τὸ σῶμα καὶ εἰς τὴν ψυχήν. Μ᾽ ἐφόνευσεν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ εἰς τὴν Δύσιν, εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν. Μ᾽ ἐφόνευσεν εἰς τὸν νῦν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν μέλλοντα!
Καὶ ἐστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας.
―Ὤ, ὁ ἄνθρωπος! Ὁ ἄνθρωπος οὗτος εἶναι τέρας ἔχον ὀκτὼ κεφαλὰς καὶ κέρατα δέκα! Ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη, ὀκτὼ μακρὰ ἔτη, τὸν ἐζήτουν ἀπὸ τῆς Βενετίας μέχρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸν ἐζήτουν εἰς τὴν φωλεάν του καὶ εἰς τὴν τρώγλην του, εἰς τὴν μάνδραν του καὶ εἰς τὸ σφαγεῖόν του! Ἀλλὰ δὲν τὸν εὗρον, δὲν τὸν εὗρον διὰ νὰ τὸν φονεύσω. Τὸν εὗρον, ἀλλὰ μ᾽ ἐφόνευσε. Μ᾽ ἐφόνευσε καὶ αἱ πληγαί του ἔσχισαν βαθέως τὸ στῆθός μου. Ἄχ, δὲν μοὶ πονεῖ τόσον ἡ μαχαιριά του, ὅσον μοὶ ἐπόνεσε ἡ κατάρατος ἐκείνη προδοσία του. Μοὶ ἥρπασε τὸν θησαυρόν μου, τὴν τιμήν μου, τὴν εὐτυχίαν μου! Ἐπικατάρατος νὰ εἶναι ἡ νύξ, καθ᾽ ἣν ἐπρόσφερα εἰς τὸν Βενετὸν τὴν φιλοξενίαν μου. Ἐπικατάρατος ἡ στέγη, ἥτις τὸν ἐστέγασεν, ἐπικατάρατος ἡ τράπεζα, εἰς ἣν ἐδείπνησεν, ἐπικατάρατος ἡ ἑστία, εἰς ἣν ἐθερμάνθη. Ποῦ θὰ τὸν ἐπανεύρω; Πῶς θὰ τὸν ἐκδικηθῶ; Μὲ φεύγει ὡς σκιά, ὡς ὄνειρον, ὡς φάντασμα. Ἰδού, ἰδοὺ αὐτός. Ἦλθε πάλιν. Ἦλθε καὶ μὲ ἐμπαίζει. Γελᾷ μὲ τοὺς ὀδόντας του. Ἰδού, πάλιν φεύγει! Ἀλλὰ θὰ σὲ συλλάβω, Βενετέ!
Καὶ ἀναπηδήσας μὲ βίαιον καὶ σφοδρὸν κίνημα ἐπὶ τῆς στρωμνῆς, ἔθηκε τὸν πόδα ἐπὶ τοῦ δαπέδου καὶ ἔτεινε τὰς χεῖρας, ἵνα συλλάβῃ σκιάν τινα. Ἡ γραῖα γυνὴ ἐσταυροκοπήθη καὶ συνεστάλη εἰς τὴν γωνίαν της.
―Ἰησοῦ, Μαρία, βοήθησε. Ἅγιε Μᾶρκε, σῶσε. Πλάγιασε, ἄνθρωπε, εἰς τὴν κλίνην σου, καὶ δὲν εἶναι κανείς. Γραπτὸν μοῦ ἦτον καὶ τοῦτο!
Ἠγέρθη καὶ τὸν ὑπεστήριζεν ἵνα κατακλιθῇ. Ὁ παροξυσμὸς τοῦ πυρετοῦ παρῆλθε, καὶ ἐκτεθεὶς ὕπτιος ἐπὶ τῆς κλίνης ἀπεναρκώθη ὁ ἀσθενής.
Ἡ γυνὴ ἐπανελθοῦσα ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν. Δὲν ἐφάνη φοβηθεῖσα ἐκ τῆς παραφορᾶς τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλ᾽ ἐγόγγυζε διότι τὴν κατεδίκασεν ἡ τύχη της νὰ εἶναι νοσοκόμος καὶ δὲν τῇ ἐπέτρεψε νὰ ἔχῃ ἄλλο ἐπάγγελμα.
―Ὡς φαίνεται, ἔλεγε, δὲν τῆς ἐπερίσσευσεν ἄλλη τέχνη, διὰ νὰ μοὶ δώσῃ. Διότι ἄλλη ἔγινε μαστροπός, ἄλλη Ἡγουμένη, ἄλλη ἑταίρα, ἄλλη ἀρχόντισσα καὶ ἄλλη κλέπτρια· ἐμέ, τί ἄλλο ἠδύνατο νὰ μὲ κάμῃ ἢ νοσοκόμον διὰ τοὺς ἀρρώστους; Ἀλλ᾽ ἂς ἤμουν τοὐλάχιστον νοσοκόμος διὰ τοὺς ὑγιεῖς! Γραπτὸν εἰς τὴν κεφαλήν μου ἦτο καὶ τοῦτο!
Ἐξεφυτίλισε τὸν λύχνον καὶ ἤρχισε νὰ παρασκευάζῃ ξαντὸν διὰ τὸν ἀσθενῆ.
―  Διὰ σὲ τὸ κάμνω τοῦτο, γυιέ μου, ἔλεγεν ὡς ἀποτεινομένη πρὸς τὸν νοσοῦντα, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν ἀκούσῃ. Ἡσύχασε καὶ βάστα καλὰ τὴν καρδιά σου. Δὲν ἠμπορῶ νὰ βλέπω ἄρρωστον νὰ παλαίῃ καὶ νὰ φωνάζῃ κατὰ κοράκων, ὅπως σὺ κάμνεις.
Ἡ γυνὴ αὕτη ἐκαλεῖτο, πρὸς μυκτηρισμὸν ἴσως, ὑπὸ τῶν γειτόνων γραῖα Φορκίνα καὶ ἦτο ἑβδομηκοντοῦτις· ἐπρέσβευε δὲ ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὅτι ἦτο ἄτρωτος κατὰ πάσης νόσου. Εἶχεν ἀντιμετωπίσει εἰκοσάκις, κατὰ τὸ μακρὸν κομβοσχοίνιον τῶν ἐτῶν τῆς ἡλικίας της, τὴν λώβην, τὴν πανώλη καὶ τὴν εὐλογιάν, εἶχε νοσηλεύσει τυφικούς, χολερικοὺς καὶ ὀστρακιῶντας. Κατὰ τὴν νεότητά της ἦτο κλειδόμαντις προλέγουσα τὴν τύχην εἰς τοὺς διαβάτας καὶ μετήρχετο ἐνίοτε τὴν μαγείαν. Εἶχε περιέλθει τὴν Ἰταλίαν πωλοῦσα τὸ ἐμπόρευμα τοῦτο, ἑωσότου ἡμέραν τινὰ ὁ Ἁρμοστὴς τῆς πόλεως τοῦ Παταυΐου διέταξε νὰ τὴν συλλάβωσι καὶ τὴν ρίψωσιν εἰς τὴν φυλακήν. Διῆλθεν ἐν αὐτῇ ἀκριβῶς τὰ ἔτη ἐκεῖνα τῆς νεότητος, καθ᾽ ἃ ἠδύνατο νὰ ἐλπίσῃ ὅτι θὰ ἐτελειοποίει τὸ ἐπάγγελμά της. Ἀλλ᾽ ἤδη τοῦτο κατεδικάσθη εἰς νέκρωσιν καὶ ἐτάφη ἐν τῇ κόνει τῆς εἱρκτῆς. Ἐξελθοῦσα ἐκ τοῦ σωφρονιστηρίου ἐκείνου ἠναγκάσθη νὰ ἀλλάξῃ ἐπάγγελμα καὶ ἔγινε νοσοκόμος. Δὲν ἦτο εὐχαριστημένη ἐκ τούτου, ἀλλὰ δὲν ἦτο πλέον καιρὸς νὰ ἐκλέξῃ ἄλλο.
Ἡ γραῖα Φορκίνα, (ἥτις ἐπεκαλεῖτο ἐνίοτε καὶ θειὰ Γραφτώ, ἕνεκα τῆς φράσεως ἣν συνήθιζε· γραφτὸ ἦτον καὶ τοῦτο!), ἔτρεφεν ἀποστροφὴν κατὰ παντὸς ὑγιοῦς ἀνθρώπου, δὲν ἠδύνατο νὰ ὑποφέρῃ τὰς ροδόχρους παρειάς, καὶ ἐπεθύμει ἵνα πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης, ἂν ἦτο δυνατόν, πέσῃ κλινήρης καὶ νοσοῦσα ἐπὶ μιᾶς κλίνης, ἵνα νοσηλευθῇ παρ᾽ αὐτῆς. Ἀλλὰ τοῦτο ἦτο προφανῶς λῆρος πυρέσσοντος, οἷον οὐδέποτε εἶχε νοσηλεύσει.
Ἐν τούτοις ὁ ἀσθενὴς ἐφαίνετο ἀποκοιμηθείς. Ἡ νὺξ ἐπροχώρει καὶ ἡ θειὰ Γραφτὼ ἐνύσταξεν ἐπίσης καὶ ἤρχισε νὰ κινῇ ἄνω καὶ κάτω τὴν κεφαλήν, ὡς πλοῖον ἐν σάλῳ κυμάτων, ἅμα καθημένη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου της καὶ ἔχουσα τὸ ξαντὸν εἰς τὰς χεῖρας.
Ὠνειρεύθη δὲ ὅτι εὑρέθη ἐν ἀπειρομεγέθει θαλάμῳ νοσοκομείου ἔχοντι χιλίας κλίνας καὶ χιλίους ἀσθενεῖς ἐκ διαφόρων νοσημάτων, οἵτινες ἅμα ἰδόντες αὐτὴν τῇ ἔτεινον ἐκ τῶν κλινῶν των τὰς παλάμας ζητοῦντες νὰ τοῖς εἴπῃ τὴν τύχην των. Ἡ θειὰ Γραφτὼ εὐχαριστήθη ἐκ τούτου, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν εὔλογον ἐπιθυμίαν των, ἀλλὰ παραδόξως εὑρέθη ἐκεῖ παρὼν ὁ ἀμείλικτος Ἁρμοστὴς ἢ Ποδέστας τοῦ Παταυΐου, καὶ ἀπηγόρευσεν ἀποτόμως εἰς τὴν θειὰν Γραφτὼ νὰ ἐξασκήσῃ τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο. Τὴν ἠπείλησε δὲ ὅτι ἂν φωραθῇ λαθραίως λέγουσα τὴν τύχην εἴς τινα, θὰ τὴν στείλῃ κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸν δήμιον, τὸν ἀνασκολοπιστήν, διότι τὸ Κράτος δὲν εἶχε πλέον προσόδους ὅπως τὴν τρέφῃ εἰς τὸ δεσμωτήριον.
Ἡ θειὰ Γραφτὼ ἐξύπνησε κατατρομαγμένη.
Τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἐκρούσθη ἡ θύρα τοῦ οἰκίσκου.
Ἡ γραῖα Φορκίνα ἠγέρθη καὶ ἐζήτει ποῦ νὰ κρυβῇ νομίζουσα ὅτι ὁ κρούων ἦτο ὁ Ἁρμοστὴς ἢ καὶ ὁ δήμιος τοῦ Παταυΐου. Ἐφαντάσθη ὅτι θὰ ἦτο καλὸν νὰ χωθῇ ὑπὸ τὴν κλίνην τοῦ ἀσθενοῦς.
Ἡ θύρα ἐκρούσθη πάλιν ἐπανειλημμένως.
Ἡ Φορκίνα ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐπροσπάθει ν᾽ ἀποσείσῃ τὴν σκιάν, ἣν κατέλιπεν εἰς τὴν φαντασίαν της τὸ ὄνειρον.
―Ἠμπορεῖ νὰ μὴ εἶναι καὶ ὁ δήμιος, ἔλεγεν. Ἀλλὰ τί θέλει ἐδῶ ὁ δήμιος; Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ βλάψῃ μίαν τιμίαν γυναῖκα; Ἀλλὰ ποῖος νὰ εἶναι;
Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, πατοῦσα ἐπ᾽ ἄκρων τῶν ὀνύχων, καὶ ἠκροάσθη. Ἔθεσε τὸν ὀφθαλμὸν εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ κλείθρου, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ἐν τῷ σκότει.
―Ἄνοιξε, γραῖα Φορκίνα, ἔκραξαν ἔξωθεν.
―  Ποῖος εἶναι;
―Ἐγὼ εἶμαι.
―  Ποῖος σύ;
―Ἐγώ, ὁ Μηνᾶς.
―  Ποῖος Μηνᾶς;
―Ὁ Μηνᾶς, ὁ σύντροφος τοῦ Ἰωάννου Βενδίκη.
―  Τίνος Ἰωάννου Βενδίκη;
―  Τοῦ Ἰωάννου Βενδίκη, ὅστις εἶναι ἀσθενὴς εἰς τὴν οἰκίαν σου.
Ἡ γραῖα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Συνήρμοσε τὰς ἀναμνήσεις της καὶ εἶπε.
―  Δυνατὸν νὰ ἔχῃ δίκαιον. Τῷ ὄντι αὐτὸς ὁ πληγωμένος ἐδῶ πρέπει νὰ ὀνομάζηται Ἰωάννης Βενδίκης. Τὸν γνωρίζω ἀπὸ πολλοῦ καὶ οὕτω πρέπει νὰ ὀνομάζηται. Καὶ ἐκεῖνος, ὁποὺ φωνάζει ἀπ᾽ ἔξω, θὰ ὀνομάζηται βέβαια Μηνᾶς. Γνωρίζω τὴν φωνήν του. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὀνομάζεται Μηνᾶς, ὅταν τὸν ἐγνώριζα οὕτως ὠνομάζετο. Λοιπὸν θὰ εἰπῇ ὅτι ὁ Μηνᾶς ζητεῖ τὸν Ἰωάννην Βενδίκην.
―  Λοιπὸν θ᾽ ἀνοίξῃς; ἀνέκραξεν ἡ φωνὴ ἔξωθεν.
―Ἀλλ᾽ εἶσαι λοιπὸν ὁ Μηνᾶς; ἀπήντησεν ἡ γραῖα.
―  Σοὶ εἶπα ὅτι εἶμαι ὁ Μηνᾶς.
―  Καὶ ζητεῖς τὸν Ἰωάννην Βενδίκην;
―  Ναί, αὐτὸν ζητῶ.
―Ἀλλὰ ποῖος σοὶ εἶπεν ὅτι ὁ Ἰωάννης Βενδίκης εἶναι ἐδῶ;
―  Μοὶ τὸ εἶπεν ἕνας φίλος.
―  Ποῖος φίλος;
―Ὁ Καρτάτσης.
―  Ποῖος Καρτάτσης;
―Ὁ Καρτάτσης, ὅστις ἐσύχναζεν εἰς τὸ γειτονικὸν καπηλεῖον ἐδῶ.
―  Ποῖον καπηλεῖον;
―  Τὸ καπηλεῖον τῆς Κοκκινοῦς.
―Ἄ, ἄ, καλὴ γνωριμία!
―  Τέλος πάντων, ἄνοιξε· ἔχω ἀνάγκην νὰ ἴδω τὸν Ἰωάννην Βενδίκην.
―Ἀλλὰ τί τὸν θέλεις;
―  Εἰς αὐτὸν μόνον θὰ τὸ εἴπω.
―  Εἶναι ἄρρωστος.
―  Καὶ ἀποθαμένος ἂν εἶναι, πρέπει νὰ τὸν ἴδω.
―Ἔχει καιρὸν ὁποὺ δὲν τὸν εἶδες;
―  Πολὺν καιρόν.
―  Πόθεν ἔρχεσαι;
―Ἀπὸ μακρινὸν ταξίδιον.
―Ἀπὸ ποῖον μέρος;
―Ἀπὸ τὸν Λεβάντην.
Ἡ θειὰ Φορκίνα ἐψέλλισε· «Γραπτὸν ἦτον καὶ τοῦτο, νὰ ξεσπάσῃ εἰς τὴν κεφαλήν μου»· ἔκαμεν τρεῖς σταυρούς, ἐπεκαλέσθη τὸν ἅγιον Μᾶρκον, τὸν ἅγιον Λαυρέντιον καὶ τὴν ἁγίαν Περπέτουαν καὶ τέλος ἀπεφάσισε ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν θύραν.
Εἰσῆλθε νέος τριακονταετὴς περίπου ἔχων τραχὺ ναυτικὸν καὶ ἀγαθὸν ἦθος. Διηυθύνθη ἠρέμα πρὸς τὴν κλίνην, ἐφ᾽ ἧς κατέκειτο ὁ νοσῶν.
Ἔκυψεν ἐπὶ τῆς στρωμνῆς του καὶ τὸν παρετήρησε προσεκτικῶς.
―  Κοιμᾶται; εἶπε.
―  Κοιμᾶται; ἀπήντησεν ἡ γραῖα Φορκίνα. Δὲν μ᾽ ἐρωτᾷς ἂν ἐκοιμήθη ποτὲ ὀκτὼ ἡμέρας τώρα; Φωνάζει, παλαίει, κτυπᾷ, σκοτώνεται καὶ ἔπειτα λιποθυμεῖ.
―  Εἶναι πληγωμένος; ἠρώτησεν ὁ Μηνᾶς.
―Ὅλον τὸ στῆθος καὶ τὸ σῶμά του μία πληγὴ εἶναι. Δὲν ἔχει μέρος ἀπλήγωτον.
―  Καὶ τὸν περιποιεῖσαι καλά;
―  Κατὰ διαβόλου! Αὐτὸς ἂν γλυτώσῃ, θὰ εἶναι θαῦμα.
―  Ποῖος τὸν ἔφερεν ἐδῶ;
―  Μία γειτόνισσά μου μὲ παρεκάλεσε νὰ κάμω τὸ ψυχικόν.
Ὁ Μηνᾶς ἐστέναξε.
―  Δυστυχῆ καὶ ἀγαθέ μου κύριε, εἶπε. Πολλὰ ἔμελλες νὰ ὑποφέρῃς ἀδίκως εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον.
―  Γραπτὸν μοῦ ἦτο καὶ τοῦτο, ἀπήντησεν ἡ γραῖα Φορκίνα.
―  Δὲν ὁμιλεῖ ποτέ; ἠρώτησεν ὁ Μηνᾶς.
―Ὁμιλεῖ μόνος του. Λέγει ἱστορίας, ὁποὺ δὲν ἠξεύρω ἂν συνέβησαν ποτέ.
―  Αὐτὰ εἶναι τοῦ πυρετοῦ.
―  Τίνος θέλεις νὰ εἶναι; Ἔχω σαράντα χρόνους νοσοκόμος καὶ γνωρίζω ἐκ τοῦ πλησίον τὸν τύφον, τὴν μηνιγγῖτιν, τὴν ὀστρακιάν, τὴν πανώλη καὶ ὅλας αὐτὰς τὰς καλάς μου φιλενάδας.
―  Πρὸς σὲ δὲν ὁμιλεῖ ποτὲ ὁ ἀσθενής;
―  Πρὸς ἐμὲ ὄχι.
―  Καὶ δὲν σὲ ἐννοεῖ ἂν τῷ εἴπῃς τίποτε;
―  Ποῖος ἠξεύρει ἂν ἐννοῇ;
―  Δὲν εἶναι, τέλος πάντων, εἰς τὰς φρένας του;
―  Εἰς τὰς φρένας του; Ἀλλὰ πῶς θέλεις νὰ εἶναι; Ἐγνώρισα, σοὶ εἶπα, τὸν τύφον, τὴν πανώλη, τὴν χολέραν, τὴν λοιμικήν…
―Ἀλλὰ τί ἔχουν νὰ κάμουν αὐτὰ μ᾽ ἕνα πληγωμένον;
―  Αὐτὸς τὰ ἔχει ὅλα ὁμοῦ.
―  Μήπως εἶσαι τρελή, καλή μου γραῖα;
―Ἐγὼ τρελή; Δάγκασε τὴν γλῶσσάν σου. Ὀπίσω μου, Σατανᾶ! Γραπτὸν μοῦ ἦτο καὶ αὐτό. Πταίω ἐγώ, ὁποὺ σοῦ ἤνοιξα τὴν θύραν.
―  Συγχώρησέ με, γραῖα, δὲν ἤθελα νὰ σὲ προσβάλω. Ἀλλ᾽ ὁ δυστυχὴς κύριός μου πρέπει νὰ σωθῇ. Βάλε τὰ δυνατά σου, καλή μου θειὰ Φορκίνα. Καὶ θὰ πληρωθῇς ἀκριβὰ διὰ τὸν κόπον σου. Ἔφερες κανένα ἰατρὸν ἐδῶ;
―Ἰατροὺς ἔφερα, ἀλλὰ μὴ τοὺς πιστεύῃς. Αὐτοὶ εἶναι ὅλοι ἀγύρται, παιδί μου.
―  Καὶ ἰατροὺς νὰ προσκαλέσῃς γραῖα, καὶ ὅ,τι δύνασαι νὰ πράξῃς. Θὰ πληρωθῇς. Εἴμεθα πλούσιοι. Αὔριον τὸ πρωὶ θὰ σοὶ δώσω πολλὰ χρήματα. Ὤ, δυστυχῆ μου κύριε, καὶ νὰ ἤξευρες πόσον ἐπεθύμουν νὰ σοὶ ὁμιλήσω! Νὰ ἤξευρες πόθεν ἔρχομαι καὶ ποίαν ἀνεκάλυψα.
Ὁ ἀσθενὴς ἐκινήθη τὴν στιγμὴν ταύτην. Παραδόξως ἡ τελευταία τοῦ Μηνᾶ φράσις τῷ ἀπέδωκε τὴν ἐγρήγορσιν καὶ τὸ λογικόν.
―  Ποίαν ἀνεκάλυψες; εἶπε μὲ πεπνιγμένην φωνήν. Δὲν εἶναι ὁ Μηνᾶς, ὅστις ὁμιλεῖ ἐδῶ;
―Ἐγὼ εἶμαι, κύριέ μου! ἔκραξεν ὁ Μηνᾶς περιχαρής, καὶ προσῆλθε εἰς τὴν κλίνην.
―  Τί ἔλεγες πρὸ ὀλίγου; ἠρώτησεν ὁ ἀσθενής.
Ὁ Μηνᾶς κύψας εἰς τὴν κλίνην τοῦ ἠσπάσθη τὴν χεῖρα καὶ τῷ εἶπέ τι εἰς τὸ οὖς.
Ὁ ἀσθενὴς ἀνεσκίρτησεν.
―Ἀληθῶς; Τὴν εὗρες; εἶπεν· εἶναι ὑγιής; Μηνᾶ, Μηνᾶ! τὴν εἶδες; Δὲν ἠπατήθης; Ἀληθῶς ζῇ; Ὦ Μηνᾶ, σὲ εὐχαριστῶ.
Καὶ ἀνεκάθισεν ἐπὶ τῆς κλίνης.
―Ὢ ναί, ναί, κύριέ μου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς κλαίων, τὴν εἶδα καὶ ζῇ.
―  Τῇ ὡμίλησες; Τί σοὶ εἶπε;
―  Δὲν ἠθέλησα νὰ τῇ δώσω γνωριμίαν.
―  Διατί;
―  Διότι ἐφοβήθην μὴ ἐπιμένει νὰ μείνῃ εἰς τὸ μοναστήριον καὶ γίνῃ ἄφαντος πάλιν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας.
―Ἂς εἶναι. Λυπηρόν! Ἀλλ᾽ ἀρκεῖ νὰ ζῇ.
―  Ζῇ, κύριέ μου.
―Ὤ, πῶς ἀνεγεννήθην. Ἔλα, ἔλα, γραῖα, εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν Φορκίναν, ἔλα νὰ μοῦ ἀλλάξῃς τὰς πληγάς, διότι θὰ ἀναχωρήσω αὔριον.
―  Δὲν εἶναι καιρός, κύριέ μου· πάσχεις ἀκόμη καὶ εἶναι καλὸν νὰ φυλαχθῇς, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.
―Ὄχι, θὰ ἀναχωρήσωμεν, Μηνᾶ. Δὲν φοβοῦμαι πλέον τίποτε. Ἀρκεῖ νὰ ζῇ αὐτή.
―Ὅπως θέλεις.
―Ἂς τὴν ἴδω, Μηνᾶ, καὶ ἂς ἀποθάνω.
―Ἀναχωροῦμεν, κύριέ μου.
Ἡ γραῖα Φορκίνα τὰ ἔχασεν. Ἐζήτει τὸ ξαντὸν καὶ τοὺς ἐπιδέσμους, ὅπως ἀλλάξῃ τὰς πληγὰς τοῦ ἀσθενοῦς της, καὶ οὐδὲν εὕρισκεν. Ἔμεινεν ἔκθαμβος ἐκ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς νόσου. Ἠρώτα ἑαυτὴν μὴ ὁ τραυματίας παρεφρόνησεν ὁριστικῶς. Τὸ γεγονός, ὅπερ ἔβλεπεν, ἀνέτρεπε πάσας τὰς περὶ κλινικῆς καὶ νοσηλείας ἰδέας καὶ πάντα τὰ συμπεράσματά της.
―Ἔλα, κάμε γρήγορα, καλή μου γραῖα, ἐπανέλαβεν ὁ ἀσθενής· φέρε νὰ μοῦ ἀλλάξῃς τὰς πληγὰς καὶ ἑτοίμασε ζωμόν τινα νὰ προγευματίσωμεν.
―  Καλὴ ἰδέα, κύριέ μου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς τρίβων τὰς χεῖρας. Ἀλλὰ νὰ εἶχεν ἡ καλὴ αὕτη γραῖα φιάλην τινὰ οἴνου! Πόσον διψῶ!
―Ἔχεις οἶνον, γραῖα;
―Ὄχι, παιδί μου, ποῦ νὰ τὸν εὕρω.
―  Δὲν σημαίνει, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Θὰ ἐξυπνίσωμεν τὴν γειτόνισσάν σου τὴν Κοκκινοὺ νὰ μᾶς δώσῃ.
―  Οἶνον! Οἶνον! Φέρε οἶνον, γραῖα, εἶπεν ὁ τραυματίας.
Καὶ ἐγερθεὶς ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐπὶ τοῦ πενιχροῦ ἑδωλίου, ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο πρὸ μικροῦ ἡ Φορκίνα.

| Οι Έμποροι των Εθνών | εκδόσεις της Εστίας

Πηγή:http://1-2.gr/2020/01/03/pos-pethane-o-alexandros-papadiamanths/?fbclid=IwAR0pyJhnb_RkWLFuqgh3ifTkpU8mzSdDFwaxDBnvP0MEVFGLZ8oTYPx8xEI

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου