Από μικρό παιδί ένιωθα μια φλόγα να με καίει. Ήθελα να εκφραστώ, να γράψω.
Πώς όμως; Γράμματα δεν ήξερα. Ως τα οχτώ μου χρόνια, όπως σου είπα, αγνοούσα
και αυτό το αλφάβητο. Κανείς απ’ τους υπεύθυνους για την αγωγή μου δεν είχε
διάθεση να ικανοποιήσει τη λαχτάρα που ένιωθα για τα γράμματα. Παρακάλεσα
κάποτε την άλλη φυλακισμένη, τη μητέρα μου, να μου δείξει αυτή τα λίγα
γραμματάκια που ήξερε. Η καημενούλα έκανε προσπάθεια ν’ ανταποκριθεί. Άρχισε
από το «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός ... ». Αυτό το ελάχιστο που μπόρεσε να μου
δώσει το άρπαξα και από τότε μόνη μου επιδόθηκα με το ζήλο εφευρέτη, γιατί
πραγματικά εφεύρισκα όσα εκείνη δεν ήξερε να μου εξηγήσει. Αυτό ήταν το πρώτο
μου ξεκίνημα, μια και ο πατέρας μου και ο αδελφός μου που είχαν φοιτήσει στα
μεγαλύτερα Κολέγια και Πανεπιστήμια της Ευρώπης, ούτε ήθελαν ούτε καταδέχονταν
να ασχοληθούν με τη μόρφωση ενός κοριτσιού. Τους φαινόταν ανήκουστο και
επιζήμιο να γυρεύει γράμματα ένα κορίτσι!
Ωστόσο, μια φορά που ζήσαμε για λίγες μέρες με τον πατέρα μου στην εξοχή και
δεν είχε πώς να περάσει την ώρα του, το βρήκε διασκεδαστικό να μου δείξει να
διαβάζω ιταλικά. Ήταν σίγουρος πως δε θα καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Εγώ
όμως άνοιξα μάτια και αυτιά και όλα τα πορτοπαράθυρα του μυαλού μου και ρούφηξα
τη διδαχή του όπως το ξερό σφουγγάρι το νερό. Από κει και πέρα τη γλώσσα την
έμαθα με τη βοήθεια μιας «Μεθόδου εκμαθήσεως της Ιταλικής γλώσσης», που την
ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη. Από τη μια σελίδα είχε το ιταλικό κείμενο και από την
άλλη την ελληνική εξήγησή του. Ανασκουμπώθηκα λοιπόν και άρχισα το επίμονο και
τόσο απολαυστικό έργο της αυτομόρφωσης. Η χαρά και η ικανοποίησή μου ήταν
τόση, θαρρείς και είχα ανακαλύψει χρυσωρυχείο ... Έπεσα με τα μούτρα στις
γραμματικές και στα συντακτικά και προχώρησα γρήγορα και στις δύο γλώσσες.
Αυτή η τόσο θερμή προσήλωσή μου στο διάβασμα φυσικό ήταν να με κάνει να
παραμελώ το μισητό εργόχειρο, πράγμα που δυσαρέστησε τη μητέρα και τη γιαγιά
μου. Πού ακούστηκε κορίτσι να παρατάει το εργόχειρο για διαβάσματα! Όσο όμως
εκείνες μ’ εμπόδιζαν τόσο φούντωνε μέσα μου η φλόγα για μάθηση. Ήθελα να τους
πω, τι κατάλαβαν αυτές που έμειναν τυφλές μέσα στο μαύρο σκοτάδι της αμάθειας.
Μα πού να το αποτολμήσω ... Εδώ δεν είπα κάτι πολύ πιο ανεκτό: «Αφού δε μου
φέρνετε δάσκαλο, αφήστε με τουλάχιστο να μελετάω ένα δυο ώρες μοναχή μου».
Έτσι τα διαβάσματα γίνονταν κρυφά σαν να έκανα κάποια κακή πράξη.
Την εποχή αυτή η μητέρα μου έφερε στον κόσμο ένα ωραίο αγοράκι, πράγμα που
της έδωσε μεγάλη χαρά. Σ’ εμένα αναθέσανε τις δουλειές που εκείνη έκανε στο σπίτι.
Ένα βράδυ μ’ ανακάλυψε ο πατέρας μου ριγμένη στο διάβασμα. Για κακή μου τύχη
είχα ξεχάσει να βάλω αποβραδίς μέσα το κλουβί με το καναρίνι. Με πρόσχημα τη
μικρή αυτή παράλειψη άρχισε να φωνάζει και να με μαλώνει και να λέει πως τα
γράμματα «εσκότισαν» το μυαλό μου και με κάναν να ξεχνώ τα καθήκοντά μου. Αυτό
με πλήγωσε και με φόβισε γιατί σκέφτηκα πως ό,τι στραβό θα έκανα από δω και πέρα,
για όλα θα φταίγανε τα γράμματα ...[…]
(Εκδόσεις Κέδρος, 1979)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου